Το επεισόδιο των Τιράνων και οι προπηλακισμοί σε βάρος εκλεγμένου Έλληνα ευρωβουλευτή ήταν μία υπενθύμιση. Όχι μόνο για την κρίση στις ελληνοαλβανικές σχέσεις, αλλά για το ευρύτερο βαλκανικό περιβάλλον.
Η Αλβανία είναι μία περίπτωση και δεν είναι μονοδιάστατη. Μπορεί η ευρωπαϊκή της προοπτική να εξαρτάται (και) από την Ελλάδα, όμως είναι προνομιακός συνομιλητής άλλων και μεγάλων ευρωπαϊκών δυνάμεων. Αρκεί να λάβει κανείς υπόψη τη συμφωνία της με την Ιταλία για τα προαναχωρησιακά μεταναστευτικά κέντρα, ή τις διαχρονικά καλές σχέσεις με τη Γερμανία. Ταυτόχρονα οφείλει κανείς να αναγνωρίσει της ύπαρξη της τουρκικής/μουσουλμανικής επιρροής και, φυσικά, τον ρόλο και την επιρροή της Αλβανίας στις εστίες κρίσης του Κοσσόβου και της Βόρειας Μακεδονίας.
Όλα αυτά είναι υπενθυμίσεις της κοντινής βαλκανικής μας πραγματικότητας. Πέραν της Αλβανίας, η Βόρεια Μακεδονία φαίνεται ότι δεν πανηγυρίζει πλέον για τις Πρέσπες και διολισθαίνει στη ρωσική επιρροή, στη Βουλγαρία δεν μπορεί να σχηματιστεί κυβέρνηση εδώ και περίπου δύο χρόνια, ενώ στον ευρύτερο κύκλο, η Σερβία αντιμετωπίζει απειλές αποσταθεροποίησης.
Η υπόθεση Μπελέρη είναι προφανώς σημαντική για την Ελλάδα και υπερβαίνει κατά πολύ τους σε βάρος του προπηλακισμούς. Έχει να κάνει με την αναγνωρισμένη εθνική μειονότητα, με την ελληνική πολιτική και με την ευρύτερη βαλκανική στρατηγική της χώρας.
Υπό αυτές τις συνθήκες και με αυτές τις αφορμές, διαπιστώνεται ότι η Ελλάδα έχει στην ουσία γυρισμένη την πλάτη στα Βαλκάνια τα τελευταία είκοσι χρόνια. Παρά την εγγύτητα και τις προφανείς ευκαιρίες, η χώρα δεν διαθέτει μία συνεκτική και ρεαλιστική στρατηγική για την περιοχή, στην οποία θα μπορούσε να διαδραματίζει πρωταγωνιστικό ρόλο. Όλα αυτά τα φαινομενικά αποσπασματικά επεισόδια, θα όφειλαν να επιδράσουν αφυπνιστικά και να οδηγήσουν σε αναθεωρήσεις της εξωτερικής πολιτικής για την «γειτονιά» μας.