«Όταν παρέλαβα το παιδί μου, τα ούλα του ήταν κατάμαυρα, τα δοντάκια του είχαν πεταχτεί προς τα έξω και είχε ροή αίματος. Μου είπαν ότι τον χτύπησαν δύο μεγαλύτερα παιδιά ηλικίας 5 ετών». Η μητέρα ενός τετράχρονου αγοριού περιγράφει τη στιγμή που παρέλαβε τον γιο της από το σχολείο μετά την άγρια επίθεση που δέχθηκε από συμμαθητές του. Πώς φτάσαμε στο σημείο νήπια να επιτίθενται σε νήπια; Δεν χωράει αμφιβολία, η βία μεταξύ των ανηλίκων υπήρχε στα σχολεία, υπήρχε ανάμεσα στους νέους. Αυτό που συμβαίνει σήμερα όμως είναι ποιοτικά διαφορετικό.
Το ΒΗΜΑ ανοίγει τον φάκελο της βίας των ανηλίκων και επιδιώκει να εξηγήσει τους λόγους του διαχρονικού και βαθιά ριζωμένου φαινομένου, τα νέα χαρακτηριστικά που το διακρίνουν, καθώς και να αναλύσει τον ρόλο του σχολείου, των κοινωνικών δικτύων αλλά και την αποτελεσματικότητα των μέτρων καταστολής που έρχονται.
Μία ψύχραιμη θέαση της βίας των ανηλίκων κι αφού πρώτα καταστήσουμε σαφές ότι τα περιστατικά που λαμβάνουν δημοσιότητα, δεν θα πρέπει να θεωρούμε ότι είναι ο κανόνας, ή δείχνουν προς μία κατεύθυνση.
Το ΒΗΜΑ δίνει τον λόγο στους ειδικούς και προσπαθεί να απαντήσει σε ερωτήματα που επιστρέφουν ξανά και ξανά. Υπάρχει αύξηση της βίας των ανηλίκων; Γονείς – Εκπαιδευτικοί: σύμμαχοι ή αντίπαλοι; Τα μέτρα καταστολής θα δουλέψουν; Κι αν μπουν στη φυλακή οι γονείς; Υπάρχει τελικά λύση;
Υπάρχει αύξηση της βίας των ανηλίκων;
«Εκτός ελέγχου η βία μεταξύ των ανηλίκων». «Καλπάζει η βία των ανηλίκων». «Δραματική αύξηση στη βία μεταξύ ανηλίκων». Ο δημόσιος διάλογος βρίθει απλοϊκών (κι εύκολων) γενικεύσεων, τροφοδοτώντας μια κουλτούρα φόβου. Η πραγματικότητα της βίας των ανηλίκων είναι ένα μέγεθος μετρήσιμο, με τις έρευνες που διαχρονικά και συστηματικά πραγματοποιούνται να την απομακρύνουν από πηχυαίους τίτλους που «εξυπηρετούν».
Η βία των ανηλίκων δεν αναπτύσσεται σε κοινωνικό κενό. Είναι διαχρονικό φαινόμενο, αλλά η έξαρσή του δεν τοποθετείται στο σήμερα, δεν είναι σημάδι των καιρών. «Τα επίσημα στοιχεία δείχνουν ότι η βία μεταξύ των νέων αυξήθηκε την εποχή της οικονομικής κρίσης κι αυτό είναι αναμενόμενο.
Όπου υπάρχει συρρίκνωση οικογενειακού εισοδήματος, επισφάλεια στην εργασία, ανεργία, φτωχοποίηση, υποβάθμιση της ποιότητας ζωής, υποχώρηση της Κοινωνικής πολιτικής και της κρατικής μέριμνας και πρόνοιας, ενδημεί η ανασφάλεια και οι νέοι/-ες αισθάνονται ότι στερούνται προοπτικών», αναφέρει στο ΒΗΜΑ η Στέλλα Παπαμιχαήλ, Κοινωνιολόγος – Εγκληµατολόγος, Επίκουρη Καθηγήτρια στο Τμήμα Κοινωνικής Εργασίας της Σχολής Διοικητικών, Οικονομικών και Κοινωνικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Δυτικής Αττικής.
Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία της Ελληνικής Αστυνομίας το πρώτο 9μηνο του 2023 καταγράφηκαν 5.979 υποθέσεις με δράστες ανηλίκους, ενώ το αντίστοιχο 9μηνο του 2024 οι υποθέσεις είναι 8.442.
Η Προϊσταμένη της Υποδιεύθυνσης Προστασίας Ανηλίκων, Γεωργία Πατρωνούδη εξηγεί στο ΒΗΜΑ: «Αναμφίβολα υπάρχει μία «έξαρση» του φαινομένου, η οποία επιβεβαιώνεται και ποσοτικά από τα στατιστικά στοιχεία, χωρίς όμως αυτό να συνεπάγεται κατ΄ ανάγκη ότι είναι και περισσότερα τα περιστατικά».
Και συμπληρώνει: «Η κοινωνία μας σήμερα είναι σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό ευαισθητοποιημένη και ενημερωμένη στα θέματα της βίας και της παραβατικότητας, και κατά συνέπεια αυτό μεταφράζεται σε περισσότερες αναφορές στις Αρχές, δηλαδή σε περισσότερες σε αριθμό καταγραφές, συγκριτικά με το χθες.
Ενδεικτικά να αναφέρω ότι, στο παρελθόν τα περισσότερα περιστατικά ενδοσχολικής βίας και εκφοβισμού επιλύονταν μέσα στον χώρο του σχολείου, στο πλαίσιο της παιδαγωγικής διαδικασίας, σήμερα όμως πολλά από αυτά τα περιστατικά καταγγέλλονται στις αστυνομικές και εισαγγελικές αρχές».
«Αν κανείς δει τα επίσημα στοιχεία που υπάρχουν για παράδειγμα στην Eurostat, θα διαπιστώσει δύο πράγματα: το πρώτο είναι ότι η Ελλάδα εξακολουθεί να βρίσκεται σε μία από τις χαμηλότερες θέσεις ανάμεσα στις άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης αναφορικά με τα κρούσματα ανήλικης παραβατικότητας. Το δεύτερο ότι τα τελευταία χρόνια δεν φαίνεται να υπάρχει κάποια συγκυριακή, ποσοτική τουλάχιστον, αύξηση των περιστατικών.
Η όποια αύξηση έχει ήδη συντελεστεί στα χρόνια της όξυνσης της οικονομικής κρίσης, δηλαδή από το 2009 μέχρι και το 2012. Ως εκ τούτου, ποσοτικά τουλάχιστον, δεν φαίνεται να υπάρχει αυτό που αρκετά συχνά βλέπω να αναπαράγεται στον δημόσιο διάλογο ότι δήθεν έχουμε μια πολύ μεγάλη αύξηση των περιστατικών.
Αυτό βεβαίως δεν σημαίνει ότι πρέπει να εφησυχάζουμε και ότι δεν υπάρχουν προβλήματα τα οποία πρέπει να κάνουμε κάτι για να αντιμετωπιστούν και να περιοριστούν ακόμα περισσότερο», προσθέτει στο ΒΗΜΑ ο Γιώργος Νικολαΐδης, Ψυχίατρος – Διευθυντής Δ/νσης Ψυχικής Υγείας και Κοινωνικής Πρόνοιας, Κέντρο για την Μελέτη και την Πρόληψη της Κακοποίησης – Παραμέλησης των Παιδιών, Ινστιτούτο Υγείας του Παιδιού.
Και συμπληρώνει: «αν ζούμε στο φόντο μιας διαστρεβλωμένης εικόνας που αναπαράγεται ότι έχουμε μια τεράστια έκρηξη περιστατικών ανήλικης παραβατικότητας, θα καταλήξουμε να φτάσουμε ως κοινωνία σε έναν ηθικό πανικό που να φοβόμαστε τα ίδια μας τα παιδιά, που να κάνουμε τα παιδιά να φοβούνται ακόμα περισσότερο το ένα το άλλο, αυτό θα παράξει πιο πολλή βία και επιθετικότητα».
Η βία των ανηλίκων ως ένας καθρέφτης της κοινωνίας μας;
Αν θέλουμε στα αλήθεια να κάνουμε μια συζήτηση ειλικρινή για τις γενεσιουργούς αιτίες της βίας των ανηλίκων, θα πρέπει να αντιμετωπίσουμε τον καθρέφτη μας. Να αντιμετωπίσουμε εμάς τους ίδιους και τον τρόπο που οι πράξεις μας μεταβιβάζουν κοινωνικά το μήνυμα ότι η βία όχι μόνο είναι ανεκτή αλλά λειτουργεί ως μέσο επίλυσης διαφορών και κοινωνικής επικράτησης.
«Ξέρουμε εδώ και χρόνια ότι οι νέοι έχουν υπόγειες αξίες που συγκρούονται με τις αξίες της καθωσπρέπει κοινωνίας. Η βία ήταν διαχρονικά ένας τρόπος να καταξιώνονται, ειδικά τα νεαρά αγόρια. Όμως, αυτή η βία δεν ήταν ποτέ – σε έρευνες που έχουν γίνει παλαιότερα αλλά και πιο πρόσφατα εκτός Ελλάδας- από μόνη της αυτοσκοπός, όπως λένε τα παιδιά “το ‘κανα για τη φάση”.
Αυτό που κρύβει αυτό το “το ‘κανα για τη φάση” είναι ότι έτσι καταξιώνομαι, έτσι γίνομαι αρεστός, έτσι με σέβονται. Αυτό που πρέπει να απαντήσουμε είναι γιατί πιστεύουν ότι πρέπει να μπουν σε ένα τέτοιο ρεύμα συμπεριφοράς για να τα σέβονται.
Και επίσης να μην υποτιμούμε τις αντικειμενικές κοινωνικές συνθήκες, την ανεργία ή και τον υπερπλούτο. Ένα παιδί που ζει στη χλιδή μπορεί να έχει τις ίδιες αντανακλαστικές συμπεριφορές με ένα παιδί που ζει σε απόλυτη φτώχεια. Ως προς την επιθετικότητα και ως προς το τι κάνει στην παρέα και πώς συμπεριφέρεται», αναφέρει στο ΒΗΜΑ η Σοφία Βιδάλη, Καθηγήτρια Εγκληματολογίας και Αντεγκληματικής Πολιτικής στο Τμήμα Κοινωνικής Ανθρωπολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου.
«Την τελευταία 15ετία ενισχύθηκε στην Ελλάδα το αίσθημα ότι όποιος είναι ισχυρός κάνει ό,τι θέλει χωρίς να δίνει λογαριασμό σε κανέναν. Πώς περιμένουμε τα παιδιά που ζουν σε αυτή την κοινωνία -απορροφούν, αντανακλούν, αναπαράγουν ό,τι βλέπουν να κάνουμε εμείς οι ενήλικες- να μην ασκούν εκφοβιστική βία παίρνοντας τη θέση αυτού που βλέπουν ότι κοινωνικά είναι αυτό που επιβραβεύεται;
Η ισχύς είναι ανορίοτη και ανεξέλεγκτη. Αν είχαμε την παρρησία να κινηθούμε σε μια αντιδιασταλτική κατεύθυνση, τελείως αντιδιαμετρική, που όντως να επιβάλαμε ότι είμαστε μια κοινωνία με θεσμούς και κανόνες που και οι ισχυροί αν τους παραβαίνουν θα πληρώνουν το τίμημα, τότε να βλέπατε πώς θα μειώνονταν και τα περιστατικά εκφοβισμού με δράστες ανήλικους», προσθέτει ο κ. Νικολαΐδης.
«Οι νέοι/-ες παρακολουθούν με ενδιαφέρον τις πράξεις των ενηλίκων. Ακόμη κι αν δείχνουν αδιάφοροι/-ες ή αντιδραστικοί/-ες, παρακολουθούν και λαμβάνουν τα μηνύματα. Οι ενήλικες παραδίδουμε συστηματικά μαθήματα βίας, αλλά και το κράτος παραδίδει μαθήματα θεσμικής βίας.
Η απαξίωση των θεσμών οδηγεί διαχρονικά όπως δείχνουν οι έρευνες στην έλλειψη εμπιστοσύνης των πολιτών απέναντι σε θεσμούς πυλώνες της δημοκρατίας, όπως είναι για παράδειγμα η Δικαιοσύνη.
Διαφθορά, κρατικές εγκληματικές παραλείψεις, ρητορική μίσους στο δημόσιο λόγο, αλλά και ενδοοικογενειακή βία, σεξουαλική κακοποίηση και εκμετάλλευση ανηλίκων, αποτελούν το περιβάλλον μέσα στο οποίο καλούνται οι νέοι/-ες να ζήσουν και να αναπτυχθούν, να διαμορφώσουν το αξιακό τους σύστημα και να καθορίσουν την ταυτότητά τους.
Είναι προφανές ότι στη συμπεριφορά των νέων καθρεφτίζεται η κοινωνία στην οποία ζουν», σχολιάζει η κα Παπαμιχαήλ αναφορικά με τη μεταβιβαζόμενη νοηματοδότηση της βίας η οποία δημιουργεί κοινωνικά μοντέλα συμπεριφοράς που την κανονικοποιούν και κάνουν τα παιδιά περισσότερο ανεκτικά ή/και επιρρεπή σε αυτήν.
Έγιναν τα παιδιά ξαφνικά τόσο σκληρά και επιθετικά;
Οι ειδικοί είναι κατηγορηματικοί και εμμένουν στην άποψη ότι σε καμία των περιπτώσεων δεν θα πρέπει να προβαίνουμε σε γενικεύσεις που μόνο επιζήμιες για τα ίδια τα παιδιά μπορεί να αποδειχθούν. Δεν υπάρχει συστηματική έρευνα και ανάλυση των ποιοτικών χαρακτηριστικών της νεανικής βίας, δεν μπορούμε να έχουμε σαφή εικόνα.
«Το ζήτημα της βίας και της παραβατικότητας των ανηλίκων είναι σύνθετο και πολυπαραγοντικό και δεν είναι εύκολο να σκιαγραφήσουμε ένα συγκεκριμένο «προφίλ». Αυτό που έχει διαφοροποιηθεί σε σχέση με το παρελθόν και επιβάλλει να είμαστε σε συνεχή εγρήγορση είναι: α) η μείωση του ηλικιακού ορίου των ανηλίκων που εμπλέκονται σε περιστατικά βίας (ενώ στο παρελθόν αντιμετωπίζαμε περιστατικά με ανήλικους από 14 έως 18 ετών, τώρα υπάρχουν περιπτώσεις εμπλοκής ανηλίκων και από 11 ετών), β) τα μέσα της βίας (οι ανήλικοι χρησιμοποιούν πλέον μαχαίρια, σιδερογροθιές και άλλους είδους όπλα στις επιθέσεις), και γ) η ολοένα αυξανόμενη εμπλοκή κοριτσιών σε περιστατικά βίας», σημειώνει η κα Πατρωνούδη.
Αναφορικά με τη μείωση των ηλικιών, ο κ. Νικολαΐδης επισημαίνει ότι δεν είναι τωρινό φαινόμενο, τοποθετώντας το ως εύρημα ήδη από τα χρόνια της κρίσης. «Ένα περιστατικό που μου είχε κάνει εντύπωση, ήταν περίπου το 2012 όταν μας είχαν καλέσει για μια μικρή ομάδα πιτσιρικάδων που την έστηνε στο πίσω μέρος του σχολείου και “αιχμαλώτιζε” συμμαθητές τους, τούς πήγαινε στα αποχωρητήρια κι έβαζε το κεφάλι τους μέσα στη λεκάνη και τραβούσε το καζανάκι. Τα παιδιά αυτά πήγαιναν στην Γ’ Δημοτικού. Τέτοια περιστατικά τότε δεν θα τα είχαμε συνηθίσει».
Μπορεί να δοθεί μια απάντηση; Έγιναν τα παιδιά ξαφνικά τόσο σκληρά και επιθετικά; Οφείλουμε να μην ξεχνάμε ότι η βία των ανηλίκων δεν αναπτύσσεται σε κοινωνικό κενό.
Η Γεωργία Μπουλμέτη, Κοινωνικός Λειτουργός και Σύμβουλος Εκπαίδευσης Κοινωνικών Λειτουργών, μιλώντας στο ΒΗΜΑ για την εμπειρία της στο πεδίο αναφέρει: «Έχω δει πολλά παιδιά στην επαγγελματική μου πορεία που τους δόθηκε από πολύ νωρίς η ταμπέλα του άτακτου παιδιού, που δημιουργεί πάντα φασαρίες, την οποία «φόρεσαν» και ακολούθησαν στην εφηβική ηλικία μέσα από παραβατικές συμπεριφορές, με πολλές αλλαγές σχολικού περιβάλλοντος ή και με ελλιπή σχολική φοίτηση/σχολική διαρροή.
Έχω δουλέψει με πολλά παιδιά που αντιμετώπιζαν σύνθετες γνωστικές, κοινωνικές και συναισθηματικές δυσκολίες, ευάλωτα παιδιά που χρειάζονταν υποστήριξη, οικογένειες που χρειαζόταν να εξασφαλίσουμε πόρους για να έχουν φαγητό και ρούχα για τα παιδιά τους στο σχολείο, προκειμένου να μην στοχοποιούνται από άλλα παιδιά ή για να επανασυνδεθεί το νερό στο σπίτι τους.
Δυστυχώς πολλές φορές βλέπουμε τη μία ιστορία ενός παιδιού ή της οικογένειας και τείνουμε να σχηματίζουμε εικόνα μέσω στερεοτύπων π.χ. είναι πρόσφυγας, είναι ρομά, είναι κακός μαθητής κ.α χωρίς να δούμε ποιες άλλες ιστορίες μπορούμε να μάθουμε μέσα από το κοινωνικό περιβάλλον του, τα ενδιαφέροντα και τις επιθυμίες τους.
Δυστυχώς από την εμπειρία στο πεδίο, έχω δει πολλά παιδιά «αθόρυβα», τα οποία χρήζουν παρέμβασης και επειδή δεν προκαλούν φασαρίες ή αναστάτωση δεν συμπεριλαμβάνονται στους μαθητές που χρειάζονται υποστήριξη».
Ενώ ο κ. Νικολαΐδης, συμπληρώνει: «Τα παιδιά που είναι σήμερα περίπου 14-15 ετών έχουν να θυμούνται μόνο απειλή και κίνδυνο από την κρίση. Τίποτα άλλο. Μόνο επικείμενα κακά, μόνο δεινά που έρχονται. Και μάλιστα όχι μόνο δεν έχουν να θυμηθούν τίποτα καλό, μια προσδοκία ότι η ζωή θα είναι καλύτερη, θυμούνται μόνο μια αλληλοδιαδοχή από κρίσεις: οικονομική, υγειονομική, γεωπολιτική κρίση.
Η κυρίαρχη αφήγηση που επικράτησε από εμάς τους ενήλικες και προς τα παιδιά για να αντιμετωπίσουν αυτά τα δεινά που συνεχώς έρχονται, ήταν «κοίτα τον εαυτό σου, αποεπένδυσε από τον διπλανό σου». Αυτό προφανώς επηρεάζει την ψυχοσύνθεση των παιδιών και κάνει δυνατό τα παιδιά να κάνουν πράγματα που έχουν ποιότητες μιας αναλγησίας και μιας σκληρότητας που δεν την περιμέναμε παλιότερα».
«Τόσο η βία των ενηλίκων, όσο και η βία των ανηλίκων είναι μια μορφή απάντησης στην κοινωνική πίεση. Πρέπει να δούμε όμως τι σημαίνει σήμερα κοινωνική πίεση. Ζούμε στην εποχή του απόλυτου υλισμού, των ταχύτατων μεταβολών (λόγω κυρίως της ανάπτυξης της τεχνολογίας), της αβεβαιότητας, του κυνηγιού της επιτυχίας, υπό την έννοια της οικονομικής δύναμης. Οι νέοι/-ες μας σήμερα βρίσκονται ανάμεσα σε συμπληγάδες πέτρες.
Από τη μία πλευρά η πίεση που ασκούν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και οι ψηφιακές πλατφόρμες στο να είναι δημοφιλείς, βάσει κυρίως της εξωτερικής τους εμφάνισης, των εκλεκτών, διαδικτυακών, επαφών τους και των ακριβών τους συνηθειών (επώνυμη ένδυση, ακριβός εξοπλισμός νέας τεχνολογίας, δραστηριότητες ελεύθερου χρόνου και χόμπι για ακριβά γούστα, αισθητικές παρεμβάσεις -ιδιαίτερα για τα κορίτσια- για σέξι εμφανίσεις κλπ.).
Όλα ταχύτατα, χωρίς βάθος, πολλές εικόνες, πολλά ερεθίσματα που συνδέονται με τη διαρκή κατανάλωση προϊόντων και υπηρεσιών, ενώ καλλιεργείται το αίσθημα του «ανικανοποίητου». Από την άλλη, οι κοινωνικές ανισότητες βαθαίνουν, το κράτος πρόνοιας έχει υποχωρήσει εδώ και πολύ καιρό. Εξετάζοντας τις οικογένειες και τις οικογενειακές σχέσεις, συναντάμε έλλειψη επικοινωνίας και αλληλεπίδρασης ή από την άλλη πλευρά, υπερβολική πίεση από τους γονείς προς τα παιδιά μέσω των μη ρεαλιστικών προσδοκιών ή των παράλογων απαιτήσεών τους από αυτά.
Η παραμέληση και η συναισθηματική αποστέρηση αποτελούν σημαντικές, αν και λιγότερο ορατές, μορφές βίας κατά των παιδιών στις σύγχρονες κοινωνίες. Το σπίτι έχει μετατραπεί, από τη μία, σε ένα έρημο μέρος, όπου οι γονείς απουσιάζουν πολλές ώρες, κι από την άλλη, σε ένα πεδίο μάχης, με λεκτική βία και συγκρούσεις.
Πολλοί γονείς σήμερα δυσκολεύονται να παρέχουν ένα ασφαλές και στοργικό περιβάλλον για τα παιδιά τους, καθώς και οι ίδιοι αντιμετωπίζουν δυσκολίες στις διαπροσωπικές σχέσεις, οικονομικές και επαγγελματικές πιέσεις. Εντός της οικογενειακής δομής, τα παιδιά συχνά δεν έχουν επιλογές, ενώ οι ενήλικες που ελέγχουν τη ζωή τους είναι καταβεβλημένοι και στερημένοι», τονίζει η κα Παπαμιχαήλ.
Στους παράγοντες κινδύνου, οι οποίοι ευνοούν την εκμάθηση και, κατά συνέπεια, την άσκηση βίαιης ή και παραβατικής συμπεριφοράς, η κα Πατρωνούδη αναφέρει: «Η έλλειψη γονεϊκού ελέγχου και το ασταθές και χωρίς όρια οικογενειακό περιβάλλον αποτελεί ίσως τον πιο σημαντικό παράγοντα. Επίσης, πρέπει να τονιστεί ότι η βία μαθαίνεται και τα παιδιά φαίνεται να έχουν γίνει πιο βίαια, ζώντας όμως ταυτόχρονα σε έναν πιο βίαιο κόσμο ενηλίκων.
Το χαμηλό κοινωνικο-οικονομικό επίπεδο και η έλλειψη πόρων και ευκαιριών έχουν το δικό τους ρόλο, ενώ οι συνομήλικοι και η πίεση της ομάδας μπορούν επίσης να επηρεάσουν ένα παιδί με αρνητικό τρόπο.
Άλλα χαρακτηριστικά μπορεί να είναι η τάση για κυριαρχία, η επιθετική συμπεριφορά, αλλά και η χρήση ουσιών. Επίσης, η σχολική αποτυχία ή και η παντελής αποχή από το σχολείο σίγουρα συμβάλλουν στην εκδήλωση αντικοινωνικών συμπεριφορών».
Ποιος είναι ο ρόλος των μέσων κοινωνικής δικτύωσης;
Μεγάλη είναι και η συζήτηση για το αν και κατά πόσο τα κοινωνικά δίκτυα (και εν γένει η τεχνολογια) επηρεάζουν τον ψυχισμό των παιδιών. Απαιτείται χρόνος. «Η έκθεση των ανηλίκων στη βία του διαδικτύου, η οποία συχνά είναι δύσκολο να ελεγχθεί, καθώς αναπτύσσεται και αναπαράγεται σε ταχύτατους ρυθμούς, είναι μια πραγματικότητα, την οποία αγωνιζόμαστε να κατανοήσουμε και να μετρήσουμε το αποτύπωμά της», σημειώνει η κα Παπαμιχαήλ.
Η Καθηγήτρια στην Κοινωνία της Πληροφορίας, Πολιτική και Δημοφιλή Κουλτούρα στο Τμήμα Επικοινωνίας και ΜΜΕ του ΕΚΠΑ, Λίζα Τσαλίκη, δηλώνει στο ΒΗΜΑ: «Αναφερόμαστε στα κοινωνικά μέσα και στην τεχνολογία του κινητού, μέσα από τα οποία διευκολύνεται και διαχέεται η πληροφορία της κινητοποίησης για ένα βίαιο περιστατικό, ας πούμε, των ανηλίκων. Καμία αντίρρηση.
Εδώ λοιπόν δεν φταίει η ίδια τεχνολογία. Φταίει μια συμπεριφορά και μια πρακτική δική μας, η οποία διαμεσολαβείται με έναν τρόπο πολύ πιο εύκολο χάρη στην τεχνολογία. Εμείς είμαστε οι δρώντες οι οποίοι χρησιμοποιούμε την τεχνολογία για οποιοδήποτε σκοπό».
Την ίδια στιγμή που μία ομάδα παιδιών οργανώνεται μέσω των social media για να δώσει ραντεβού και να επιτεθεί σε έναν συνομήλικό τους, μία άλλη ομάδα οργανώνεται -ξανά μέσω των social media- για να διαδηλώσει στο κέντρο της Αθήνας κατά της κλιματικής κρίσης.
Το μέσο διαμεσολάβησης της πληροφορίας παραμένει κοινό, αυτό που αλλάζει είναι το περιεχόμενο αυτής. «Όλη η κατάσταση με τη βία των ανηλίκων σχετίζεται με μία ευρύτερη κουλτούρα βίας, κακοβουλίας, με μία ρητορική μίσους, πολλές φορές με μια άκρως σεξιστική συμπεριφορά. Πρόκειται για ένα κομμάτι μιας μεγαλύτερης κουλτούρας μπούλινγκ.
Αυτό που πρέπει να δούμε και σε αυτό που πρέπει να επικεντρωθούμε είναι γιατί τα παιδιά έχουν αυτές τις βίαιες συμπεριφορές. Μήπως πρέπει να εξετάσουμε την οικογενειακή-γονεϊκή κουλτούρα και την ευρύτερη κουλτούρα μέσα στην οποία ανατρεφόμαστε ως κοινωνία; Μια κουλτούρα στην οποία για παράδειγμα είναι αποδεκτό να βρίζεις στον δρόμο, να οδηγείς επιθετικά και να λες «άντε πλύνε κάνα πιάτο».
Καθώς προχωράει η τεχνολογία, εξελίσσεται και η συζήτηση, η οποία παραμένει μία ενιαία αφήγηση: με κάποιο τρόπο, κάθε φορά, κάποια τεχνολογία (που είναι η καινούργια τεχνολογία, το περιεχόμενό της και ο τρόπος με τον οποίο διαμεσολαβείται) δίνει δυνατότητες που μέχρι πρότινος δεν υπήρχαν, που παίρνουν πια άλλη διάσταση.
Επειδή λοιπόν υπάρχουν αυτές οι δυνατότητες δράσης μέσα από τα κοινωνικά μέσα που μπορούν να σου πουν «έλα να διαδηλώσουμε για τον πλανήτη» αλλά και έλα «να δείρουμε τον συμμαθητή μας», μήπως πρέπει τελικά να κάνουμε μια άλλη κουβέντα που δεν θα είναι επικεντρωμένη μόνο στα κοινωνικά δίκτυα; Να δούμε γιατί φαίνεται κανονικό σε παιδιά 13 και 14 ετών να οργανωθούν για να πάνε να επιτεθούν σε έναν συμμαθητή τους.
Φταίνε τα κοινωνικά μέσα; Κατά τη γνώμη μου όχι. Γιατί να συζητάμε μόνο τις αρνητικές συμπεριφορές και δεν συζητάμε τις καλές συμπεριφορές, τις θετικές επιδράσεις των social media στα παιδιά;», αναρωτιέται η κα Τσαλίκη.
Και συμπληρώνει η κα Παπαμιχαήλ «μπορούμε να πούμε ότι η κατασκευή μιας ψηφιακής κοινωνικότητας στερεί από τους ανηλίκους την ανθρώπινη συναναστροφή και τη γοητεία αυτής. Η αποπροσωποποίηση των σχέσεων, η επιφανειακή απομακρυσμένη επαφή, η κοινωνική αποδοχή που κρίνεται στον αριθμό των likes και των followers αλλάζουν τα δεδομένα όπως τα γνωρίζαμε».
Γονείς – Εκπαιδευτικοί: σύμμαχοι ή αντίπαλοι;
Ήταν στις αρχές της χρονιάς που διανύουμε όταν ο πατέρας ενός μαθητή Γυμνασίου, που μόλις του είχε επιβληθεί τιμωρία, «όρμησε στη σχολική αίθουσα, απείλησε και εξύβρισε την καθηγήτρια και έκλεισε την πόρτα πάνω της χτυπώντας την στον ώμο».
Γονείς και εκπαιδευτικοί, δύο κρίκοι της ίδιας αλυσίδας, που όμως πολλές φορές αντί για κοινός παρονομαστής μετατρέπονται σε αντίπαλοι. Δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις κατά τις οποίες οι γονείς των τιμωρημένων μαθητών αμφισβητούν ευθέως και εγκαλούν τους εκπαιδευτικούς, την κρίση τους για την επιβολή ποινών αλλά και το ίδιο το σχολείο.
«Από την προσωπική μου εμπειρία προκύπτει ότι η συνηθέστερη στάση των γονέων όταν τα παιδιά τους εμπλακούν σε ένα περιστατικό βίας είναι αρχικά η άρνηση και στη συνέχεια η προσπάθεια δικαιολόγησης ή υποβάθμισης του συμβάντος και των συμπεριφορών των παιδιών τους.
Σαφώς, υπάρχει και μία μερίδα γονέων που διατηρεί μία μεγαλύτερη υπευθυνότητα και συμβάλλει με τη στάση της στην απόδοση ευθυνών και στη βελτίωση της γενικότερης συμπεριφοράς των παιδιών. Βέβαια, έχουν σημειωθεί και περιστατικά με γονείς που κινήθηκαν απειλητικά και εναντίον συναδέλφων εκπαιδευτικών αντί να σταθούν αλληλέγγυοι με αυτούς για να βρεθεί η βέλτιστη παιδαγωγικά λύση», υπογραμμίζει στο ΒΗΜΑ ο Μιχάλης Αποστολόπουλος, Μαθηματικός Ph.D., M.Sc., καθηγητής ΕΠΑΛ, πρώην Αντιπρόεδρος Γ ΕΛΜΕ Αθήνας.
«Οι γονείς θα πρέπει καταρχάς να αποφασίσουν τι σχέση θέλουν να έχουν με το σχολείο και τους εκπαιδευτικούς μας. Θέλουμε να έχουμε μία σχέση συμβιωτική ή θέλουμε να έχουμε μία συγκρουσιακή σχέση;
Μία σχέση “αντιπαλότητας” κατά την οποία λέει ο εκπαιδευτικός “το παιδί σας σήμερα ήταν αδιάβαστο” κι ο γονέας απαντάει αυτομάτως “το δικό μου παιδί αδιάβαστο; Μα τι είναι αυτά που λέτε;” Όλοι εμείς οι γονείς θα πρέπει να μην θεωρούμε ότι όλα συμβαίνουν μακριά μας και δεν πρόκειται να συμβούν στο δικό μας σπίτι. Έτσι θα πρέπει να αποφασίσουμε και να δώσουμε την ευκαιρία στους εκπαιδευτικούς να μας μιλούν δίχως φόβο.
Γονείς και εκπαιδευτικοί να έχουμε ένα κοινό μέτωπο με μόνο σκοπό το καλό των παιδιών. Χαρακτηριστικό όλων αυτών είναι ότι στην Ελλάδα δεν έχουμε φτάσει στο επίπεδο να έχουμε κοινούς συλλόγους γονέων/κηδεμόνων και διδασκόντων.
Είμαι βέβαιος ότι τα όποια προβλήματα προέκυπταν θα λύνονταν γρηγορότερα και ίσως δεν θα έφταναν να γίνουν προβλήματα», σημειώνει στο ΒΗΜΑ ο Γιώργος Ντούτσουλης, Πρόεδρος του Συλλόγου Γονέων και Κηδεμόνων 1ο Δημοτικό Σχολείο Βούλας, Πρόεδρος της Ένωσης Συλλόγων Γονέων και Κηδεμόνων του Δήμου Βάρης-Βούλας-Βουλιαγμένης.
Με τη σειρά της η κα Μπουλμέτη, προσθέτει: «Έχουμε περιστατικά γονέων που καταφέρονται εναντίον του σχολείου και των εκπαιδευτικών, χωρίς να προηγηθεί συζήτηση και μπορεί να φτάσουν ακόμα και στη βία. Βέβαια είναι και τα ακραία περιστατικά που κυρίως παρακολουθούμε στις ειδήσεις, τα οποία τείνουμε να γενικεύουμε ότι συνιστούν τον κανόνα».
Η κυρία Μπουλμέτη στέκεται ιδιαίτερα στη χρήση του όρου «θύτης» και στον τρόπο που επικοινωνείται η πληροφορία είτε στους γονείς του παιδιού που εκφοβίζεται, είτε στους γονείς των παιδιών που εκφοβίζουν, είτε στους γονείς των παιδιών παρατηρητών. «Φανταστείτε ένα γονιό που του ανακοινώνεται ότι το παιδί του είναι «θύτης», παγώστε την εικόνα και σκεφτείτε πόσο μεγάλο πλήγμα είναι για εκείνον.
Και βέβαια δεν μιλάω για κακοποιητικούς γονείς ή για εκείνους που ασκούν τη γονική μέριμνα ενάντια στα συμφέροντα του παιδιού γιατί σε αυτές τις περιπτώσεις η δικαιοσύνη αναλαμβάνει την προστασία των ανηλίκων με τη συνδρομή των κοινωνικών υπηρεσιών.
Μιλάω κυρίως για το πώς επικοινωνούμε όταν συμβαίνει ένα περιστατικό ενδοσχολικής βίας και εκφοβισμού είτε με τους γονείς του παιδιού που εκφοβίζεται, είτε με τους γονείς των παιδιών που εκφοβίζουν, είτε με εκείνους των παιδιών παρατηρητών που πολλές φορές δεν τους συμπεριλαμβάνουμε στο σχέδιο παρέμβασης, ενώ είναι καθοριστικός ο ρόλος τους.
Εδώ λοιπόν θα πρέπει να αναρωτηθούμε, ως επαγγελματίες της εκπαίδευσης, αν έχουμε ανοιχτό δίαυλο επικοινωνίας με τους γονείς, αν οι ίδιοι έχουν πρόσβαση στο σχολείο και στην πληροφόρηση.
Τους θεωρούμε ισότιμα μέλη στη σχολική κοινότητα; Δημιουργούμε τις προϋποθέσεις, προκειμένου οι γονείς να νιώθουν εμπιστοσύνη και ασφάλεια για να απευθυνθούν στο σχολείο και να εκφράσουν τις ανησυχίες τους; Τους εμπλέκουμε/ενημερώνουμε στη διαμόρφωση του κανονισμού λειτουργίας του σχολείου και όχι όταν εκδηλωθεί μία βίαιη ή εκφοβιστική συμπεριφορά, αλλά πολύ πριν από αυτό; Αναζητούμε τη συνεργασία κι όχι την ανάθεση ευθύνης;».
Ως πότε θα απαξιώνεται το σχολείο;
«Καταρχάς οφείλουμε να επισημάνουμε ότι η βία δεν γεννιέται μέσα στα σχολεία αλλά παράγεται μέσα στην κοινωνία και στη συνέχεια αναπαράγεται κι ανατροφοδοτείται μέσα στο σχολικό περιβάλλον ή εκτός αυτού.
Η κυβέρνηση δυστυχώς τα τελευταία δύο χρόνια έχει προβεί περισσότερο σε μέτρα καταστολής του φαινομένου παρά σε μέτρα πρόληψης τα οποία είναι πιο αναγκαία από ποτέ. Για παράδειγμα, οι πλατφόρμες καταγγελιών (e-parents), η αυστηροποίηση των ποινών, αποτελούν ημίμετρα και μέτρα εντυπωσιασμού κι αποπροσανατολισμού της κοινωνίας.
Αν θέλουμε ουσιαστικά να «επενδύσουμε στην πρόληψη» σε επίπεδο εκπαίδευσης και σχολείου, οφείλουμε να προχωρήσουμε σε μόνιμους διορισμούς ψυχολόγων και κοινωνικών λειτουργών κι όχι αυτό που δυστυχώς συμβαίνει μέχρι σήμερα, όπου οι συγκεκριμένες κρίσιμες ειδικότητες καλύπτονται από συναδέλφους-αναπληρωτές που προσλαμβάνονται με μεγάλη καθυστέρηση κι όχι από την αρχή της σχολικής χρονιάς και έχουν υπό την ευθύνη τους τουλάχιστον τρεις σχολικές μονάδες», αναφέρει ο κ. Αποστολόπουλος.
Στην πρόληψη αλλά και στην αναγκαιότητα στελέχωσης των σχολείων μας με κοινωνικούς λειτουργούς και ψυχολόγους, στέκεται και ο κ. Ντούτσουλης. «Πριν φτάσουμε στα μέτρα καταστολής θα πρέπει πρώτα να δούμε τα μέτρα πρόληψης. Εκεί λοιπόν είμαστε ακόμα πολύ πίσω.
Δεν γίνεται ένας ψυχολόγος κι ένας κοινωνικός λειτουργός να καλύπτουν πέντε σχολεία την εβδομάδα. Αδυνατούν να κάνουν τη δουλειά τους έτσι όπως πρέπει κι έτσι όπως θα ήθελαν. Αυτό το οποίο βλέπω είναι ότι ολοένα και περισσότερο τα κονδύλια για την παιδεία μειώνονται.
Βλέπω ότι και σε επίπεδο Δήμων υπάρχει πλέον μία πάρα πολύ μεγάλη δυσκολία να εξυπηρετήσουμε τα σχολεία μας, τους διευθυντές μας, τους εκπαιδευτικούς μας. Βλέπω ότι στην κοινωνία μας υπάρχει μία κοινωνική απαξίωση του σχολείου».
Πηγαίνοντας κι ένα βήμα παρακάτω ο κ. Ντούτσουλης σχολιάζει το μέτρο της αλλαγής σχολείου ως συνέπεια στον θύτη ενός περιστατικού ενδοσχολικής βίας. «Θεωρώ απαράδεκτο η πρώτη λύση που δίνουμε να είναι η αλλαγή σχολείου για τον μαθητή που έχει εμπλακεί σε ένα περιστατικό. Έχουμε όλα τα εργαλεία σήμερα για να επιλύουμε αυτές τις διαφορές μέσα στο σχολικό περιβάλλον. Με διάλογο, με κατανόηση και σεβασμό.
Το να διώξουμε τον μαθητή μόνο κακό θα κάνει στον ψυχισμό του. Γιατί ξέρετε και κάτι άλλο; Το παιδί αυτό θα συνεχίσει να μένει στη γειτονιά, θα συνεχίσει να βγαίνει με την παρέα του στα ίδια μέρη. Αν δεν λυθεί το ζήτημα που έχει προκύψει, θα συνεχίσει να υπάρχει εκτός του σχολικού περιβάλλοντος. Δεν μπορούμε να “καταδικάζουμε” παιδιά 12-13 ετών».
Στην υποστελέχωση αναφέρεται και η κα Βιδάλη. «Δεν μπορεί να απαξιώνουμε το σχολείο, να το υποστελεχώνουμε, να στερούμε βασικά μαθήματα από ένα σχολείο το οποίο θα έπρεπε να διαπαιδαγωγεί και κοινωνικά τα παιδιά».
Η κα Παπαμιχαήλ επικεντρώνεται στην ανάγκη ύπαρξης ψυχοεκπαιδευτικών προγραμμάτων στο σχολείο, με τη συμμετοχή και των γονέων, για την ανάπτυξη κοινωνικών δεξιοτήτων, την καλλιέργεια ενσυναίσθησης, σεβασμού προς τον εαυτό και τον άλλον, διεκδίκησης δικαιωμάτων και υπευθυνότητας στην εκπλήρωση των υποχρεώσεων, πνευματικής καλλιέργειας και ουσιαστικής παιδείας.
«Γι΄ αυτό χρειαζόμαστε καταρτισμένους εκπαιδευτικούς, με εργαλεία στα χέρια τους και άλλους επαγγελματίες να τους πλαισιώνουν (κι όχι φυσικά τους λίγους -όπου υπάρχουν- σχολικούς ψυχολόγους και κοινωνικούς λειτουργούς που γυρνούν από σχολείο σε σχολείο μέσα στην εβδομάδα).
Να επαναφέρουμε τη λειτουργία των σχολών γονέων, να ανοίξουμε το σχολείο στην κοινότητα, να φροντίσουμε τις γειτονιές μας, να δημιουργηθούν προγράμματα πολιτισμού και αθλητισμού για όλους/-ες, να γίνουν έργα υποδομής, να στελεχωθούν με σταθερά εργαζόμενους/-ες και όχι συμβασιούχους οι κοινωνικές υπηρεσίες των δήμων, να δημιουργηθούν διευθύνσεις προστασίας για την οικογένεια και τα παιδιά στους δήμους της χώρας».
Κοινωνικοί λειτουργοί και ψυχολόγοι στα σχολεία;
Ο ρόλος των κοινωνικών λειτουργών και των ψυχολόγων στα σχολεία είναι κρίσιμος και πολυπαραγοντικός. Πώς όμως θα κάνουν σωστά τη δουλειά τους όταν, όσοι έχουν διορισθεί, θα πρέπει να έχουν υπό την εποπτεία τους πέντε σχολεία μέσα στην εβδομάδα, κάτι που αντιστοιχεί στο «ένας κοινωνικός λειτουργός κι ένας ψυχολόγος ανά 800-1000 μαθητές»;
Η κα Μπουλμέτη αναφέρει σχετικά: «Το εγχείρημα είναι πολύ δύσκολο πραγματικά. Ας πάρουμε το παράδειγμα ενός σχολείου 200 μαθητών χωρίς κοινωνικό λειτουργό και ψυχολόγο, με υποστελεχωμένες κοινωνικές υπηρεσίες και υπηρεσίες ψυχικής υγείας στην κοινότητα.
Στις κοινωνικές υπηρεσίες των δήμων η αναλογία είναι ένας κοινωνικός λειτουργός ανά 40.000 κατοίκους, σύμφωνα με το ΣΚΛΕ. Στην περίπτωση των Επιτροπών Διεπιστημονικής Υποστήριξης (Ε.Δ.Υ.), που εργάζονται κοινωνικός λειτουργός και ψυχολόγος, που θα λέγαμε ότι εκεί πραγματικά οι συνθήκες είναι ευνοϊκότερες για την υποστήριξη της σχολικής κοινότητας, οι συνάδελφοι μοιράζονται σε πέντε σχολεία και ο όγκος των περιπτώσεων που διαχειρίζονται είναι δυσανάλογος σε σχέση με τον χρόνο για να μπορέσουν να ασκήσουν το έργο τους επιστημονικά».
Ο κοινωνικός λειτουργός στα σχολεία είναι ο συνδετικός κρίκος ανάμεσα στο σχολείο, την οικογένεια και άλλους κοινωνικούς φορείς και υπηρεσίες. Στηρίζει τους μαθητές και τους γονείς και τους ενδυναμώνει, εστιάζοντας στις δυνάμεις και όχι στις αδυναμίες, ενισχύοντας τη λειτουργικότητά τους.
Η κα Μπουλμέτη τονίζει την ανάγκη συνέχειας στη σχέση που δημιουργεί ο κοινωνικός λειτουργός με τα παιδιά αλλά και τις οικογένειές τους. «Φανταστείτε όταν οι συνάδελφοι είναι αναπληρωτές και την επόμενη χρονιά θα βρεθούν να υπηρετούν σε διαφορετικά σχολεία. Θετικά αποτελέσματα παρατηρούμε σε Ε.Δ.Υ. που στελεχώνονται με μόνιμους κοινωνικούς λειτουργούς και ψυχολόγους, όπου αναπτύσσονται σχέσεις εμπιστοσύνης ανάμεσα στους εκπαιδευτικούς, τους μαθητές και τους γονείς, υπάρχει μακροπρόθεσμος σχεδιασμός και συνέχεια στο έργο τους. Επίσης με το πρόγραμμα ΕΣΠΑ,
Ενίσχυση και ενδυνάμωση της κοινωνικοσυναισθηματικής ανάπτυξης και ανθεκτικότητας των μαθητών, εργάζονται αναπληρωτές αλλά μεμονωμένα κοινωνικός λειτουργός ή ψυχολόγος ανά πέντε σχολεία, οι οποίοι προσλαμβάνονται κατά τη διάρκεια του έτους (μέχρι σήμερα που μιλάμε δεν έχουν προσληφθεί)».
Και συμπληρώνει: «Σε περιπτώσεις ενδοσχολικής βίας και εκφοβισμού παρεμβαίνουν άμεσα μαζί με τους άλλους επαγγελματίες βάσει των πρωτοκόλλων πρόληψης και διαχείρισης Ε.ΒΙ.Ε., σε επίπεδο σχολείου, μαθητών και οικογενειών, ανάλογα με τη σοβαρότητα κάθε περιστατικού. Δυστυχώς μαγικά ραβδιά δεν υπάρχουν και συνήθως χρειάζεται πολύς χρόνος για να δούμε αποτελεσματικές αλλαγές».
Τα μέτρα καταστολής θα δουλέψουν;
«Δεν μπορούμε να υποκαταστήσουμε την οικογένεια, τον βασικό πυρήνα ανατροφής των παιδιών, έχουμε τη δυνατότητα να αυστηροποιήσουμε τις ποινές», δήλωνε ο Κυριάκος Μητσοτάκης στο Υπουργικού Συμβούλιο στις 30 Σεπτεμβρίου, αναφερόμενος στις νέες ρυθμίσεις της κυβέρνησης για τη βία των ανηλίκων.
Οι νέες ποινικές διατάξεις αφορούν κατά βάση στους γονείς που πλέον θα έρχονται αντιμέτωποι με βαριές ποινικές ευθύνες για την παραβατικότητα των παιδιών τους και τις εκδηλώσεις βίαιης συμπεριφοράς. Παράλληλα θεσμοθετούνται και χρηματικά πρόστιμα κατά των γονέων που κρίνεται ότι παραμελούν τη νόμιμη εποπτεία των ανήλικων παιδιών τους, ενώ συζητείται και αναμένεται να καθοριστεί επακριβώς, ρύθμιση για μείωση του ορίου ανηλικότητας.
«Η ποινική αντιμετώπιση δεν είναι χαρακτηριστικό του φιλελεύθερου πρόσφατου κοινωνικού κράτους. Ποτέ στην ιστορία δεν έχει δώσει θετικά αποτελέσματα. Η ποινική αντιμετώπιση δεν είναι τυχαίο ότι επιτυγχάνεται και επιτρέπεται σε μια μεγαλύτερη ηλικία. Γιατί λέμε ότι τα παιδιά κάτω από μια ηλικία, κάτω από τα 14, είναι ποινικά αδιάφορα;
Για να είναι κάποιος ποινικά υπεύθυνος θα πρέπει να μπορεί να αντιλαμβάνεται τον κόσμο με τα δικά του μάτια κι όχι μέσα από τον μπαμπά του, τη μαμά του, τον δάσκαλο και τον φίλο του. Κι αυτό συμβαίνει σε μια μεγαλύτερη ηλικία, είναι η διαδικασία ωρίμανσης. Αυτό αντανακλάται και στον Ποινικό Κώδικα μέσω της οριοθέτησης της ηλικίας υπευθυνότητας», σχολιάζει η κα Βιδάλη.
«Η ποινική καταστολή και δη η αυστηροποίηση των ποινών δεν αποτελεί σε καμία περίπτωση επαρκή λύση αντιμετώπισης του σοβαρού ζητήματος της βίας μεταξύ ανήλικων μαθητών. Οι αιτίες αυτού του φαινομένου συνήθως εξαντλούνται σε επίπεδο ατομικής και οικογενειακής ευθύνης. Κατά την προσωπική μου γνώμη, αλλά και την άποψη πολλών ειδικών αλλά και της εκπαιδευτικής κοινότητας τα γενεσιουργά αίτια αγγίζουν βαθύτερα κοινωνικά προβλήματα.
Τα μέτρα καταστολής της κυβέρνησης δεν επιλύουν το πρόβλημα, ένα πρόβλημα που δεν είναι μονοδιάστατο αλλά πολυπαραγοντικό, ενώ παραβλέπονται οι κοινωνικές διαστάσεις του προβλήματος», σημειώνει ο κ. Αποστολόπουλος.
Οι πρόσφατες προτάσεις του Συνδέσμου Κοινωνικών Λειτουργών Ελλάδας προς την Εθνική Επιτροπή για τη Βία και την Παραβατικότητα των Ανηλίκων με τρόπο εμφατικό αναφέρουν ότι η πρόληψη λειτουργεί πιο αποτελεσματικά από την καταστολή.
«Τότε μπορούν να αντιμετωπιστούν οι παράγοντες που εντείνουν τα φαινόμενα, να δημιουργηθούν ευνοϊκότερες προϋποθέσεις μέσω της διαπαιδαγώγησης και της επανόρθωσης έναντι της τιμωρητικής πρακτικής, μέσα από μηχανισμούς προστασίας και υποστήριξης. Άλλωστε η επιστημονική κοινότητα έχει αποφανθεί για τις αρνητικές συνέπειες του εγκλεισμού των ανηλίκων και της μη αποτελεσματικότητας της αυστηροποίησης των παραβατικών συμπεριφορών», σημειώνει η κα Μπουλμέτη.
«Η καταστολή δεν μπορεί να επιφέρει ποτέ τη λύση σε ένα πρόβλημα, αντιθέτως μπορεί να γεννήσει νέα προβλήματα. Η διεθνής πρακτική μάς αποδεικνύει περίτρανα ότι όπου εφαρμόζεται η ποινική καταστολή ως απάντηση στην αντιμετώπιση κοινωνικών φαινομένων, υπάρχει αποτυχία.
Εκτός αν δεν μιλάμε για δημοκρατική διακυβέρνηση, αλλά για καθεστώτα. Το θέμα της μεταχείρισης των νεαρών ανηλίκων που εκδηλώνουν βίαιη συμπεριφορά, είναι ιδιαίτερα ευαίσθητο στον χειρισμό του και δεν υπάρχει, ή δεν θα έπρεπε να υπάρχει χώρος για ποινικό λαϊκισμό.
Η ποινική καταστολή στιγματίζει, αποκόπτει τα υποκείμενα από την κοινωνία και προσομοιάζει στη βίαιη συμπεριφορά (από την πλευρά του κράτους) την οποία αντιμάχεται. Τα αίτια της νεανικής βίας είναι πολλά και σύνθετα για να αντιμετωπιστούν με αυστηροποίηση των ποινών για τους δράστες και τις οικογένειές τους. Εκτός αν πιστεύουμε σε ιστορίες με μπαμπούλες», προσθέτει από την πλευρά της η κα Παπαμιχαήλ.
Κι αν μπουν στη φυλακή οι γονείς;
Η διάταξη για την παραμέληση εποπτείας ανηλίκου που ισχύει σήμερα και προβλέπει ποινή φυλάκιση ως ένα χρόνο για τους γονείς, αυστηροποιείται. Στο εξής προβλέπονται ποινές φυλάκισης, σε βαριές περιπτώσεις βίαιης συμπεριφοράς δεν θα είναι μετατρέψιμες σε χρήμα από τα δικαστήρια και θα είναι υποχρεωτικά εκτιτέες.
Επίσης θα επιβάλλονται χρηματικές ποινές σε γονείς που δεν επιτηρούν τα παιδιά τους που βιαιοπραγούν κατά άλλων παιδιών ή κατά ενηλίκων (παράδειγμα δασκάλους η καθηγητές). Τα όρια των χρηματικών προστίμων θα καθοριστούν με τις νέες διατάξεις που σύντομα θα προωθηθούν στη Βουλή για ψήφιση.
Οι βαριές ποινές κατά γονέων (φυλάκιση και πρόστιμα) θα ισχύουν σε περιπτώσεις βαριάς παραβατικότητας των παιδιών τους, όταν αυτά εγκληματούν κατά άλλων παιδιών ή διαπράττουν γενικά εγκλήματα βίας που διώκονται σε βαθμό κακουργήματος.
«Λέγεται με ευκολία στον δημόσιο διάλογο, με την κεκτημένη ταχύτητα ενός θυμικού διαλόγου πάνω στο ζήτημα και για να χαϊδευτούν τα αυτιά ενός φοβισμένου και φοβικού ακροατηρίου, να μπαίνουν φυλακή οι γονείς των παιδιών. Δεν σκέφτεται κανένας τι ακριβώς σημαίνει στην πράξη αυτό;
Γιατί μην μου πείτε ότι στην Ελλάδα θα μπει στ’ αλήθεια φυλακή ένας εύπορος, ένας κοινωνικά καλά ενταγμένος άνθρωπος, του οποίου το παιδί παραβατεί, γιατί αυτός θα έχει μια αξιοπρεπή νομική εκπροσώπηση και κατά τεκμήριο μάλλον θα καταφέρει να αποφύγει τη φυλακή.
Αυτός που θα μπει φυλακή θα είναι ο πατέρας ή η μάνα ενός ανηλίκου που παραβατεί· που είναι Ρομά, που είναι μετανάστης, που είναι κοινωνικά αποκλεισμένος, που είναι σεξεργάτρια. Όταν από ένα παιδί, που ήδη φλερτάρει με την παραβατικότητα στην εφηβεία του, παίρνεις τον γονιό και τον βάζεις στη φυλακή, ποιο νομίζουμε ότι θα είναι το αποτέλεσμα;
Θα μειώσει αυτό το μέτρο την επιθετικότητα και την παραβατικότητα στους δρόμους; Θα σπρώξουμε αυτό το παιδί κατευθείαν στην αγκαλιά του εγκλήματος», επισημαίνει ο κ. Νικολαΐδης, σχολιάζοντας τις νέες διατάξεις για τη βία των ανηλίκων.
Στην ανάγκη να στηριχθεί η οικογένεια, επιμένει και η κα Βιδάλη. «Πρέπει να στηριχθεί η οικογένεια, όχι να διαλυθεί. Το μέτρο της φυλάκισης των γονέων ή τα υπερ-πρόστιμα διαλύουν ό,τι έχει απομείνει από την ελληνική οικογένεια, αναφέρει.
«Θα την στηρίξουμε την ελληνική οικογένεια; Διότι έχοντας διαλύσει το σχολείο -δεν λέω ότι γίνεται εσκεμμένα, είναι λανθασμένες απόψεις η μία πάνω στην άλλη και προχειρότητες- ζώντας σε μια κοινωνία που μεταβάλλεται, βιώνοντας μια σειρά από κρίσεις που έχουν στερήσει υλικά και πνευματικά αγαθά στον κόσμο, διαλύουμε και την οικογένεια;
Πού; Σε κοινωνικές τάξεις οι οποίες υποφέρουν. Τι θα τα κάνουμε αυτά τα παιδιά; Θα τα βάλουμε σε δομές; Αυτό θέλουμε; Να δημιουργήσουμε παιδουπόλεις; Δεν νομίζω ότι είναι στα όρια της συνταγματικής νομιμότητας», προσθέτει.
Υπάρχει τελικά λύση;
Γεωργία Πατρωνούδη, Προϊσταμένη Υποδιεύθυνσης Προστασίας Ανηλίκων
«Αν και η Ελληνική Αστυνομία, ως κατασταλτικός μηχανισμός, καλείται να διαχειριστεί την παραβατικότητα των ανηλίκων στο τελευταίο στάδιο, όταν η παραβατική συμπεριφορά έχει ήδη εκδηλωθεί και εδώ προφανώς πρέπει να υπάρχει αντιμετώπιση – παρέμβαση, εντούτοις δίνει ιδιαίτερη έμφαση στον τομέα της πρόληψης.
Η Υπηρεσία μας, ιδίως τον τελευταίο χρόνο, έχει επιδιώξει και έχει έλθει πιο κοντά με τους νέους, μέσω των δράσεων μας στα σημεία που συγκεντρώνονται και ψυχαγωγούνται οι ανήλικοι, αλλά και μέσω των ενημερωτικών διαλέξεων στα σχολεία από εξειδικευμένα και έμπειρα στελέχη μας.
Σχεδόν καθημερινά καλούμαστε είτε από συλλόγους γονέων και κηδεμόνων είτε από τους ίδιους τους διευθυντές των σχολείων να ενημερώσουμε τους μαθητές γύρω από τα θέματα αυτά, για τις συνέπειες των παραβατικών πράξεων και τους κινδύνους που ελοχεύουν, να γνωρίζουν πού μπορούν να απευθυνθούν, ποιοι είμαστε και να κερδίσουμε την εμπιστοσύνη των νέων μέσα από την επικοινωνία αυτή.
Προς την κατεύθυνση αυτή θα θέσουμε σε λειτουργία μια καινοτόμα εφαρμογή για smartphone, το «Safe.YOUth».
Το «Safe.YOUth» παρέχει ενημέρωση και προστασία σε παιδιά και νέους. H εφαρμογή θα είναι διαθέσιμη στο app store και στο play store και θα μπορεί ο ανήλικος ή ο γονέας του να την κατεβάσει δωρεάν στο κινητό του. H εφαρμογή θα περιέχει:
- Ειδικά προσαρμοσμένο ενημερωτικό υλικό για τρεις ηλικιακές ομάδες (12-15, 15-18, 18+).
- Πλατφόρμα υποβολής ανώνυμων ή επώνυμων καταγγελιών, μέσω gov.gr.
- Δυνατότητα άμεσης τηλεφωνικής σύνδεσης με το «100» και το «10201» – Γραμμή Προστασίας Ανηλίκων.
- Emergency Button, το οποίο απευθύνεται σε ανηλίκους 12-18 ετών.
Για να μπορέσει να χρησιμοποιήσει ο ανήλικος χρήστης, το button, θα πρέπει να έχει κάνει προηγουμένως μία προεγγραφή με τα στοιχεία του, και όταν βρεθεί σε επείγουσα ανάγκη, θα πατήσει παρατεταμένα το Emergency Button.
Αμέσως ένα μήνυμα – ειδοποίηση με τα στοιχεία που έχει δηλώσει και τις συντεταγμένες της τοποθεσίας στην οποία βρίσκεται εκείνη τη στιγμή, αποστέλλεται στην Διεύθυνση Άμεσης Δράσης, προκειμένου να σταλεί άμεσα βοήθεια».
Γιώργος Νικολαΐδης, Ψυχίατρος – Διευθυντής Δ/νσης Ψυχικής Υγείας και Κοινωνικής Πρόνοιας, Κέντρο για την Μελέτη και την Πρόληψη της Κακοποίησης – Παραμέλησης των Παιδιών, Ινστιτούτο Υγείας του Παιδιού
«Πριν 20-25 χρόνια, επί της προεδρίας του Τζορτζ Μπους στις Ηνωμένες Πολιτείες, υπήρξε μια μαζική επένδυση στην αυστηροποίηση του πλαισίου αντιμετώπισης των κρουσμάτων βίας και παραβατικότητας των ανηλίκων.
Το “σύνθημα” ήταν: μηδενική ανοχή στην παραβατικότητα των ανηλίκων. Όταν μετρήθηκε η αποτελεσματικότητα αυτής της πολιτικής, τα αποτελέσματα ήταν άκρως απογοητευτικά γιατί φάνηκε ότι αυξήθηκαν τα κρούσματα, έγιναν πιο βαριά και πιο σοβαρά. Αντιθέτως, σε άλλες χώρες της Ευρώπης υπάρχει άλλου τύπου αντιμετώπιση και άλλου τύπου προγράμματα πρόληψης της ανήλικης παραβατικότητας, τα οποία κινούνται στην αντιδιαμετρική κατεύθυνση.
Αντί να φοβίζουν τα παιδιά ότι το ένα είναι κίνδυνος και απειλή για το άλλο, τονώνουν τη συλλογικότητα και την αλληλεγγύη μεταξύ τους, τονώνουν τον δεσμό μεταξύ τους.
Δουλεύουν ώστε να νιώσουν μια κοινότητα, να νιώσουν μια ομάδα, να νιώθουν μια συλλογικότητα που όταν ένα παιδί κινδυνεύει να παραβιαστούν τα δικαιώματά του, τα υπόλοιπα παιδιά ούτε κάθονται και γελάνε, ούτε επιχαίρουν και πάνε με τον ισχυρό.
Παρεμβαίνουν και προασπίζουν τα δικαιώματα του παιδιού που πάει να θυματοποιηθεί. Αυτά τα προγράμματα έχουν μετρημένη, τεκμηριωμένη αποτελεσματικότητα. Μειώνουν όντως τα κρούσματα. Όχι η αυστηροποίηση, όχι η επένδυση σε τεχνολογίες καταστολής και επιτήρησης».
Σοφία Βιδάλη, Καθηγήτρια Εγκληματολογίας και Αντεγκληματικής Πολιτικής στο Τμήμα Κοινωνικής Ανθρωπολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου
«Η Πολιτεία για να αντιμετωπίσει το κοινωνικό πρόβλημα της βίας των ανηλίκων, πρέπει να παρέμβει και η παρέμβαση δεν μπορεί να στρέφεται στα εργαλεία του ποινικού δικαίου. Είναι λάθος.
Μια ψύχραιμη παρέμβαση χρειάζεται να έχει μια πιο πραγματική αποτύπωση του φαινομένου, όχι μακροχρονική. Να εξεταστεί το περιβάλλον που συμβαίνουν αυτά τα περιστατικά.
Εκτιμώ ότι στην Αθήνα έχει διαφορετικές προσλαμβάνουσες το φαινόμενο από ό,τι μπορεί να έχει σε μία μικρή επαρχία της χώρας, γιατί έχουμε να κάνουμε με ένα τεράστιο αστικό κέντρο.Το άλλο που πρέπει να δούμε είναι ποια είναι αυτά τα παιδιά και για ποιους λόγους επιδίδονται σε τέτοιου είδους συμπεριφορές.
Το σπίτι έχει πολύ μικρότερη σημασία σήμερα από ό,τι έχουν τα social media, ο δρόμος, οι παρέες ή οτιδήποτε άλλο. Και αυτό το ξέρουμε πολλά χρόνια, δεν είναι τωρινό. Δεν λέω ότι οι γονείς δεν έχουν ευθύνη, έχουν. Το ζήτημα είναι τι εργαλεία δίνει η Πολιτεία στην ελληνική οικογένεια ώστε να τη στηρίξει για να μπορέσει να ασχοληθεί με τα παιδιά της και να κατανοήσει τι θα πει διαπαιδαγώγηση».
Λίζα Τσαλίκη, Καθηγήτρια στην Κοινωνία της Πληροφορίας, Πολιτική και Δημοφιλή Κουλτούρα στο Τμήμα Επικοινωνίας και ΜΜΕ του ΕΚΠΑ
«Υπάρχει μια φοβική διάσταση και μια άρνηση απέναντι στα μέσα, και μια άρνηση να δούμε τη ρίζα του προβλήματος. Η ρίζα του προβλήματος είναι η ευρύτερη κουλτούρα.
Οι δυνατότητες που μας δίνει η τεχνολογία δεν είναι η μοναδική πηγή των προβλημάτων και η απάντηση στα κακώς κείμενα.
Το να δαιμονοποιούμε τεχνολογία και κοινωνικά μέσα λέγοντας πόσο αρνητικά επηρεάζουν τον ψυχισμό των παιδιών, είναι απλοϊκό και θεωρούμε ότι έχουμε βρει μια λύση σε ένα πρόβλημα που είναι πολύ βαθύτερο. Ένα κοινωνικό πρόβλημα που απαιτεί αλλαγή κουλτούρας, διαπαιδαγώγηση, διαφορετική προσέγγιση στο σχολείο».
Γεωργία Μπουλμέτη, Κοινωνικός Λειτουργός και Σύμβουλος Εκπαίδευσης Κοινωνικών Λειτουργών:
«Μόνο αν επενδύσουμε στην πρόληψη θα έχουμε μακροπρόθεσμα αποτελέσματα. Αν επικεντρωθούμε στα παιδιά και παλέψουμε να τα υπερασπιστούμε. Να πιστέψουμε και να αναδείξουμε τα δυνατά τους σημεία.
Χρειαζόμαστε να εκπαιδευτούμε στη δημοκρατία, στον διάλογο, στον σεβασμό, στους κανόνες, στη συλλογικότητα και στην αλληλεγγύη.
Να μάθουμε να ακούμε τους άλλους, να επικοινωνούμε και να συνεργαζόμαστε. Τίποτα δεν είναι αυτονόητο.
Από την προσχολική ηλικία θα πρέπει να ξεκινήσουμε. Χρειαζόμαστε σχολεία με δημοκρατικό πολιτισμό, δημιουργικά, συμπεριληπτικά, που να ενισχύουν το αίσθημα του “ανήκειν” σε μία ομάδα, μια κοινότητα και να εμπνέουν την εμπιστοσύνη».
Στέλλα Παπαμιχαήλ, Κοινωνιολόγος – Εγκληµατολόγος, Επίκουρη Καθηγήτρια στο Τμήμα Κοινωνικής Εργασίας της Σχολής Διοικητικών, Οικονομικών και Κοινωνικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Δυτικής Αττικής
«Η βία των νέων αποτελεί μια βροντερή απόδειξη της αποτυχίας ενός συστήματος να προστατέψει τα παιδιά από τη βία. Την αποτυχία όλων μας και πρωτίστως του κράτους. Είναι λάθος να παρουσιάζεται το θέμα ως ατομικό ή οικογενειακό πρόβλημα. Η νεότητα χρειάζεται το ειλικρινές ενδιαφέρον μας. Όχι μόνο με δηλώσεις, αλλά με πράξεις, με έργα.
Η πολιτική αντιμετώπιση του φαινομένου μέχρι στιγμής μάς δείχνει ότι ουδεμία προσπάθεια γίνεται για να κατανοηθεί το φαινόμενο, κάτι το οποίο θα απαιτούσε, μεταξύ άλλων, το κράτος να αναλάβει πρώτο τις ευθύνες του.
Στις μέρες μας αναβιώνουν αναχρονιστικές απόψεις, που έχουν καταρριφθεί από την επιστήμη και την κοινωνία, σύμφωνα με τις οποίες τα κοινωνικά φαινόμενα συνδέονται ψευδώς, με ατομικά και προσωπικά προβλήματα και που μπορεί να αντιμετωπιστούν καλύτερα από μεμονωμένους γιατρούς, θεραπευτές και φιλανθρωπικές οργανώσεις. Η βία των ανηλίκων είναι ένα πολυπαραγοντικό κοινωνικό φαινόμενο και ως τέτοιο πρέπει να προσεγγιστεί.
Οι παρεμβάσεις θα πρέπει να γίνονται προς πολλές κατευθύνσεις κι όχι μεμονωμένα. Μια κοινωνία που δεν επενδύει στην πρόληψη, είναι καταδικασμένη να κυνηγάει τις συνέπειες μια εκδηλωμένης συμπεριφοράς που μετατρέπεται σε κοινωνικό πρόβλημα.
Μία κοινωνία που επενδύει στην τιμωρία και την καταστολή δεν είναι μια δημοκρατική κοινωνία. Οι επιστήμονες έχουν δείξει τον δρόμο, τον οποίο οι κυβερνήσεις αρνούνται να ακολουθήσουν. Πρόληψη, εκπαίδευση, συνεργασία, σωστή ενημέρωση, σταθερές βάσεις και σχεδιασμός σε μίκρο- μέσο- μάκρο επίπεδο.
Οι νέοι/-ες πρέπει να βρίσκονται στο επίκεντρο της προσοχής μας από πολύ μικρή ηλικία. Η προσοχή αυτή δεν αφορά στην προστασία από το «κακό», αλλά αφορά στη στόχευση δημιουργίας ενημερωμένων, ευαισθητοποιημένων και ενεργών πολιτών».
Μιχάλης Αποστολόπουλος, Μαθηματικός Ph.D., M.Sc., καθηγητής ΕΠΑΛ, πρώην Αντιπρόεδρος Γ ΕΛΜΕ Αθήνας
«Ο μάχιμος εκπαιδευτικός στις μέρες μας καλείται να παίξει τον άχαρο ρόλο του “παιδονόμου” και του «σχολικού αστυνομικού» εκτελώντας χρέη ψυχολόγου και κοινωνικού λειτουργού χωρίς να διαθέτει τις ειδικές γνώσεις και δεξιότητες παραμερίζοντας τον παιδαγωγικό και διδακτικό του ρόλο και θέτοντάς τον απέναντι στους μαθητές.
Οφείλει η Πολιτεία να αντιληφθεί ότι η σχολική βία είναι στην ουσία κοινωνική βία και να λάβει τα αναγκαία μέτρα.
Πρωτίστως, το σχολείο πρέπει να γίνει πιο ελκυστικό κι ανθρώπινο. Να πάψει επιτέλους να αποτελεί ένα απέραντο εξεταστικό κέντρο και προθάλαμος του Πανεπιστημίου, να αλλάξουν τα αναλυτικά προγράμματα, να μειωθεί ο αριθμός των μαθητών ανά τμήμα και να υπάρξει μόνιμη παρουσία ψυχολόγων και κοινωνικών λειτουργών σε κάθε σχολική μονάδα».
Γιώργος Ντούτσουλης, Πρόεδρος Συλλόγου Γονέων και Κηδεμόνων 1ο Δημοτικό Σχολείο Βούλας, Πρόεδρος Ένωσης Συλλόγων Γονέων και Κηδεμόνων του Δήμου Βάρης-Βούλας-Βουλιαγμένης
Οι εκπαιδευτικοί σε καμία περίπτωση δεν επιδιώκουν να στοχοποιήσουν μαθητές και γονείς.
«Θα πρέπει οι γονείς να είμαστε πιο κοντά στους εκπαιδευτικούς. Αν επιτρέψουμε στους εκπαιδευτικούς να αποκτήσουν μαζί μας μια σχέση και μια επικοινωνία τότε θα καλλιεργηθεί ο σεβασμός και η ευαισθησία και θα δούμε ότι τα πράγματα θα αλλάξουν.
Οι εκπαιδευτικοί μας λειτουργούν με διάθεση να προστατεύσουν και να ενημερώσουν για το βέλτιστο συμφέρον των παιδιών».