Η ημερομηνία ορόσημο της 28ης Οκτωβρίου 1940, ημερομηνία κήρυξης του πολέμου της Ιταλίας στην Ελλάδα που σήμανε την εμπλοκή της χώρας μας στο Β’ παγκόσμιο πόλεμο, έχει καταγραφεί με πολλούς τρόπους.

«Γι’ αυτούς που με φωτιά ή μαχαίρι κίνησαν κακό θ’ ανάψει εδώ. Μην απελπίζεται ο σταυρός μόνο ας προσευχηθούν μακριά του οι μενεξέδες». Οδυσσέας Ελύτης

Το έντονο και ιδιαίτερο χρώμα της ημέρας αυτής έχει αποδοθεί μέσα από διηγήσεις, μαρτυρίες, ιστορικές αναφορές, φωτογραφικά ντοκουμέντα. Η ιδιαιτερότητα και η σημασία της δε θα μπορούσε παρά να καταγραφεί και από τους Ελληνες λογοτέχνες της περιόδου εκείνης, όπως ο Γιώργος Σεφέρης, ο Στρατής Μυριβήλης, ο Αγγελος Τερζάκης, ο Κωστής Παλαμάς, και άλλοι.

Άγγελος Τερζάκης, Ξημερώνοντας 28η Οκτωβρίου…

«Ένας άνεμος καινούργιος, ανυποψίαστος, άρχιζε να φυσάει πάνω στην Αθήνα. Ήταν η ώρα 6 όταν οι σειρήνες της αντιαεροπορικής άμυνας ξύπνησαν την πολιτεία. Ο ουρανός ήταν πεντακάθαρος, λεύκαζε ο όρθρος, μύριζε δροσιά. Στους δρόμους, τους έρημους ακόμα, κρότησαν μερικά παραθυρόφυλλα, κάποιες μπαλκονόπορτες. Οι άνθρωποι ξυπνούσαν ξαφνιασμένοι, ρωτούσαν τους πρώτους διαβάτες. Ένα βουητό ανέβαινε λίγο-λίγο από γύρω, από μακρυά, τα πρώτα ομαδικά βήματα πάφλασαν στην άσφαλτο. Μάτια υψώνοντας στον ουρανό, έψαχναν. Όμως σ’ όλη αυτή την κίνηση που άρχιζε και πύκνωνε σε μικρές συντροφιές, σε ομάδες που ξεκινούσαν για τα κέντρα, δεν ξεχώριζες ταραχή ή αγωνία. Μια διάθεση ευφορίας, κέφι ανάλαφρο, αλλόκοτο, ξεσήκωνε τις ψυχές, πρωινό αγέρι που κολπώνει το πανί. Στα μάτια των ανθρώπων που αντικρύζονταν, έφεγγε ένα χαρούμενο ξάφνιασμα, σάμπως όλος αυτός ο κόσμος, ο ίσαμε χτές βουτηγμένος στην καθημερινότητα και στη βιοπάλη, να μάθαινε ξαφνικά πώς έχει μέσα του κρυμμένα νιάτα». Άγγελος Τερζάκης, Ελληνική εποποιία 1940-41, Αθήνα 1964, σελ. 39-40.

Στρατής Μυριβήλης: Ομοθυμία δέκα εκατομμυρίων Ελλήνων


«Η ώρα της Ιστορίας» άρθρο του Στρατή Μυριβήλη δημοσιεύεται στις 15 Νοεμβρίου 1940 στο περιοδικό Νέα Εστία, τεύχος 334. Ο μεγάλος λογοτέχνης περιγράφει και αποτιμά: «…Αυτή η ομοθυμία των δέκα εκατομμυρίων Ελλήνων, με την οποία αντίκρυσαν το φοβερό γεγονός του πολέμου, είναι θαρρώ το πιο σπουδαίο φαινόμενο στην ιστορία του έθνους μας ολόκληρου. Η Ελλάδα σύσσωμη, σύψυχη, στάθηκε μπροστά στο ανοιχτό βιβλίο της Μοίρας και υπαγορεύει το νέο κεφάλαιο της ιστορίας της (…) Αυτό το θάμα δεν είναι η πρώτη φορά που γίνεται μέσα στην ιστορία της φυλής. Δε θα ‘ναι και η στερνή. Γιατί η Ελλάδα, μέσα στο προνομιούχο κύτταρο της , είναι ένας αιώνια νέος και ολοζώντανος οργανισμός. Είναι η ίδια η έννοια της νιότης, ενσαρκωμένη σε μια ράτσα εύστροφη, ευφάνταστη, γεμάτη πείσμα και γοητευτική τρέλα. Απ’ την άλλη μεριά των συνόρων μας χτυπά ένας λαός 45 εκατομμυρίων. Τον νικούμε γιατί είμαστε μια φυλή αρσενική και λεύτερη, κι είναι μια φυλή από 45 εκατομμύρια σκλάβους. Είναι ένας αγώνας άνισος αυτός και οι λαοί του κόσμου, οχτροί και φίλοι και αδιάφοροι, τον παρακολουθούν με κατάπληξη. Ποιο θα ‘ναι το τελος του; Ελάχιστα ενδιαφέρει αυτό το τέλος. Ολάκερη η δικαίωσή μας στέκεται στην αρχή…»

Γιώργος Σεφέρης: «Δευτέρα 28… έχουμε πόλεμο»

Γιώργος Σεφέρης

Την 28η Οκτωβρίου 1940 συναντάμε και στο λογοτεχνικό έργο του Γιώργου Σεφέρη. Ο μεγάλος και διεθνώς διακεκριμένος Ελληνας λογοτέχνης την περίοδο εκείνη υπηρετούσε στο Ελληνικό Υπουργείο Εξωτερικών. Στο « Μέρες Γ’ 16 Απρίλη 1934-14 Δεκέμβρη 1940» (Εκδ, ΙΚΑΡΟΣ) αναφέρει: «Δευτέρα 28. Κοιμήθηκα δύο το πρωί, διαβάζοντας Μακρυγιάννη. Στις τρεις και μισή μια φωνή μέσα από το τηλέφωνο με ξύπνησε: «έχουμε πόλεμο». Τίποτα άλλο. Ο κόσμος είχε αλλάξει. Η αυγή, που λίγο αργότερα είδα να χαράζει πίσω απ’ τον Υμηττό, ήταν άλλη αυγή: άγνωστη. Περιμένει ακόμη εκεί που την άφησα. Δεν ξέρω πόσο θα περιμένει, αλλά ξέρω πως θα φέρει το μεγάλο μεσημέρι».

 

«Αυτό κρατάει ανάλαφρο μες στην ανεμοζάλη το από του κόσμου τη βοή πρεσβυτικό κεφάλι αυτό το λόγο θα σας πω, δεν έχω άλλο κανένα: Μεθύστε με τα’ αθάνατο κρασί του Εικοσιένα». Κωστής Παλαμάς 1η Νοεμβρίου 1940

Αγγελος Σικελιανός: «Εικοσιοχτώ του Οχτώβρη 1940»

Ο Άγγελος Σικελιανός 18 ημέρες μετά την κήρυξη του πολέμου και συγκεκριμένα στις 15 Νοεμβρίου 1940 δημοσιεύσει στη Νέα Εστία το ποίημα «Εικοσιοχτώ του Οχτώβρη 1940»:

«…Κανείς δεν θα ξεφύγει τη γενιά του!
το βάρος της θα σπάσει ως τη στιγμή
που βγαίνοντας από τη λησμονιά του
στο φως που πια δεν στέκουν δισταγμοί
Ελέγαμε: Ένα Μαραθώνα ακόμα! Ελέγαμε: Μια Σαλαμίνα ακόμα!
Ελέγαμε: Ακόμα ένα εικοσιένα! Κι ήρτες τέλος συ, Μητέρα-Μέρα, όπου αγκάλιασες κι ανύψωσες ολόκληρα τα περασμένα στον ανώτατο λυτρωτικό σκοπό τους, στον υπέρτατο τους ηθικόν Ιστορικό Ρυθμό!
Ω δικαίωση όλων των ελληνικών αγώνων! Ω ύψιστη ηθική στροφή μέσα στο χάος ολόκληρου του Κόσμου!
Και μαζί, ω γιγάντια πλέρια ιστορική καταβολή, από την οποία,..Νικητές, οι Έλληνες, θα ξεκινήσουμε αύριο, πρωτοπόροι της ανάπλασης ολόκληρης της γης!…»

Η διαμαρτυρία των διανοούμενων

Δεκατέσσερις μόλις ημέρες μετά 28η Οκτωβρίου 1940, την 10η Νοεμβίου, 13η ημέρα του ιταλοελληνικού πολέμου, μεγάλες μορφές των ελληνικών γραμμάτων και τεχνών, λογοτέχνες, ακαδημαϊκοί, ιστορικοί, εικαστικοί, 17 προσωπικότητες της εποχής που αυτοαποκαλούνται διανοούμενοι, άνθρωποι του πνεύματος και της τέχνης, δημοσιεύουν στην εφημερίδα «Νέα Ελλάς» κοινή διαμαρτυρία:

Η κοινή διαμαρτυρία των ανθρώπων των Γραμμάτων και της τέχνης

«Είναι δύο εβδομάδες τώρα, που ένα τελεσίγραφο μοναδικό στα διπλωματικά χρονικά των Αθηνών για το περιεχόμενον, την ώρα και τον τρόπο που το παρουσίασεν η Ιταλία κάλεσε την Ελλάδα να της παραδώση τα εδάφη της, να αρνηθή την ελευθερία της και να κατασπιλώση την τιμήν της. Οι Έλληνες δώσαμε στην ιταμή αυτή αξίωση της φασιστικής βίας, την απάντησι που επέβαλαν τριών χιλιάδων ετών παραδόσεις, χαραγμένες βαθιά στην ψυχή μας, αλλά και γραμμένες στην τελευταία γωνιά της ιερής γης, με το αίμα των μεγαλυτέρων ηρώων της ανθρώπινης ιστορίας.

«Και αυτή τη στιγμή κοντά στο ρεύμα του Θυάμιδος και στις χιονισμένες πλαγιές της Πίνδου και των Μακεδονικών βουνών πολεμούμε, τις περισσότερες φορές με τη λόγχη, αποφασισμένοι να νικήσουμε ή να αποθάνουμε μέχρις ενός. Σ’ αυτό τον άνισο σκληρότατο αλλά πεισματώδη αγώνα, που κάνει τον λυσσασμένο επιδρομέα να ξεσπάζη κατά των γυναικών, των γερόντων και των παιδιών, να καίη, να σκοτώνη, να ακρωτηριάζη, να διαμελίζη τους πληθυσμούς στις ανοχύρωτες και άμαχες πόλεις μας και στα ειρηνικά χωριά μας, έχουμε το αίσθημα ότι δεν υπερασπιζόμαστε δική μας μόνον υπόθεση: Ότι αγωνιζόμεθα για την σωτηρία όλων εκείνων των Υψηλών αξιών που αποτελούν τον πνευματικό και ηθικό πολιτισμό, την πολύτιμη παρακαταθήκη που κληροδότησαν στην ανθρωπότητα οι δοξασμένοι πρόγονοι και που σήμερα βλέπουμε να απειλούνται από το κύμα της βαρβαρότητος και της βίας.

«Ακριβώς αυτό το αίσθημα εμπνέει το θάρρος σε μας τους Έλληνες διανοουμένους, τους ανθρώπους του πνεύματος και της τέχνης, ν’ απευθυνθούμε στους αδελφούς μας όλου του Κόσμου και να ζητήσουμε όχι την υλική αλλά την ηθική βοήθεια τους. Ζητούμε την εισφορά των ψυχών, την επανάστασι των συνειδήσεων, το κήρυγμα, την άμεση επίδρασι, παντού όπου είναι δυνατόν, την άγρυπνη παρακολούθησι και την ενέργεια για ένα καινούργιο πνευματικό Μαραθώνα που θα απαλλάξει τα δυναστευόμενα Έθνη από τη φοβέρα της πιο μαύρης σκλαβιάς που γνώρισε ως τώρα ο κόσμος.

Κωστής Παλαμάς, Σπύρος Μελάς, Άγγελος Σικελιανός, Γεώργιος Δροσίνης, Σωτήρης Σκίπης, Δημήτριος Μητρόπουλος, Κ. Δημητριάδης, Νικόλαος Βέης, Κ. Παρθένης, Ιωάννης Γρυπάρης, Γιάννης Βλαχογιάννης, Στρατής Μυριβήλης, Κώστας Ουράνης, Μιλτιάδης Μαλακάσης, Γρηγόριος Ξενόπουλος, Αλέξανδρος Φιλαδελφεύς, Αρίστος Καμπάνης.»

Το έπος της Αλβανίας

Έλληνες στρατιώτες, χορεύουν στα βουνά του ελληνοαλβανικού μετώπου, 1940

Σημαντικό είναι το έργο των σύγχρονων του πολέμου Ελλήνων λογοτεχνών που αναφέρεται στην πρώτη ημέρα της έναρξης του ιταλοελληνικού πολέμου αλλά φυσικά δεν περιορίζεται μόνο σε αυτή. Πλήθος κείμενα και στίχοι γράφτηκαν για να περιγράψουν το έπος της Αλβανίας. Ενδεικτικά και μεταξύ άλλων αναφέρουμε τους Οδυσσέα Ελύτης, Νικηφόρο Βρεττάκο και Τίμο Μωραϊτίνη.

Οδυσσέας Ελύτης, ο έφεδρος ανθυπολοχαγός

Ο Οδυσσέας Ελύτης πολέμησε ως έφεδρος ανθυπολοχαγός στην Αλβανία, έγραψε την εμβληματική συλλογή «Άσμα Ηρωικό και πένθιμο για τον Χαμένο Ανθυπολοχαγό της Αλβανίας» (Εκδ. ΙΚΑΡΟΣ)

«Τώρα κείτεται απάνω στην στουρουφλισμένη χλαίνη
μ’ ένα σταματημένο αγέρα στα ήσυχα μαλλιά
μ’ ένα κλαδάκι λησμονιάς στ’ αριστερό του αυτί
μοιάζει μπαξές που του ‘φυγαν άξαφνα τα πουλιά
μοιάζει τραγούδι που το φίμωσαν μέσα στη σκοτεινιά
μοιάζει ρολόι αγγέλου που εσταμάτησε
μόλις είπανε «γεια παιδιά» τα ματοτσίνορα
κι η απορία μαρμάρωσε».

Και στην ίδια ποιητική συλλογή γράφει:

«…Ήταν γενναίο παιδί
μετα θαμπόχρυσα κουμπιά και το πιστόλι του
με τον αέρα του άντρα στην περπατηξιά
και με το κράνος του, γυαλιστερό σημάδι
(φτάσανε τόσο εύκολα μεσς στο μυαλό
που δεν εγνώρισε κακό ποτέ του)
με τους στρατιώτες του ζερβά-δεξιά
-Φωτια στην άνομη φωτιά!-
με το αίμα πάνω από τα φρύδια
τα βουνά της Αλβανίας βροντήξανε
ύστερα λυώσαν το χιόνι να ξεπλύνουν
το κορμί του, σιωπηλό ναυάγιο της αυγής
και το στόμα του, μικρό πουλί ακελάηδιστο
και τα χέρια του, ανοιχτές πλατείες της ερημίας
Βρόντηξαν τα βουνά της Αλβανίας
δεν έκλαψαν
γιατί να κλάψουν
ήταν γενναίο παιδί!».

Νικηφόρος Βρεττάκος: «Μάνα και γιος»

Ο Νικηφόρος Βρεττάκος γράφει στο ποίημά του για το έπος του 1940 «Μάνα και γιος»:
«Στης ιστορίας το διάσελο όρθιος ο γιος πολέμαγε
κι η μάνα κράταε τα βουνά, όρθιος να στέκει ο γιος της
μπρούντζος, χιόνι και σύννεφο.
Κι αχολόγαγε η Πίνδος σαν να ‘χε ο Διόνυσος γιορτή.
Τα φαράγγια κατέβαζαν τραγούδια κι αναπήδιαγαν τα έλατα και χόρευαν οι πέτρες.
Κι όλα φώναζαν: Ίτε παίδες Ελλήνων
Φωτεινές σπάθες οι ψυχές σταυρώναν στον ορίζοντα
ποτάμια πισωδρόμιζαν
τάφοι μετακινιόνταν…».

Ο Τίμος Μωραϊτίνης γράφει στο ποίημα «Ελληνίδες»:

«Μερόνυχτα σκυμμένη στέκει
και ξενυχτάει δουλεύοντας για την Πατρίδα
κι ενώ σκυμμένη πλέκει
έχει ψηλά το μέτωπο η Ελληνίδα.
Και τα βελόνια γίνονται σπαθιά
που βγαίνουν απ’ τη χρυσή τους θήκη
ν’ αγωνιστούνε με το νιο πολεμιστή.
Και πλέκουν ως τη νύχτα τη βαθιά
κι είναι άσωστη κι ατέλειωτη η κλωστή, όσο κι η Νίκη».