Πόλεμος πατήρ πάντων, έλεγε ο Ηράκλειτος και από τα πάντα δεν θα μπορούσε να εξαιρεθεί το μάρκετινγκ. Με δύο πολέμους να μονοπωλούν τη δυτική δημόσια σφαίρα τα δύο τελευταία χρόνια – της Ρωσίας στην Ουκρανία και του Ισραήλ στη Γάζα – η επικοινωνιακή διαχείριση των σφαγών έχει αγγίξει το επίπεδο της τελειότητας. Καταρχάς, κάθε πολεμική επιχείρηση επενδύεται με το αντίστοιχο συναίσθημα της αυτοάμυνας: κανένας ποτέ δεν επιτίθεται, αλλά όλοι αμύνονται – όσο ισοπεδωτική και αν είναι αυτή η άμυνα.
Κατά δεύτερον, η παρουσίαση των θυμάτων γίνεται με όρους επίκλησης στο συναίσθημα. Τα παιδιά κυριαρχούν στις εικόνες της φρίκης, όπως και τα διαμελισμένα σώματα. Ο στόχος να προκληθεί συγκίνηση μέσω του σοκ είναι διαχρονικά η καλύτερη μέθοδος για τη δημιουργία ενός κλίματος ενσυναίσθησης. Για να πετύχει η υποστήριξη της μιας ή της άλλης πλευράς, θα πρέπει εσύ που παρακολουθείς να νιώσεις μέλος της κοινότητας, να μπεις στη θέση του θύματος.
Βέβαια, το αποκορύφωμα των διαδικασιών ευαισθητοποίησης είναι η παραγωγή fake news. Δεν αρκεί η πραγματικότητα; Κανένα πρόβλημα, μπορούμε μια φτιάξουμε μια εναλλακτική και απείρως πιο φρικιαστική για να πείσουμε και τον πιο επιφυλακτικό για το πόσο αποτρόπαιος είναι ο εχθρός. Στην υποτιθέμενη ασφάλειά του, ο θεατής βρίσκεται να βομβαρδίζεται από ένα σύνολο πληροφοριών μην μπορώντας να καταλάβει εντέλει πού αρχίζει η αλήθεια και πού τελειώνει το ψέμα.
Αυτά βέβαια δεν αποτελούν καινούριο φαινόμενο. Οπως δεν είναι και η προσπάθεια ενθάρρυνσης του πληθυσμού κατά τη διάρκεια μιας πολεμικής σύρραξης. Η ανόρθωση του ηθικού, η σύσφιξη των σχέσεων με τους συμμάχους, η τόνωση του αγωνιστικού φρονήματος αποτελούν πάντα το έργο μιας κουλτούρας προπαγάνδας που διαχέεται στον πληθυσμό, άλλοτε με τρόπο επίσημο και σοβαρό και άλλοτε μέσω του λαϊκού θεάματος.
Τώρα που εορτάσαμε την 28η Οκτωβρίου είναι καλή ευκαιρία να θυμηθούμε το πώς εμψύχωνε τον ελληνικό λαό, κορυφαία ανάμεσα σε άλλους και άλλες, η Σοφία Βέμπο. Το «Παιδιά, της Ελλάδος παιδιά», θες επειδή το τραγουδούσαμε στο Δημοτικό συνέχεια, θες επειδή είναι από μόνο του συγκινητικό, έχει μείνει έως και σήμερα στο συλλογικό εθνικό φαντασιακό. Παρόμοια απήχηση, στο πιο χιουμοριστικό, έχει και το άλλο κλασικό τραγούδι «Βάζει ο Ντούτσε τη στολή του». Η γελοιοποίηση του εχθρού μετριάζει τον φόβο μπροστά στον πολεμικό όλεθρο και προσφέρει την απαιτούμενη απόσταση από την αντιμετώπιση των γεγονότων με τη σοβαρότητα, η οποία πιθανότατα θα οδηγήσει στην απογοήτευση.
Σ’ αυτή την κατηγορία, της χιουμοριστικής ενδυνάμωσης, ανήκει και ένα λιγότερο γνωστό τραγούδι της Βέμπο, η «Αγγλοελληνική Συμμαχία». Το τραγούδι παραλληλίζει τις δύο χώρες, τις συνήθειες των κατοίκων, τα ήθη και τα έθιμα, για να νομιμοποιήσει και πολιτισμικά την αναγκαία λόγω πολέμου συμμαχία των δύο χωρών. Αποκορύφωμα της σύγκρισης οι αλκοολικές συνήθειες των πληθυσμών των δύο συμμάχων, που καταλήγει στο «Ζήτω το ουίσκι και η ρετσίνα!».
Δυσκολεύομαι να μη δω σ’ αυτό το ρεφρέν μια στρατηγική χιουμοριστικής αυτο-αποδόμησης του είδους του προπαγανδιστικού τραγουδιού. Τι πιο διαφορετικό – στο πλαίσιο της εποχής αναφοράς – από το ακριβό ουίσκι με τη διεθνή ακτινοβολία και τη φθηνή ρετσίνα με την αποκλειστικά εγχώρια απήχηση, πόσο ενδεικτικό της δύναμης που έχει κάθε μία από τις δύο πολεμικές δυνάμεις στη συμμαχία. Να υπάρχουν άραγε και σήμερα στις αντίστοιχες προπαγάνδες τέτοια σημεία αυτοαποδόμησης; Φαντάζομαι πως η εξέλιξη του «πολεμικού μάρκετινγκ» δύσκολα θα τα επέτρεπε…