Στην εκπομπή MEGA Stories με τη Δώρα Αναγνωστοπούλου βρέθηκε καλεσμένος ο Λάκης Λαζόπουλος. Με αφορμή την επικείμενη τηλεοπτική επιστροφή του με το «Αλ Τσαντίρι Νιουζ» στο MEGA ο δημοφιλής ηθοποιός μίλησε για τη θρυλική σατιρική σειρά και τη μακρόχρονη πορεία του στον χώρο.
«Ήταν ωραίο πράγμα οι «Δέκα Μικροί Μήτσοι». Δεν πρόλαβα να ζήσω την επιτυχία. Ήμουν όλη μέρα στη δουλειά, μέχρι που έπαθα σωματικό Αλτσχάιμερ και δεν ήξερα ποιο σώμα είχα. Δεν ξέρω αν υπάρχει αυτός ο όρος αλλά δεν μπορούσα να καταλάβω τις διαστάσεις μου» εξομολογήθηκε ο Λάκης Λαζόπουλος.
«Τη μάνα των Μήτσων την πάτησα πάνω στη Σαπφώ Νοταρά, το ανέβασα λίγο, έβαλα μέσα την κλάψα και το σκέφτηκα έτσι» είπε.
«Δεν μπορούσα να ξυπνήσω από την κούραση»
Ο Λάκης Λαζόπουλος μίλησε για την πολλή κούραση και πότε κατάλαβε ότι δεν μπορούσε να συνεχίσει να κάνει άλλο την εκπομπή.
«Είχαμε τελειώσει 5 η ώρα το πρωί τα γυρίσματα και θα ξεκινούσαμε πάλι στις 7:30. Γυρίζω σπίτι μου, πηγαίνω πάνω στο μπάνιο να ξυριστώ και μάλλον από την πολλή κούραση πέφτω και κοιμάμαι κάτω στο πάτωμα, στα πλακάκια. Ανησύχησαν όλοι, ήρθε ο αδελφός μου και έσπασε την πόρτα» περιέγραψε στη Δώρα Αναγνωστοπούλου.
«Με είδαν να κοιμάμαι και δεν μπορούσα να ξυπνήσω από την κούραση. Οπότε κατάλαβα ότι δεν μπορώ να το κάνω άλλο, έτσι έκλεισε σιγά-σιγά ο κύκλος» κατέληξε για τους «Δέκα Μικρούς Μήτσους».
«Όταν έρχομαι να κοιμηθώ στο πατρικό μου νομίζω δεν έχω κανένα πρόβλημα»
Ο Λάκης Λαζόπουλος υποδέχτηκε τη Δώρα Αναγνωστοπούλου στο πατρικό του σπίτι στη Λάρισα και μίλησε για την παιδική του ηλικία.
«Υπήρχε γέλιο στο σπίτι μου. Ο πατέρας μου είχε τρομερό χιούμορ και η μητέρα μου ήταν καλή στις ατάκες. Δεν ξέρω αν τον άναβε επίτηδες αλλά ήξερε την έκρηξη. Ήξερε να ανάβει το φιτίλι. Το σπίτι έχει μείνει έτσι ακριβώς όπως το άφησε η μητέρα μου. Όταν έρχομαι να κοιμηθώ στο πατρικό μου, νομίζω ότι δεν έχω κανένα πρόβλημα. Αν υπάρχει ένα μέρος να αποφορτιστώ είναι το δωμάτιό μου» είπε.
«Έχω ζήσει σε αυτήν την αυλή τα πάντα. Τα χρόνια τα νεανικά γλυκαίνουν, δεν αφήνουν σκληρή γεύση όταν τα ζεις. Το σπίτι αυτό είχε μόνο αγάπη. Την αυλή την έχω πάντα στο μυαλό μου, το δωμάτιο της γιαγιάς ήταν ένα δωμάτιο προβών. Είχα ένα κασετοφωνάκι και άκουγα φωνές. Ήθελα να μεταφέρω σωστά τον ήχο. Τα πρώτα μου παιχνίδια ήταν οι μιμήσεις. Ξεκίνησα τις πρώτες μου μιμήσεις με τον Κωνσταντίνο Καραμανλή» ανέφερε.
«Η Τζένη Καρέζη μου έλεγε “Τι θα γίνεις εσύ;” Και της έλεγα “Θέλω να γίνω ηθοποιός”. Με είχε διακρίνει ανάμεσα στα τόσα παιδιά. Τον ορίζοντα τον βλέπει η ψυχή. Ο χρόνος με ξεκλείδωσε. Στο δημοτικό και στο γυμνάσιο ποτέ δεν ήθελα να πω ποιήμα. Μέσα μου ήξερα ότι θα γίνω ηθοποιός. Το ποίημα το έλεγα μόνο αν ένιωθα ότι θα το έλεγα καλά» είπε.
«Μου έλειψε και μου λείπει η Τασούλα»
«Έγραψα το βιβλίο “Αλλες Γυναίκες Φοράνε τα Φουστάνια σου” για τη γυναίκα μου, την Τασούλα, για την πάλη της με τον καρκίνο και τον θάνατό της, όπου νομίζω ότι μίλησα για πολλά προσωπικά πράγματα. Γράφω τώρα ένα άλλο βιβλίο με μερικές ιστορίες που τις θυμάμαι και μερικά πράγματα παντελώς άγνωστα για εμένα και αποφάσισα να τα μοιραστώ γιατί νομίζω ότι και μία ιστορία να εξηγήσεις, οι άνθρωποι καταλαβαίνουν τι έχει συμβεί στη ζωή ενός ανθρώπου» ανέφερε.
Και πρόσθεσε: «Το κάνω αυτό γιατί αισθάνομαι ότι αν δεν τα γράψω τώρα που νομίζω ότι μπορώ να τα βλέπω κάπως, δεν θα καταφέρω να τα γράψω ποτέ. Η μνήμη λειτουργεί σαν κάρο, νομίζεις ότι τη βλέπεις να έρχεται από μακριά και νομίζεις ότι δεν θα φτάσει ποτέ και περνάει και φεύγει και γυρνάς και λες: “Πού είναι το κάρο;”».