Απόφοιτος του Εθνικού Θεάτρου εδώ και μία δεκαετία, με θεατρικές και κινηματογραφικές ερμηνείες που τον καθιστούν πολλαπλώς μάχιμο, ο Γιώργος Κατσής άφησε ισχυρό αποτύπωμα στο πρόσφατο Διεθνές Φεστιβάλ Μικρού Μήκους Δράμας υποδυόμενος έναν τράπερ, πορωμένο με τα λεφτά και τη δόξα, στο «MJ» του Γιώργου Φουρτούνη, που του χάρισε και το βραβείο ανδρικής ερμηνείας.
Αυτή, βέβαια, δεν είναι η πρώτη ερμηνεία για την οποία ξεχωρίζει ο Γιώργος Κατσής (Τζούλιο) ως ηθοποιός με ταλαντούχο νεύρο. Έχουν υπάρξει ουκ ολίγες προηγούμενες ξεχωριστές φορές, όπως ήταν οι σκηνικές εμφανίσεις του στη «Μητρόπολη» σε σκηνοθεσία Αργύρη Πανταζάρα (υποψήφιος για το βραβείο Δημήτρης Χορν), στη «Βασίλισσα της ομορφιάς» σε σκηνοθεσία Ελένης Σκότη, στο μιούζικαλ «Σπιρτόκουτο» του Γιάννη Οικονομίδη.
Πολλαπλά παρών φέτος – από τη «Μαύρη μαγεία» του Γιάννη Αποσκίτη στο Θέατρο Μπέλλος στην Πλάκα και τη «Δημοκρατία του Μπακλαβά» στο Αλέκος Αλεξανδράκης στην Κυψέλη μέχρι το Διεθνές Διαγωνιστικό του 65ου Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης και την ταινία «Αγαπούσε τα λουλούδια περισσότερο» του Γιάννη Βεσλεμέ όπου συμπρωταγωνιστεί με τον Πάνο Παπαδόπουλο και τον Άρη Μπαλή – μιλάει στο ΒΗΜΑ και για τον MJ, αλλά και για το δημιούργημά του, το έργο «Τα Δέντρα Ανθίζουν Ακόμα» που ανέβηκε για 2η χρονιά στο ΡΕΚΤΙΦΙΕ στον Βοτανικό, σε δική του σκηνοθεσία. Και φυσικά μιλάει έξω από τα δόντια. Η ορμητικότητά του είναι χειμαρρώδης, στις ερμηνείες του, στον λόγο του.
Η παράσταση «Τα Δέντρα ανθίζουν ακόμα» παίζεται ξανά αυτή τη σεζόν στο Ρεκτιφιέ σε δική σου σκηνοθεσία. Τι επιδιώκεις να εκφράσεις με αυτό το έργο;
H παράσταση είναι αποτέλεσμα παρότρυνσης των ηθοποιών της να συνεχίσουμε τη δουλειά που είχαμε ξεκινήσει όταν παρακολούθησαν ένα σεμινάριο στο οποίο δίδαξα. Εγώ είχα πέντε χρόνια να σκηνοθετήσω και δεν με έβλεπα τότε να επιστρέφω σύντομα. Στους ηθοποιούς το χρωστάω αυτό.
Σπάνια επιδιώκω να εκφράσω κάτι συγκεκριμένο ή ακόμα περισσότερο να εξηγήσω τι εκφράζω. Το θέατρο είναι ένα πολύ εύφορο έδαφος για να μας απασχολήσει περισσότερο ο τρόπος που εκφραζόμαστε για κάτι, όχι το τι εκφράζουμε. Ο τρόπος που εκφέρεται κάτι. Το σώμα που το εκφέρει, τα χρώματα, η αισθητική, η κατασκευή.
Ωστόσο σε ένα γενικότερο πλαίσιο με ενδιαφέρουν παραπάνω οι μεγάλες έννοιες επί σκηνής. Ο Θάνατος, ο Έρωτας, το Παρελθόν, η Γλώσσα, η Σκέψη, έννοιες στις οποίες είμαστε από πάντα φυλακισμένοι μέσα τους, ακόμα κι αν εχουν ευτελιστεί πλήρως σήμερα.
Το έργο συνομιλεί με ένα υπαρξιακό αδιέξοδο, μου φαίνονται φτωχά τα κοινωνικά ζητήματα για να γράψω ή να σκηνοθετήσω κάτι πάνω σε αυτά στο θέατρο, αν και πολλοί βγάζουν λεφτά με αυτά τα τελευταία χρόνια.
Ποιες είναι οι καταβολές αυτού του ήρωα και ποια είναι η αλήθεια που κομίζει στη σκηνή;
Αυτό που αντιλαμβάνομαι είναι ότι οι άνθρωποι που παρουσιάζονται στη λογοτεχνία είναι πάντα δημιουργήματα μια βαθιάς απορίας του συγγραφέα τους για το ποιός από όλους έχει το δίκιο – ή βαθύτερα ακόμα: ΠΟΥ έχουν δίκιο όλοι;
Καθένας φέρει το βουνό του και αυτά τα βουνά συγκρούονται και διαμορφώνουν ένα φυσικό τοπίο. Όταν γράφεις έναν όμως που προσπαθεί να το βρει για όλους, χωρίς να έχει ένα άλλο βουνό απέναντι να συναντήσει το δικό του και απορεί σαν να’ταν ο ίδιος άλλοι εκατό, γύρω απ ́τη ζωή ή την τέχνη, σε ένα διαμέρισμα, σήμερα, στην Αθήνα, εκεί συναντιέσαι με τον χαρακτήρα τον οποίο αφηγούμαστε.
Για να μιλήσουμε για την αλήθεια σε μία σκηνή πρέπει να ορίσουμε τι εννοούμε όταν το λέμε αυτό. Πολλοί θεωρούν αλήθεια επί σκηνής τις ταυτόχρονες κωλοτούμπες, τις γενικευμένες ομαδικές εκφορές ενός κειμένου, όταν κλάψει κάποιος, όταν αρθρώνει καλά, ή πιο σπάνια τον αυταρχικό έλεγχο μέχρι και της ανάσας σου και κάθε τονισμού που έχεις στη παράσταση γιατί και καλά αυτό αποκαλύπτει κάτι. Το ζήτημα είναι η απορία. Η απουσία της βεβαιότητας, η περιέργεια. Η αποκαθήλωση οποιασδήποτε θέσης θεωρεί ότι «έτσι γίνεται». Το θέατρο έχει πεθάνει ούτως ή άλλως εδώ και πολλά χρόνια. Γύρω από αυτά απορεί κι η παράσταση η ίδια.
«Ο δημιουργός στο θέατρο ήταν και θα είναι για πάντα ο ηθοποιός. Ούτε ο συγγραφέας ούτε ο σκηνοθέτης. Για αυτό οι θεατρικοί συγγραφείς στην Ελλάδα ήταν και είναι φρικτοί συγγραφείς».
Ένα διήγημα που έχει τη σφραγίδα του δημιουργού του ο οποίος στη συνέχεια σκηνοθετεί και το ανέβασμά του στη σκηνή, ενέχει απελευθερωτική δύναμη για τον δημιουργό του όταν ολοκληρωθεί και παρουσιαστεί στο κοινό; Αισθάνεσαι ότι είναι ένα καταφύγιο ψυχής τα «Δέντρα ανθίζουν ακόμα»; Έχεις βάλει προσωπικά στοιχεία στο έργο;
Ο δημιουργός στο θέατρο ήταν και θα είναι για πάντα ο ηθοποιός. Ούτε ο συγγραφέας ούτε ο σκηνοθέτης. Για αυτό οι θεατρικοί συγγραφείς στην Ελλάδα ήταν και είναι φρικτοί συγγραφείς. Γράφουν με ναρκισσισμό και εγωκεντρικότητα χωρίς να λαμβάνουν υπ’ όψη ότι το κείμενο θα παιχτεί από ηθοποιούς που χρειάζονται χώρο να εμπλακεί το δικό τους φαντασιακό, το οποίο λόγω της φύσης της δουλειάς τους είναι πολύ πιο διευρυμένο στη τέχνη και μεγαλύτερο. Για αυτό δεν γράφω θεατρικά έργα.
Ένα λογοτεχνικό κείμενο αφήνει τεράστιο πεδίο εξερεύνησης για το πως θα αποτυπωθεί σκηνικά από τους ηθοποιούς κι έτσι μοιραία τα μόνα θεατρικά έργα που με συγκινούν είναι αυτά που κατάφεραν να συγγενεύσουν με τον πλούτο του μυθιστορήματος, του διηγήματος, της νουβέλας και της ποίησης (έργα του Σίλερ, του Μπύχνερ, του Γκαίτε, του Σαίξπηρ, του Μπέκετ, του Τσέχωφ…) Ο σκηνοθέτης στο θέατρο είναι εφεύρεση κάπου 100 – 110 χρόνων. Υπήρχε θέατρο χωρίς αυτόν επί αιώνες, και θα συνεχίσει να υπάρχει και χωρίς αυτόν.
Η δημιουργία της θέσης του σκηνοθέτη είναι η βαθιά επιθυμία της εποχής να ορίσουμε έναν «μπαμπά» σε κάθε χώρο. Και δες πόσο απέχουμε σαν χώρα από τη χειραφέτηση μας σήμερα, από ατομικά μέχρι σαν κράτος που είμαστε resort για τουρίστες. Περιμένουμε ακόμα να μας σκηνοθετήσει τη ζωή μας κάποιος.
Πρέπει να είμαστε βαθιά καχύποπτοι με σκηνοθέτες που δεν είναι ηθοποιοί – και μάλιστα καλοί ηθοποιοί κιόλας (πάντα με φωτεινές εξαιρέσεις που υπάρχουν). Επαγγελματίες σκηνοθέτες δεν μου λένε τίποτα καλλιτεχνικά, πάω για το μεροκάματο, κάνω ό,τι θέλουν και φεύγω.
Το ζήτημα δεν είναι να φτιάξω εγώ ένα καταφύγιο κάνοντας μια παράσταση – δεν χρειάζομαι να κάνω δραματοθεραπεία. Καταφύγιο για αυτόν που μπαίνει να το δει είναι, κι ας μην το ξέρει αυτός, ας το φτύσει μετά. Εγώ δεν παίρνω τίποτα από αυτή τη παράσταση, έχω μετακομίσει το μισό μου σπίτι εκεί για σκηνικά, παθαίνω κρίσεις πανικού για το πόσο μέσα θα μπει οικονομικά ή αν έχει καν νόημα και δεν έχω λεφτά να τυπώσω ούτε το κείμενο φέτος, προφανώς και είναι προσωπική.
Προσωπικό είναι το ζήτημα πάντα. Προσωπικό δεν σημαίνει ότι είναι για μένα. Σημαίνει ότι είμαι εγώ, ολόγυμνος, μπροστά σου και σου απευθύνω το λόγο και θέλω να συγκινηθείς – όχι να βάλεις τα κλάματα, να μου πεις μπράβο – αλλά ουσιαστικά, στο μεδούλι, να δεις ότι αρρωσταίνω, για να μου πεις «κι εγώ». Να δεις εσένα σε μένα. Να καταλάβουμε ο ένας τον άλλον, να βάλεις τα παπούτσια μου, να μου δώσεις τα δικά σου. Για μένα το κρατάω το μαχαίρι, όχι για σένα. Για να κόψω εμένα είναι.
Τα άλλα, τα σάπια με τα κοστούμια και τα πολλά φώτα και τους celebrities που σου πετσοκόβουν το πνεύμα και σε θεωρούν βλάκα θα αγαπήσεις; Που σου πετάει έναν τόνο φώτα σε 250 τετραγωνικά σκηνή και γυρνάς μετά στο μικρό σου σπίτι με τις πέντε λάμπες και στη θλιβερή δουλειά σου κι αισθάνεσαι ανεπαρκής; Αυτή την κακοποίηση του «πολύ» θες να αγαπήσεις;
Να αγαπήσεις εμένα που σου λέω ότι είσαι τέρας και φοβάμαι που θα φύγεις και θα μείνω μόνος. Από αυτά εξαρτάται το έργο μου πλέον, τα τέρατα που αντέχουν να ακούνε για τον εαυτό τους. Αυτό με συγκινούσε πάντα στο θέατρο.
Στο θέατρο παίζεις ξανά στη «Δημοκρατία του Μπακλαβά» που επιστρέφει σε σκηνοθεσία Ανέστη Αζά. Ένα έργο με σουρεαλιστικό χιούμορ, όπως σουρεαλισμό είχε και η παράσταση «Τα σκυλιά» που παρουσιάστηκε στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών Επιδαύρου. Και οι δύο παραστάσεις σατιρίζουν τις αντιφάσεις της νεοελληνικής κοινωνίας και τις δυσλειτουργίες του ελληνικού κράτος. Πόσο απαραίτητα στοιχεία είναι η αλληγορία και η κωμωδία για να μιλήσει κανείς για τα κακώς κείμενα της σύγχρονης
Ελλάδας;
Πολύ φοβάμαι ότι όταν γεμίζουμε αλληγορίες και κωμωδίες σημαίνει ότι η λογοκρισία και ο φόβος έχει ξεφύγει. Ο Howard Barker λέει: Αν θες να δεις πόσο αυταρχικό είναι το κράτος σου, μέτρα τις κωμωδίες και τα musical που παίζονται.
«Αν καθόριζαν τα πολιτικά γεγονότα τη σκέψη και τις επιλογές θα είχαμε άλλη κυβέρνηση, άλλες επιθυμίες, αυτός που έλιωσε το κεφάλι του Ζακ με κλωτσιές θα ήταν φυλακή για πάντα, δεν θα παλεύαμε ακόμα να μπει φυλακή η μισή βουλή για το έγκλημα των Τεμπών».
Στην πορεία σου μέχρι σήμερα υπάρχει κάποιο πολιτικό γεγονός που καθόρισε τον τρόπο σκέψης και τις καλλιτεχνικές σου επιλογές;
Αν καθόριζαν τα πολιτικά γεγονότα τη σκέψη και τις επιλογές θα είχαμε άλλη κυβέρνηση, άλλες επιθυμίες, αυτός που έλιωσε το κεφάλι του Ζακ με κλωτσιές θα ήταν φυλακή για πάντα, δεν θα παλεύαμε ακόμα να μπει φυλακή η μισή βουλή για το έγκλημα των Τεμπών. Δεν καθορίζουν τα πολιτικά γεγονότα τον τρόπο σκέψης, η καλλιέργεια σε καθορίζει.
Ο ακαλλιέργητος, ο αναίσθητος, ο άνιωθος, αυτός που δεν μπορεί να μπει στη θέση του άλλου, είναι το Κακό. Η έννοια του Κακού η ίδια. Ότι σου καίω το οξυγόνο σου, ότι σε χρεώνω το γάλα της μάνας σου που βύζαξες για να νοικιάσεις 25 τετραγωνικά, ότι σε δολοφονώ ή σε βιάζω σε ένα αστυνομικό τμήμα, και σε σκοτώνω με χαλασμένα τρένα και τσιμεντώνω μετά τα κομμάτια σου με συνοπτικά «ουπς!» και δεν σε αφήνω να βρεις το δίκιο σου, ότι και ως πολίτης ακόμα θα κάτσω να το συζητήσω αν είναι ή δεν είναι έτσι σε νεοχίπστερ μπαρ και καφετέριες και σε εξωθώ στην αυτοκτονία οριακά, από ό,τι φαίνεται δεν είναι αρκετό για να καθορίσει τη σκέψη των ανθρώπων. Οπότε δεν νομίζω ότι το καθόρισε και σε μένα.
Ήμουν αρκετά τυχερός – ευλογημένος ίσως – ώστε να δεχτώ όταν κάποιοι άνθρωποι μου είπαν ότι αυτό που ήμουν τότε, ένα βίαιο, οργισμένο και πληγωμένο ζώο που δάγκωνε όποιον βρει, δεν μου αξίζει. Μόνο εγώ ξέρω πόσο δύσκολο ήταν να εγκαταλείψω αυτόν τον νοσηρό εαυτό γιατί θυμάμαι ακόμα πόσο νοσηρός ήταν. Αυτό με καθόρισε. Η νοσηρότητα μου. Για αυτό αν σου πω ποτέ ότι είσαι με το κακό, πίστεψε με, με έχει ποτίσει από παιδί.
Τόσο στο θέατρο όσο και στο σινεμά αναλαμβάνεις ρόλους που απαιτούν σωματικό τρόπο έκφρασης, ακόμα κι αν είσαι καθηλωμένος σε αναπηρικό αμαξίδιο όπως στο κωμικοτραγικό «Black stone» (2022) του Σπύρου Ιακωβίδη. Το επιδιώκεις; Βρίσκεις τον χώρο έκφρασης που επιθυμείς σε αυτούς τους ρόλους;
Απλώς έχει τύχει να μη δει κανείς άλλες παραστάσεις ή άλλες ταινίες που έχω κάνει. Ίσα ίσα, το «Black Stone» το δέχτηκα για τον λόγο ότι περιόριζε την κινητικότητα μου.
Στο «Να τους διαβάσω ποιήματα» του Αλέξη Χατζηγιάννη δέχτηκα επίσης να υποδυθώ εναν πολύ ακίνητο, εσωστρεφή χαρακτήρα. Έκανα μια παράσταση πέρυσι στο θέατρο του Νέου Κόσμου, το «Διαβατήριο» του Γουσταύο Οτ, έπαιζα έναν κρατούμενο που είχε ελάχιστο χώρο ή δυνατότητα κίνησης – στη μισή παράσταση ήμουν δεμένος. Στον «Παγοπώλη» του Ο’Νηλ στο Προσκήνιο δεν είχε τίποτα «σωματικό». Στην «Βασίλισσα της ομορφιάς» του ΜακΝτόνα στο Επί Κολωνώ κι άλλα πολλά… Ούτως η άλλως βέβαια όλα σωματικά είναι για μένα. Οι φωνητικές χορδές είναι μέρος του σώματος, ο λόγος είναι σώμα. Η ακινησία είναι η μεγαλύτερη σωματική δοκιμασία ενός ηθοποιού. Το ίδιο και η μαλακότητα.
Εντυπώνεται στη μνήμη του κόσμου πιο πολύ η έντονη κινητικότητα απλώς γιατί συνάδει με την διάσπαση του να ακολουθήσει κάτι που δεν προσπαθεί να τον εντυπωσιάσει αλλά να τον δοκιμάσει. Γενικώς αν κινείσαι πολύ και βάζεις μια γενικευμένη ενέργεια ή αν κλαις ή – ακόμα καλύτερα για αυτούς – και τα δύο μαζί, σε ακούνε, λένε και μπράβο.
Τι σημαίνουν για εσένα τα βραβεία και οι διακρίσεις που έχεις πάρει;
Τίποτα. Θα σήμαιναν αν μου έδιναν δουλειά ή έφερναν κόσμο στις παραστάσεις μου, δεν το έκαναν όμως. Δεν μπορώ να τα φάω τα βραβεία. Είναι διακοσμητικά.
Πρόσφατα έκανες αίσθηση στη μικρού μήκους ταινία «MJ» του Γιώργου Φουρτούνη στο ρόλο ενός τράπερ που είναι εμμονικός με τη δόξα, το χρήμα, τους followers στο Instagram. Μάλιστα βραβεύτηκες με το Βραβείο Ανδρικής Ερμηνείας του Φεστιβάλ Δράμας. Τι εκπροσωπεί ως χαρακτήρας o MJ κατά την κρίση σου; Πώς τον προσέγγισες;
Ο MJ είναι μια ολόκληρη γενιά της κρίσης που εξέφρασε τόσο πολύ τον ατομικισμό της, την αγανάκτηση της και τη δίψα της για σάρκα, λεφτά, αναγνώριση και υλικά μέχρι που αυτό έγινε ρεύμα. Το ότι έγινε ρεύμα όμως δεν σημαίνει ότι δεν υπήρχε σαν νοοτροπία που έβρισκε από τότε χώρο να εκκολαφθεί.
Θα μπορούσα να σου πω μια λίστα ολόκληρη από ηθοποιούς – πώς μιλάνε, η ιδέα που έχουν για τον εαυτό τους, πώς ντύνονται – από τους οποίους εμπνεύστηκα για να παίξω τον MJ, δεν βασίστηκα υποκριτικά σε κανέναν τράπερ. Είδα ηθοποιούς που έχω κουβαλήσει πράγματα μαζί τους σε θέατρα, μετά από σειρά στη τηλεόραση να κυκλοφορούν με γούνες, να μου λένε «βγάλε λεφτά ρε, με τη κουλτούρα θα μείνεις;». Υποτιμάται η κουλτούρα σαν έννοια πλέον. Η καλλιέργεια του πνεύματος δηλαδή.
Ο ένας τράπερ που ξέρω – ο Νέγρος του Μοριά – δεν φέρει τον εαυτό του με τον ναρκισσισμό που τον φέρουν πολλές περσόνες κι από κλάδους εκτός ψυχαγωγίας ή διασκέδασης, ή ακόμα και τύποι που φτιάχνουν καφέ.
«Την τραπ τη σέβομαι. Δεν μπορώ να την ακούσω αλλά τη σέβομαι. Είναι ειλικρινής προς τον εαυτό της. Η κοινωνία δεν είναι. Η κοινωνία νομίζει ότι δεν είναι τραπ και είναι».
Γενικώς δεν είμαστε με την τραπ αλλά κάπως το ίδιο πρωταγωνιστικό σύνδρομο μπορείς να το εντοπίσεις παντού. Την τραπ τη σέβομαι. Δεν μπορώ να την ακούσω αλλά τη σέβομαι. Είναι ειλικρινής προς τον εαυτό της. Η κοινωνία δεν είναι. Η κοινωνία νομίζει ότι δεν είναι τραπ και είναι. Αυτός που βρίζει σε ένα τραγούδι είναι οριακά ακίνδυνος, προσοχή θέλει, μπέμπης είναι, σε δουλεύει. Βγάζει λεφτά που εσύ εξοργίζεσαι. Πάει ακόμα στο χωριό να ψήσει για Πάσχα.
Δες τη μιζέρια των 35ρηδων έως 60αρηδων σήμερα που βγάλαν πέντε φράγκα απ’ τη τηλεόραση πως φέρονται από συνελεύσεις σωματείων μέχρι και σε παραστάσεις που παίζουν και παρενοχλούν συντελεστές στα παρασκήνια ή τις διακοπές το καλοκαίρι με τα ιστιοπλοϊκά που επιδεικνύουν και γουστάρεις. Δες εσένα που γουστάρεις και του κάνεις λάικ με τα σκάφη που ονειρεύεσαι να τα έχεις μια μέρα.
Ο κανακάρης της ελληνικής κοινωνίας ο Μπάμπης Αναγνωστόπουλος λέει φλέρταρε πετώντας με ελικόπτερο πάνω απ’ το σχολείο της τότε ανήλικης συζύγου του της Καρολάιν. Και βγαίνουμε απ’τα ρούχα μας που έλεγε ότι ήθελε ελικόπτερα ο Mad Clip. Δες τα χρυσά του τράπερ και δες τα χρυσά του εκάστοτε Μητροπολίτη.
Ποια σε ενοχλούν; Η εκκλησία, ο πατέρας σου, οι θεατρικές παραστάσεις και το πώς διαφημίζονται, αυτοί οι πουθενάδες που νομίζουν ότι ανακάλυψαν το Galaxy ή το Au Revoir μέχρι και το πώς ντύνονται φουκαράδες που φτιάχνουν ethiopia latte με γάλα αμυγδάλου που έχουν τατουάζ 300€ και ολόκληρο attitude ροκ σταρ και βγάζουν 700€ το μήνα σερβίροντας γερμανούς στη Κυψέλη είναι τραπ. Τουλάχιστον ο MJ θέλει Ferrari και θα φάει και ξύλο, θα πάει στο νοσοκομείο για αυτήν. Δεν υπάρχει Trap αν η κοινωνία δεν είναι trap. Εγώ έτσι τον πλησίασα τον MJ. Ως τον αδικημένο.
Μουσική, συγγραφή, θέατρο, σινεμά. Τι αντιπροσωπεύει για εσένα κάθε μία από αυτές τις μορφές τέχνης και γιατί έγινες ηθοποιός;
Ηθοποιός έγινα από τύχη σε μεγάλο βαθμό. Δεν έχω συνειδητό σκοπό που ασκώ αυτό το επάγγελμα. Ασυνείδητα, εκ των υστέρων (μετά το πέρας δηλαδή κάποιας δουλειάς) μπορεί να αισθανθώ κάποιες φορές ότι λυτρώνομαι. Με ποιον τρόπο δεν γνωρίζω ακριβώς. Είναι μια έντονη αίσθηση, έρχεται και φεύγει. Μια αίσθηση περηφάνιας, για όσα θεωρώ εγώ, επιτεύγματα μου. Αφήνω να αντιπροσωπεύει το κάθε τι αυτό που είναι ακριβώς. Η μουσική είναι μουσική. Το θέατρο, θέατρο κ.ο.κ. Κάθε ένα από αυτά δεν σημαίνει από μόνο του τίποτα. Χρειάζεται η ανθρώπινη επέμβαση για να ζυγίσουμε την αξία τους.
Μέσα από την ταινία που κάνω ή το βιβλίο που γράφω, φανερώνω κατά πόσο έχει αξία για μένα αυτό ή ο εαυτός μου, φανερώνει το που βρισκόμαστε σαν κοινωνία, ιστορικά, το τι θα επιλέξω να δημιουργήσω και το κυριότερο, ο τρόπος που θα το δημιουργήσω. Ο τρόπος που το σύνολο φροντίζει αυτό ή το αγνοεί.
Όταν βλέπεις ένα ζεστό θέατρο με βολικά καθίσματα και μεγάλη σκηνή και πολλά κοστούμια, αλλά τα καμαρίνια είναι παγωμένα, μέσα στην υγρασία, με κατσαρίδες, τουαλέτες χωρίς φώτα και οι ηθοποιοί δουλεύουν με προσλήψεις ή συμβάσεις σκοταδιστικές, αδιέξοδες, σε μία ατέλειωτη αγωνία, δεν διαφέρει πολύ από το Apple στα χέρια του Steve Jobs με το τζινάκι του να σου εξηγήσει μια παγκόσμια καινοτομία, χωρίς ποτέ να σου πει ότι σκοτώνει ανθρώπους στην Κίνα για να το φτιάξει. Δεν διαλέξαμε όλοι την καινοτομία όμως; Δεν διαλέξαμε όλοι τα πολλά φώτα επί σκηνής και το υπερθέαμα; Δεν διαλέξαμε την Τραπ τελικά; Το ποτάκι στα εξάρχεια; Τη μοίρα της Παλαιστίνης εμείς θα έπρεπε να την έχουμε, όχι εκείνοι. Αληθινά μας αξίζει κάτι τέτοιο.
INFO Τα Δέντρα Ανθίζουν Ακόμα του Τζούλιο, Παραστάσεις: Δευτέρα 4/11 & Τρίτη 5/11. ΡΕΚΤΙΦΙΕ – Κέντρο Έρευνας Μικτών Παραστατικών Τεχνών Λεωφόρος Κωνσταντινουπόλεως 119, Αθήνα 104 47
Αγοράστε εισιτήρια για όλες τις κορυφαίες εκδηλώσεις στο inTickets.gr