Όσοι ενδιαφέρονται για μια λεπτομερή, εμπεριστατωμένη εικόνα του τρόπου με τον οποίο έχει παρουσιαστεί στον ελληνικό κινηματογράφο το φαινόμενο της Αντίστασης κατά των Γερμανών στην Ελλάδα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, τότε η έκδοση «Κινηματογράφος και Ιστορία» είναι ένα βιβλίο που αξίζει να προμηθευτούν. Αυτή η σχολαστική μελέτη και επίπονη έρευνα του Γιώργου Ανδρίτσου που κυκλοφόρησε το 2020 από τις εκδόσεις ΚΨΜ καλύπτει ένα πολύ μεγάλο φάσμα ταινιών με αρχή το 1945 και τέλος το 1981.
Μέσα σε 405 σελίδες και περισσότερους από 180 τίτλους, ο συγγραφέας που σπούδασε Ιστορία στο Ιστορικό – Αρχαιολογικό της Φιλοσοφικής Αθηνών εκπονώντας το διδακτορικό του στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου, ενδιαφέρεται να απαντήσει σε ένα μεγάλο ερωτηματολόγιο που προκύπτει από το φαινόμενο της Αντίστασης – πολύ πιο σύνθετο από αυτό που πολύς κόσμος ίσως έχει στο μυαλό του.
Η μελέτη του χωρίζεται σε τρεις μεγάλες περιόδους από τις οποίες επιλέξαμε τέσσερις ταινίες που θεωρούμε κορυφαίες σε αυτό το θέμα, προσθέτοντας μία ακόμη, η οποία καθότι πιο πρόσφατη δεν θα μπορούσε να συμπεριλαμβάνεται σε εκείνες του βιβλίου που σταματά στο 1981.
Ουρανός (1962)
H πρώτη μεγάλου μήκους κινηματογραφική δημιουργία του σπουδαίου και υποτιμημένου όσο ζούσε σκηνοθέτη Τάκη Κανελλόπουλου (1933-1990) παραμένει μια από τις καλύτερες αντιπολεμικές ταινίες του ελληνικού κινηματογράφου και βασίζεται σε αφηγήσεις ανθρώπων που έζησαν τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Πρωταγωνιστής του φιλμ (μαζί με τους Φαίδωνα Γεωργίτση, Νίκο Τσαχιρίδη, Ελένη Ζαφειρίου, Τάκη Εμμανουήλ κ.α.) είναι το κακοτράχαλο και γαλήνιο τοπίο της δυτικής Μακεδονίας. Με λιτή γλώσσα και ποιητικά μονοπλάνα ξετυλίγεται το έπος του ελληνοϊταλικού πολέμου, ενώ οι χαρακτήρες της ταινίας βιώνουν την ήττα και την κατάρρευση του μετώπου σαν ήρωες αρχαίας τραγωδίας.
Στην εποχή της, η ταινία παρουσιάστηκε σε πολλά διεθνή Φεστιβάλ, ανάμεσά τους και το Φεστιβάλ Καννών (1963), ενώ τιμήθηκε με το Αργυρό Βραβείο του Φεστιβάλ της Νάπολης το 1963. Ήταν εξαιρετικά χαρμόσυνο που η προβολή της προκάλεσε το αδιαχώρητο πέρσι στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, στο πλαίσιο ενός πλήρους αφιερώματος του θεσμού προς τον Έλληνα σκηνοθέτη. Προβλήθηκε με όρους καθολικής προσβασιμότητας για όλους τους θεατές, με ακουστική περιγραφή [AD: Audio Description] για τυφλούς και άτομα με προβλήματα όρασης και με υπότιτλους για κωφούς και βαρήκοους [SDH: Subtitles for the Deaf or Hard of Hearing]. Μάλιστα, με αφορμή το αφιέρωμα του ΦΚΘ, την Θεσσαλονίκη είχε επισκεφτεί και ο πολυβραβευμένος ιστορικός και συγγραφέας Μαρκ Μαζάουερ, διευθυντής της Πρωτοβουλίας για τις Δημόσιες Ανθρωπιστικές Επιστήμες Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος (SNFPHI) του Πανεπιστημίου Κολούμπια. Ο Μαζάουερ έλαβε μέρος σε μια ξεχωριστή συζήτηση μετά την προβολή της ταινίας «Ουρανός» μιλώντας για την τεράστια και ανεξίτηλη στον χρόνο, αξία της.
Το μπλόκο (1965)
Παρασκευή 17 Αυγούστου 1944, ώρα περίπου 02.30 π.μ., Κοκκινιά. Δεκάδες γερμανικά καμιόνια αρχίζουν να περικυκλώνουν τις περιοχές που την περικλείουν: Κορυδαλλός, Αιγάλεω, Δαφνί, Ρέντη, Κερατσίνι, Φάληρο και Πειραιάς. Την ώρα που η «Μικρή Μόσχα» – όπως ονομαζόταν τότε η «προσφυγομάνα» Κοκκινιά – κοιμόταν, περί τους 3.000 βαριά οπλισμένους Γερμανούς και Έλληνες ταγματασφαλίτες, την κυκλώνουν. Μετά τις 06:00 π.μ. ακούγονται τα χωνιά στους δρόμους της Κοκκινιάς με τις εντολές συγκέντρωσης στην πλατεία της Οσίας Ξένης. Κάπως έτσι αρχίζει να εξελίσσεται ένα δράμα μοναδικό στην σύγχρονη Ιστορία αυτού του τόπου. Το δράμα της ομαδικής σφαγής της Κοκκινιάς που θα ακολουθήσει την ίδια μέρα, ως αντίποινα των ναζιστών για την μάχη της Κοκκινιάς η οποία ξεκίνησε στις 7 Μαρτίου του ιδίου έτους και κράτησε πολλές μέρες.
View this post on Instagram
Είκοσι ακριβώς χρόνια αργότερα, αυτό το δράμα θα γινόταν η βάση για μια σπουδαία ταινία μυθοπλασίας από τον Άδωνι Κύρου στην οποία βασικό ρόλο έχει ο Κώστας Καζάκος ο οποίος σε μια από τις καλύτερες στιγμές της κινηματογραφικής καριέρας του υποδύεται τον μαυραγορίτη που ενώ αρχικά συμφωνεί να φορέσει την κουκούλα για να προδώσει, την τελευταία στιγμή την βγάζει, αρνούμενος να το κάνει. Ωστόσο, όπως η ηθοποιός Αλεξάνδρα Λαδικού που υποδύεται μια από τις βασικές ηρωίδες της ταινίας είχε πει στο «ΒΗΜΑ» την εποχή που το «Μπλόκο» επαναπροβλήθηκε επετειακά στις αίθουσες, ενώ ήταν ένα όνειρο του Άδωνι Κύρου από την εποχή της εφηβείας του διότι είχε ζήσει τα γεγονότα τηε Κατοχής, την εποχή που η ταινία προβλήθηκε έφυγε απογοητευμένος από την ελληνική κινηματογραφική «πραγματικότητα». Και αυτό επειδή λόγω των πολιτικών αντιπαραθέσεων της εποχής, η τελική μορφή της ταινίας δεν ήταν αυτή που ήθελε ο ίδιος. Αφαιρέθηκαν πολλά πράγματα από το φιλμ σε μια εποχή που η λογοκρισία ήταν πολύ αυστηρή.
Με τη λάμψη στα μάτια (1966)
Κατά την διάρκεια της κατοχής των Γερμανών στην Ελλάδα, σε κάποιο χωριό, ένας πατέρας (Λαυρέντης Διανελλος), καλείται να αποφασίσει ποιος από τους τρεις γιούς του θα γλιτώσει από το εκτελεστικό απόσπασμα που οι ναζιστές έχουν στο πρόγραμμά τους ως αντίποινα. Ποιος θα είναι ο τυχερός; Ο πρωτότοκος, το παλικάρι (Γιώργος Φούντας); Ο καλοπροαίρετος, κάπως «αργός» μεσαίος (Ανέστης Βλάχος); Η’ το αποσπόρι, το μέλλον (Γιάννης Φέρτης); Με την απόφαση για την εκτέλεση ως αφορμή και φυσικά την μαρτυρική αναμονή μέχρι την μοιραία στιγμή, η ταινία δομείται υπομονετικά από τον σκηνοθέτη Πάνο Γλυκοφρύδη ο οποίος έγραψε και το σενάριο με την πολύτιμη συμβολή του Ιάκωβου Καμπανέλλη.
Δίνεται έμφαση στον χαρακτήρα του πατέρα που είναι το βαρόμετρο της ταινίας και δεν νομίζω ότι υπήρξε ποτέ τόσο καλός όσο εδώ. Ο πατέρας αποκτά διαστάσεις ήρωα αρχαίας ελληνικής τραγωδίας και αυτό ήταν ξεκάθαρο επίτευγμα του Καμπανέλλη που ως γνωστόν την χειριζόταν στα δάχτυλα (το φιλμ κέρδισε το βραβείο σεναρίου στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, όπως επίσης της μουσικής του Χρήστου Λεοντή και του Α’ ανδρικού ρόλου για τον Γ. Φουντα. Διακρίθηκε και ο Ανέστης Βλάχος τιμητικά).
Ο χρόνος της αναμονής μέσα στο σχολείο του χωριού δεν θα μπορούσε να περάσει εύκολα σε μια ταινία δύο ωρών, οπότε το σενάριο μοιράζεται σε ισομερή κεφάλαια μέσα από τα οποία μαθαίνουμε περισσότερα για την ιστορία του καθενός από τους τέσσερις ήρωες. Ίσως η χρήση των φλας μπακ προκειμένου ο θεατής να βιώσει το παρελθόν των ηρώων να είναι κάπως υπερβολική αλλά τελικά δεν πειράζει. Είναι πάντως πολύ όμορφο που ο σκηνοθέτης δεν επέλεξε να ακολουθήσει τον τύπο των φλας μπακ που ηταν στην μόδα εκείνη την εποχή. Με την συμβολή του μοντέρ Ηλία Σγουρόπουλου τα φλας μπακ με στακάτο, ξεκάθαρο τρόπο, χωρίς παιχνιδιάρικες παρεμβολές, τονίζουν την ρεαλιστική και συγχρόνως φαντασιακή υφή της κινηματογράφησης.
Τι έκανες στον πόλεμο Θανάση; (1971)
Στην Αθήνα της γερμανικής κατοχής, ένας ανθρωπάκος, ο Θανάσης, παρεξηγείται ως αντιστασιακός, συλλαμβάνεται από την Γκεστάπο και τραβάει τα πάνδεινα. Με το «Έγκλημα στα παρασκήνια», το 1960, ο Ντίνος Κατσουρίδης, ένας από τους κορυφαίους διευθυντές φωτογραφίας του ελληνικού κινηματογράφου όλων των εποχών, εμφανίζεται για πρώτη φορά και στην σκηνοθεσία. Θα ακολουθήσουν αρκετές ταινίες διαφόρων ειδών – ανάμεσά τους οι «Κύριος πτέραρχος», «Της κακομοίρας», «Οι αδίστακτοι» και «Σύντομο Διάλειμμα» – μέχρι το 1971, που ως παραγωγός και σκηνοθέτης θα παρουσιάσει το αριστούργημά του, «Τι έκανες στον πόλεμο Θανάση». Πρόκειται για μακράν την καλύτερη από τις πολλές συνεργασίες του με τον αξεπέραστο ηθοποιό Θανάση Βέγγο (άλλες τους είναι οι «Ένας Βέγγος για όλες τις δουλειές», «Θανάση πάρε τ’ όπλο σου», «Ο παλαβός κόσμος του Θανάση» κ.α.) και μια ταινία που όπως και το «Γερμανοί ξανάρχονται» του Αλέκου Σακελλάριου, καταφέρνει να εντάξει χιούμορ σε μια πέρα για πέρα δραματική κατάσταση και να σου σπαράξει την καρδιά με την ανθρωπιά της.
Η ταινία «Τι έκανες στον πόλεμο, Θανάση;» υπήρξε μεγάλο γεγονός της χρονιάς Α’ προβολής της και απέσπασε τρία βραβεία στο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης εκείνης της χρονιάς: Α΄ ανδρικού ρόλου (Βέγγος), σεναρίου (Κατσουρίδης και Ασημάκης Γιαλαμάς) και καλλιτεχνικής ταινίας. Το καστ συμπληρώνουν οι Έφη Ροδίτη, Κατερίνα Γώγου, Νικήτας Πλατής, Χρήστος Καλαβρούζος και ένας ανεπανάληπτος Αντώνης Παπαδόπουλος στον ρόλο του αθώου Ιταλού στρατιώτη ο οποίος θα πληρώσει με το χειρότερο νόμισμα την φιλία του με τον κεντρικό ήρωα.
Το τελευταίο σημείωμα (2017)
Η τελευταία μέχρι σήμερα, πολυβραβευμένη και πολυαγαπημένη από το κοινό κινηματογραφική δουλειά του Παντελή Βούλγαρη, σε σενάριο της συζύγου του, Ιωάννας Καρυστιάνη, είναι μία θαυμάσια αναφορά σε μια από τις πιο τραγικές σελίδες της πρόσφατης Ελληνικής Ιστορίας: την εκτέλεση από τους Γερμανούς κατακτητές 200 αγωνιστών την 1η Μαΐου 1944 στην Καισαριανή, ως αντίποινα για τη δράση της Ελληνικής Αντίστασης. Με αγάπη και πόνο, ο Βούλγαρης και η Καρυστιάνη (συνεργάτες και στις επιτυχίες «Μικρά Αγγλία», «Νύφες» και «Ψυχή βαθιά») μας μεταφέρουν στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Χαϊδαρίου το διάστημα πριν από την Πρωτομαγιά του 1944, και θα μας γνωρίσουν τους ανθρώπους πίσω από τα τραγικά γεγονότα: άξονας ο 34χρονος Ναπολέων Σουκατζίδης (Ανδρέας Κωνσταντίνου) ένας κρητικός μικρασιατικής καταγωγής, αγωνιστής του λαϊκού κινήματος και κρατούμενος στο Χαϊδάρι, όπου εκτελούσε χρέη διερμηνέα του Γερμανού διοικητή του στρατοπέδου, Καρλ Φίσερ (Αντρέ Χένικε).
Με έναν μαγικό τρόπο οι λέξεις της Καρυστιάνη, οι εικόνες του Βούλγαρη και το δέσιμο όλων αυτών από τον έμπειρο μοντέρ Τάκη Γιαννόπουλο καταλήγουν σε ένα τόσο συναρπαστικό σύνολο (παρότι γνωρίζεις εκ των προτέρων την κατάληξη) που τελικά, όσο ο χρόνος κυλά, τόσο νιώθεις ότι δεν θέλεις η ταινία να τελειώσει. Οι δημιουργοί του «Τελευταίου σημειώματος» κατάφεραν να μαλάξουν τόσο καλά τη δραματουργία που σε κάνουν να θες λίγο ακόμη και λίγο ακόμη και λίγο ακόμη… Ακόμη και το κομμάτι της ερωτικής ιστορίας ανάμεσα στον Σουκατζίδη και τη Χαρά Λιουδάκη (Μάιρα Κράιλινγκ), τη νοσοκόμα με την οποία ο πρώτος είναι ερωτευμένος (και το αντίθετο), παρουσιάζεται τόσο όσο χρειάζεται, χωρίς φλυαρίες, χωρίς σιρόπια, χωρίς όλα εκείνα τα περιττά «νυφικά» στοιχεία που θα αποδυνάμωναν το «μεγάλο πλάνο», που βεβαίως είναι οι μάρτυρες, οι Άγιοι Έλληνες που εκτελέστηκαν.