«Χαμένες ψευδαισθήσεις»

Αιχμές από τον Γιώργο Βέλτσο.

Η καταφυγή μου -γιατί περί αυτού πρόκειται- σε λογοπαίγνια αντί πολιτικών επιχειρημάτων επί του πρακτέου, συμβαίνει διότι το πρακτέο είναι κι αυτό λογοπαίγνιο της συμφοράς και προφανώς τα πολιτικά επιχειρήματα που αναπτύσσει είναι δεύτερης διαλογής, όταν δεν είναι τα σάπια της λαϊκής.

Και εκτός του ότι ένα λογοπαίγνιο είναι πάντα η στενή πύλη από την οποία η αλήθεια εισέρχεται στο «πραγματικό», συμβαίνει και το ίδιο το «πραγματικό» να δημιουργείται από τη γλώσσα, εφόσον μόνο η γλώσσα δίνει νόημα στα πράγματα.

Η πολιτική χωρίς την διαμεσολάβησή της θα ήταν λογιστική, όπως η απόλαυση δίχως την ομιλία θα ήταν σκετσάκι για τρεις στο YouPorn.

Αποκαλώ λογοπαίγνιο οτιδήποτε αναδεικνύει ένα σύμπτωμα που με τη σειρά του προέρχεται από το «πραγματικό». Το σύμπτωμα ισοπεδώνει την προσωπικότητα και την απόλαυση. Η γλώσσα αντίθετα, τις αναδεικνύει, διότι ο καθένας και η γλώσσα του (και του σώματός του).

Παράδειγμα;

Η απόλαυση του Μητσοτάκη προχθές στο βήμα της Βουλής σε ρόλο «ηγεμόνος εκ Δυτικής Λιβύης» «προσέχοντας δεόντως τες κλίσεις και την προφορά».

Στα αδύνατα επαγγέλματα λοιπόν, κατά τον Φρόιντ (του κυβερνήτη, του δασκάλου, του ψυχαναλυτή), ας προστεθεί ένα ακόμη: του λογοπαίχτη, ανάλογο του θεομπαίχτη των θεσμών (του κυβερνήτη ή του δάσκαλου, και γιατί όχι, του ψυχαναλυτή).

Εδώ να σημειωθεί πως επέκριναν τον Λακάν για τον υπερβολικό ισχυρισμό του «Ας απαλλαγούμε από τον μέσο άνθρωπο που, εν πρώτοις, δεν υπάρχει, διότι δεν είναι παρά μια στατιστική μυθοπλασία», αντιτείνοντάς του ότι ο μέσος άνθρωπος γνωρίζει πως το πραγματικό είναι ο κόσμος γιατί το υφίσταται οδυνηρά. Ως μέσος άνθρωπος (που δεν υπάρχει) το υφίσταμαι κι εγώ. Και ο μόνος τρόπος για να υπάρξω στη συνέχεια, είναι να βρω τρόπο να το πω, λέγοντας συγχρόνως τους λόγους της ανυπαρξίας μου που επουδενί όμως δεν συγκατατίθεμαι στο να αφήσω τους πολιτικούς να την εμπαίξουν ή να την ελεήσουν με ευκαιριακά-πελατειακά επιδόματα.

Αναγνωρίζω λοιπόν, και αποδέχομαι, δημοσιογραφώντας ειρωνικά, εδώ και χρόνια, ένα σύμπτωμα που πλέον, δεν με ενοχλεί και αντίθετα μου παρέχει ένα είδος ικανοποίησης. Το σύμπτωμά μου είναι η ίδια η πολιτική που δεν δύναμαι -ως επαγγελματίας τουλάχιστον- να την ασκώ, διότι δεν είμαι αυτής της στόφας, δεν έχω υπομονή, βαριέμαι και ίσως είμαι λιγότερο αλτρουϊστής απ’ ό,τι διατείνομαι πως είμαι.

Αυτό όμως που με οδηγεί σ’ ένα έμμονο κρυπτο-πολιτεύεσθαι και που δεν θα ήθελα να το ονομάσω δια-μόρφωση χαρακτήρων ή εκπαίδευση των αναγνωστών, παρά τα τριάντα πέντε χρόνια μου στην έδρα και τη δημοσιογραφία, είναι μια ιδιόρρυθμη «βούληση για δύναμη» που προέρχεται όμως, από τη «δύναμη του αδυνάτου» ως τον δικό μου τρόπο απόλαυσης: τη γραφή.

Ακόμη περισσότερο: την ειρωνεία που κλονίζει και αποσταθεροποιεί δασκάλους και πολιτικούς και όλες τις προκείμενες της Πολιτείας, με τον επιτονισμό των πολιτικών και εκπαιδευτικών κοινοτοπιών.

Μια στάση προοπτικισμού, που φέρνει τα πάνω-κάτω μέσω του υπερφίαλου (ψυχαναλυτικού) ισχυρισμού: «Μόνον η απόλαυση είναι αληθινή».

Πολλώ δε μάλλον, η δίκαιη κατανομή της υπεραπόλαυσης, ανάλογης, όπως αντιλαμβανόμαστε, με την υπεραξία στον Μαρξ. Φαίνεται δύσκολο να εξηγήσεις τον «κομμουνισμό της απόλαυσης» από ψυχαναλυτική σκοπιά. Και είναι λάθος κάθε επανερμηνεία των δραστηριοτήτων μας υπό το πρίσμα των εργασιακών δραστηριοτήτων.

Αυτό που με ειλικρίνεια όμως μπορείς να ισχυριστείς -εκτός του ότι δεν απολαμβάνεις όταν νομίζεις πως απολαμβάνεις, αρθρογραφώντας π.χ. ή αγορεύοντας στην Βουλή-, είναι ότι προκειμένου να παραχθούν τα βέλτιστα για την κοινωνία σου και για ό,τι ο είρων εαυτός σου σκοπεύει (όχι ως πολιτικός, ούτε ως δάσκαλος αλλά ως ένας ιδιότυπος αναλυτής), είναι ένας οξυδερκής όσο και παιγνιώδης προοπτικισμός που δεν εκλαμβάνει τα πράγματα καθεαυτά, αλλά ως φαινόμενα και επιφάσεις.

Και επειδή -όπως ο Μονταίνιος- έχεις καταλάβει πως «οι επιφάσεις είναι μόνον επιφάσεις», επιλέγεις προς τούτο τις καλύτερες.

Την Δικαιοσύνη για παράδειγμα, όπου ο ρόλος και ο τύπος (μορφή) του δικαστή- κριτή, δίνει αφ’ εαυτού νόημα και ουσία (περιεχόμενο) στην κρίση του, την στάση του, τον αυτοσεβασμό του και την παραδειγματική του εικόνα προς τρίτους. Ο τρόπος του δικαστή-κριτή λοιπόν είναι που συγκροτεί την περίπτωση και καταργεί την τυχαιότητά της, την ίδια στιγμή που αυτός ο τρόπος δεν υφίσταται παρά μέσω της περίπτωσης και της τυχαιότητάς της.

Δεν θα είχα αντίρρηση να οδηγηθώ στο συμπέρασμα πως η επίφαση είναι μια ψευδαίσθηση. Θέλω να πιστεύω όμως, πως δεν είναι χαμένη.

Όπως άλλωστε και η επίφαση της Κατερίνας Σακελλαροπούλου. Ως Πρόεδρος της Δημοκρατίας επιλέγει-  όπως άλλωστε και ο Μονταίνιος – την καλύτερη: είναι μόνον Πρόεδρος της Δημοκρατίας!

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.