Όταν κάθεσαι να βάλεις σε λέξεις την ζωή και την καριέρα του Γιάννη Μπέζου γνωρίζεις ότι είσαι a priori ηττημένος. Πώς να χωρέσεις σε προτάσεις τους ρόλους, τους ήρωες, τις ερμηνείες, τα έργα αλλά και τη στιβαρή και διαχρονικά ειλικρινή και νηφάλια δημόσια στάση του; Και δεν είναι μόνο αυτό το πρόβλημα.

Το ζήτημα με τον ηθοποιό που ακόμα κι έπειτα από 45 χρόνια στο θέατρο παραμένει μάχιμος και κυρίως γεμάτος αγωνία, χαρά αλλά και δημιουργική αμηχανία απέναντι στη δουλειά του είναι ότι έχει ταυτιστεί μέσα από τους χαρακτήρες που έχει ενσαρκώσει με πολύ προσωπικές στιγμές του καθενός μας. Μας έχει κάνει παρέα, μας έχει συντροφεύσει, μας έχει παρηγορήσει.

Ο Γιάννης Μπέζος αν και στην πραγματικότητα παραμένει ένας ακριβοθώρητος καλλιτέχνης, για τον καθένα από μας συμβολίζει κάτι πολύ οικείο και προσωπικό.

Από αυτή την προσωπική – αλλά όχι αυθαίρετη διαπίστωση- του ζήτησα να ξεκινήσουμε τη συζήτησή μας το απόγευμα της περασμένης Τρίτης στα καμαρίνια του Εθνικού Θεάτρου. Εκεί όπου επιστρέφει για έβδομη φορά για να υποδυθεί έναν ρόλο-ορόσημο, τον Αρνόλφο από το «Σχολείο των Γυναικών» του Μολιέρου σε σκηνοθεσία Αλέξανδρου Μυλωνά.

Φωτογραφία: Νίκος Κόκκας

Αντιλαμβάνεστε αυτό που μπορεί να νιώθουμε εμείς για σας;

Όχι, δεν καταλαβαίνω τίποτα.

Αντιμετωπίζετε δηλαδή τον εαυτό σας όπως όταν ξεκινούσατε;

Λίγο πιο σεμνά τώρα (γελάει).

Δηλαδή νεότερος πώς σας αντιμετωπίζατε;

Όταν είσαι νέος έχεις την ψευδαίσθηση ότι όλα ξεκινάνε από σένα. Αυτό είναι καλό ως ένα σημείο. Σου δίνει κίνητρο.

Δεν μπορεί ένα παιδί 20 χρονών να συμπεριφέρεται όπως ένας άνθρωπος που έχει περάσει τα 65. Θα ήταν τρελό. Με τα χρόνια όμως και όταν έχεις περάσει από όλο αυτό το ρεπερτόριο, τις δουλειές, τις ατέλειωτες ώρες γυρισμάτων, ηχογραφήσεων, παραστάσεων, σκηνοθεσιών, προβών, προετοιμασίας, συνειδητοποιείς ότι όλα αυτά δεν ήταν στον ορίζοντά σου όταν ξεκινούσες.

«Η δουλειά μας είναι ατομική υπόθεση. Αλλά έχει την κατάρα να θέλει ομαδικότητα. Όποιος σας λέει το αντίθετο, λέει ψέματα»

Δε σας φανταζόσασταν δηλαδή όπως είστε σήμερα;

Σε καμία περίπτωση. Δεν ξεκινάς τη δουλειά, για να κάνεις όσα σας είπα παραπάνω. Την ξεκινάς γιατί θες να αναμετρηθείς με κάτι – μάλλον με τον εαυτό σου- με αφορμή κάποια κείμενα.

Είναι ένα προσωπικό στοίχημα το θέατρο σε ό,τι αφορά την υποκριτική.

Να καταλάβω ότι ήσασταν ανήσυχο πνεύμα;

Περισσότερο περιέργεια είχα. Αναρωτιόμουν “πώς γίνεται αυτό το πράγμα; Τι γίνεται όταν κλείνει η αυλαία;”. Ξέρετε, το θέατρο είναι ζωντανή υπόθεση, έχει κοινή ανάσα με τον αποδέκτη, έχει μαγεία.

Φωτογραφία: Νίκος Κόκκας

Έχει όμως και έκθεση. Δε σας τρόμαξε ποτέ;

Καθόλου. Μου άρεσε, το φανταζόμουν. Πρέπει μάλιστα να σας πω ότι νεότερος στο σχολείο δεν έπαιζα σε ερασιτεχνικές παραστάσεις, δεν ήμουν το παιδί που απάγγελε ποιήματα. Βέβαια δεν ήταν και πολύ της μόδας τότε αυτά. Μετά έγιναν. Κι είναι και λίγο καταστροφικά, γιατί δίνουν μια ψευδαίσθηση στα παιδιά.

Το θέατρο είναι άλλη ιστορία. Δεν ζητάμε τη συμπάθεια του κοινού, ζητάμε το εισιτήριό του. Ξεκινώντας πάντως στο θέατρο εκείνο που με μάγευε ήταν το πώς μοιράζεσαι ένα χρόνο πάνω στη σκηνή με τους άλλους ηθοποιούς και με τους θεατές.

Τους βάζετε πολύ στη εξίσωση τους θεατές.

Πώς αλλιώς; Δεν έχει νόημα διαφορετικά. Μη σας πω ότι στο θέατρο παίζει μόνο ο θεατής (γελάει).

Καταλαβαίνω πάντως ότι αποφασίσατε να κάνετε θέατρο για βρείτε τον εαυτό σας, όχι για να γίνετε κάποιος άλλος, όπως ακούμε συχνά.

Δεν μπορείς να γίνεις κάποιος άλλος έτσι κι αλλιώς. Αυτά τα βαρύγδουπα που ακούω ότι τάχα “μπήκε στο πετσί του ρόλου” είναι αφελή κλισέ. Το θέατρο θέλει προσωπικότητα πάνω απ’ όλα. Αυτό ενίοτε μεταφράζεται ως μανιέρα με την κακή έννοια, όταν γίνεται διαστροφικό και υπερβολικό. Η προσωπικότητα όμως είναι ένας τρόπος να μεταφέρεις αυτό που θέλει το έργο να πει.

«Δεν έκανα δουλειές για να ασκήσω εξουσία. Θα μπορούσα να το κάνω. Αυτό είναι το εύκολο. Το δύσκολο είναι να συνυπάρχεις»

Αυτό ένας ηθοποιός το γνωρίζει από την αρχή;

Όχι. Άλλωστε η προσωπικότητα διαμορφώνεται σιγά σιγά. Είναι μια προσωπική υπόθεση, πέρα και έξω από το ταλέντο. Είναι άλλη διαδικασία. Θέλει αυτοπεποίθηση, σιγουριά, παιδεία, διάβασμα, να μάθεις να ακούς και να μη μιλάς πολύ, να παραδειγματίζεσαι από ανθρώπους που έχουν ενδιαφέρον.

Εσείς πότε νιώσατε ώριμος;

Τα τελευταία δέκα χρόνια. Αλλά αυτή η διαδρομή δεν έχει τέλος. Οταν είμαστε νέοι έχουμε πολλές απαντήσεις. Μεγαλώνοντας όμως πληθαίνουν τα ερωτηματικά μας.

Αναπάντητα όμως.

Μα αν δεν είναι αναπάντητα δεν έχει νόημα να κάνουμε αυτή τη δουλειά. Όλες οι εκφάνσεις της τέχνης έχουν να κάνουν με τη μάχη απέναντι στο θάνατο. Δε θα αντιμετωπίσεις ποτέ το πεπερασμένο, αλλά μπορείς με ένα τρόπο να του αντιτίθεσαι. Αν ήμασταν αθάνατοι, δε θα κάναμε τέχνη.

Σας φανταστήκατε ποτέ αλλιώς; Εννοώ όχι ηθοποιό;

Δεν το διανοήθηκα ποτέ. Και δε θα μπορούσα να κάνω κάτι άλλο.

Φωτογραφία: Νίκος Κόκκας

Σας έχει φανεί ποτέ πολύ αυτό που έχετε κατακτήσει; 

Δεν το ‘χω σκεφτεί. Αλλά νιώθω ευγνώμων γιατί ποτέ δεν είχα φανταστεί ότι θα γίνονταν όλα αυτά τα πράγματα. Βέβαια πρέπει να πω ότι όλα έγιναν με πολύ μόχθο, με πολύ ρίσκο και πάρα πολλές, ατελείωτες ώρες δουλειάς.

Μιλάτε για ρίσκο. Έχετε αποτύχει ποτέ;

Δεν έχω κάνει καραμπινάτη, καταστροφική αποτυχία. Αλλά έχω κάνει και αποτυχίες. Ήταν όμως ευθύνη δική μου.

Γιατί ούτε ο χρόνος, ούτε ο χώρος ήταν ο σωστός. Ή μπορεί και ο τρόπος που έγινε να μην ήταν σωστός. Οι ηθοποιοί καμιά φορά είμαστε ιδρυματοποιημένοι, αυτοθαυμαζόμαστε ενώ δεν ενδιαφέρει κανέναν αυτό που κάνουμε.

Η κοινωνική συνθήκη, αυτά που ζούμε και συζητάμε παίζουν ρόλο στην επιλογή ενός έργου ή ενός ρόλου;

Παίζουν τόσο όσο.

Γιατί λοιπόν το «Σχολείο των Γυναικών» τώρα;

Ήταν μια δική μου επιλογή. Υπήρξε η πρόταση του Εθνικού Θεάτρου, την οποία θεώρησα όπως πάντα πολύ τιμητική. Δε μιλάμε απλά για ένα σπουδαίο και σύνθετο ρόλο ή για μια κωμωδία.

Είναι μια κατάθεση συμπεριφοράς, η οποία τελικά δεν αφορά μόνο την εποχή που γράφτηκε το έργο, τον 17ο αιώνα. Αλλά μας ακολουθεί μέχρι σήμερα με ποικίλους τρόπους. Ο Αρνόλφος δεν είναι ένας άνθρωπος που θα συναντήσουμε στο δρόμο, αλλά μπορούμε να αναγνωρίσουμε σε εκείνον πολλά δικά μας στοιχεία.

Δεν είμαστε αθώοι. Όλοι μας θέλουμε οι άλλοι να ικανοποιούν τις διαθέσεις και τις προθέσεις μας. Το ρούχο μας μπορεί να αλλάζει, αλλά δεν έχει αλλάξει το σώμα μας.

«Τα χόρτασα όλα. Ούτως ή άλλως δε θα οδηγήσω τους ανθρώπους στο φως. Όσο μπορώ θα τους βοηθώ να περνούν κάποιες ώρες για να γαληνεύει η καρδιά τους»

Δεν έχουμε κάνει βήματα εμπρός;

Δεν έχουμε κάνει βήματα μέσα μας.

Ναι, αλλά δε μιλάμε πια πιο ανοιχτά για τα δικαιώματα; Είναι προϊόν υποκρισίας; Είναι μόδα;

Όλοι μιλάμε για τα δικαιώματα. Το θέμα είναι τι εννοούμε. Ο άνθρωπος είναι εγωιστικό ον. Ξέρετε, η ελευθερία είναι τελικά προσωπική υπόθεση. Είναι δύσκολο να την κατακτήσεις. Αλλά στο τέλος της μέρας αυτή η ελευθερία παράγει τον πολιτισμό.

Έχουμε μέσα μας ένα κακό εαυτό τον οποίο χειριζόμαστε και ελέγχουμε για να καταφέρουμε να συμβιώσουμε. Λέμε συχνά αυτός είναι ένας πολύ κακός ή ένας πολύ καλός άνθρωπος. Αυτά είναι σχετικά. Όλοι μας έχουμε ένα κομμάτι πολύ σκοτεινό κι ένα πολύ λαμπερό.

Φωτογραφία: Νίκος Κόκκας

Εσείς πώς τα πάτε με αυτό το χειρισμό;

Έχω κάνει μεγάλη προσπάθεια. Παλαιότερα ήμουν πολύ εκρηκτικός και συγκεντρωτικός στη δουλειά, αλλά πλέον έχω μεγαλύτερη ανεκτικότητα. Καταλαβαίνω τους άλλους περισσότερο.

Παλιότερα δεν το καταλάβαινα. Γινόμουν εύκολα έξαλλος, καμιά φορά έκανα και ακρότητες, τις οποίες τώρα μετανιώνω φριχτά. Τα τελευταία χρόνια δίνω ένα μπράβο στον εαυτό μου γιατί έχω μάθει να μεταχειρίζομαι καλύτερα τα πράγματα.

Πώς διαχειριστήκατε την εξουσία που σας έδωσε η επιτυχία;

Δεν έγινα ποτέ αυτός που πίστεψε ότι έχει κατακτήσει τα πάντα και θα κάνει ό,τι θέλει. Η αγωνία μου ήταν πάντα τι θα δουν οι θεατές.

Δεν έκανα δουλειές για να ασκήσω εξουσία. Θα μπορούσα να το κάνω. Αυτό είναι το εύκολο. Το δύσκολο είναι να συνυπάρχεις. Γι’ αυτό ταλαιπωριόμουν τόσο πολύ.

Μου λέτε πάλι για το κοινό. Τη νιώθετε την αγάπη του;

Νομίζω ότι δεν είναι αγάπη αλλά εκτίμηση. Το κοινό δεν ακολουθεί ρόλους. Ακολουθεί τους ανθρώπους. Και απλώς θυμάται ότι κάποιες στιγμές τους κρατήσαμε μια καλή συντροφιά. Τους κάναμε να γελάσουν ή να συγκινηθούν ή στο τέλος τέλος τους παρηγορήσαμε. Αυτή δεν είναι η αποστολή της τέχνης; Να παρηγορεί τους ανθρώπους.

Να τους δημιουργεί έναν άλλο χρόνο από αυτόν τον ζοφερό που ζούμε όλοι μας. Προσπάθησα όλη μου την ζωή να το κάνω όσο μπορούσα καλύτερα. Νομίζω ότι αυτό ακολουθεί το κοινό. Ας το πούμε εμπιστοσύνη.

Σκέφτομαι ότι είστε κατ’ αναλογία σαν το comfort food της μαμάς.

Πείτε το κι έτσι. Αυτά τα βαφτίζει ο χρόνος. Δε γίνονται από τη μια στιγμή στην άλλη. Και πάντα υπάρχει ο κίνδυνος να σε σταματήσει μια επιτυχία και να σου δώσει την ψευδαίσθηση ότι απασχολείς πολύ τους ανθρώπους ενώ δεν τους απασχολείς ιδιαίτερα.

Γνωρίζουμε πολλούς ανθρώπους, αλλά δεν τους εκτιμάμε όλους. Το κοινό δεν καταθέτει μόνο το εισιτήριό του στο θέατρο αλλά και το χρόνο του. Και θέλει ο ηθοποιός να είναι συνεπής στο ραντεβού τους.

«Στον εαυτό μου έδωσα μπράβο, αλλά δεν έκατσα σε κανένα θρόνο. Περιμένω πότε θα με γκρεμίσουν. Να μου πουν “φτάνει πια” και να έχω να διαχειριστώ τη δύση μου»

Λέτε για την προσοχή και σκέφτομαι ότι όλοι μας πια τη μοιράζουμε σε εκατοντάδες ερεθίσματα. Έχει αλλάξει ο τρόπος που το κοινό παρακολουθεί θέατρο;

Ενδεχομένως να έχει αλλάξει με την έννοια ότι έχει αλλάξει ο χρόνος μέσα μας. Όμως όταν το θέατρο γίνεται με μαγεία και ποίηση και συμβαίνει κάτι το ακολουθεί ο θεατής. Δε νομίζω ότι οι άνθρωποι είναι τόσο «μολυσμένοι». Θεωρώ ότι ακόμα και οι νέοι, αν συμβαίνει κάτι ενδιαφέρον, θα σηκώσουν το βλέμμα από το κινητό τους.

Λέμε ότι ένα παιδί εθίζεται στο κινητό ή στο τάμπλετ. Το θέμα είναι τι συμβαίνει στην οικογένεια, στο σπίτι του. Αν μαθαίνει από τους γονείς του να αναμετριέται με την αμηχανία της ματιάς. Την ευθύνη δεν την έχουν οι νέοι. Την έχουν οι μεγάλοι. Όταν λέω μεγάλοι εννοώ τη δική μου γενιά.

Αφήσατε κακή κληρονομιά;

Λόγια πολλά, συνθήματα και μεγάλες, βαριές κουβέντες. Αυτά έφεραν την κατάσταση που ζήσαμε, η οποία εκφράστηκε μέσα από την οικονομική κρίση η οποία ήταν όμως και βαθιά πολιτισμική. Οι αξίες υποκαταστάθηκαν από το χρήμα – ειδικά τη δεκαετία του ‘80- και είχαμε μια ψευδαίσθηση ευτυχίας.

Την είχατε και σεις;

Βέβαια. Μόνο που αργότερα έπρεπε να πληρώσει κάποιος το λογαριασμό. Και τον πληρώνουν τώρα οι νέοι.

Βγήκαμε σοφότεροι από την κρίση;

Όχι. Ήμουν βέβαιος γι’ αυτό. Και την ευθύνη την έχει το πολιτικό σύστημα που δε λέει την αλήθεια ποτέ. Τι λέει; Ό,τι του κατέβει.

Δε θα ‘πρεπε όμως και οι πολίτες να είμαστε πλέον πιο ώριμοι και υποψιασμένοι;

Έχω την αίσθηση ότι η νεότερη γενιά θα φέρει τη διαφορά. Πρέπει να μάθουμε να δουλεύουμε συνθετικά κι εμείς δουλεύουμε ακόμα διαλυτικά.

Την ευθύνη μας την αναλαμβάνουμε;

Δεν μπορώ να μιλήσω γενικά. Υπάρχει μια τάση, είναι μάλλον ένα βαλκανικό φαινόμενο, να λέμε ότι πάντα φταίει κάποιος άλλος. Έχω την εντύπωση ότι οι νεότεροι δεν είναι σε αυτό το κλίμα. Οι νέοι γνωρίζουν ότι η ελευθερία εμπεριέχει την ευθύνη.

Να λέμε λόγια και συνθήματα, να πιστεύουμε ότι είμαστε οι καλύτεροι του κόσμου, ότι μας κυνηγάνε όλοι, ότι όλοι συνωμοτούν να αλλοιώσουν την προσωπικότητά μας, δεν είναι παρά οι μύθοι μέσα στους οποίους ζούμε. Απορώ πώς πορεύεται αυτή η χώρα. Με αυτόματο πιλότο, με έναν τρόπο μαγικό. Θα το ξέρετε φαντάζομαι πως είμαστε η χώρα του περίπου (γελάει).

«Ο Γιάννης Φέρτης ήταν το σημείο αναφοράς μου. Ένας άνθρωπος που, όταν μίλαγε, εκείνο που είχε να πει μετρούσε»

Δεν απογοητεύεστε;
Δεν απογοητεύομαι πια. Καμιά φορά με εκνευρίζει, αλλά ενίοτε το βρίσκω και λίγο αστείο. Μπαίνω στη θέση των ξένων που έρχονται στην Ελλάδα να ζήσουν αυτό το περίπου, την αίσθηση ότι δε χρειάζεται να υπακούν αυστηρά σε κανόνες. Παίρνω λοιπόν την τουριστική ματιά.

Μέσα από τη δουλειά σας έχετε τη δυνατότητα να απευθύνεστε στο μεγάλο κοινό. Τι σας ενδιαφέρει περισσότερο; Να επικοινωνείτε με τους λίγους ή να εκπαιδεύετε τους πολλούς;

Δε θέλω να εκπαιδεύσω κανέναν. Δεν έχει αυτό το σκοπό το θέατρο. Η εκπαίδευση είναι δουλειά του σχολείου. Το σχολείο δε, αντί να κάνει εκπαίδευση, κάθεται και κάνει θέατρο και δήθεν καλλιτεχνικές εκδηλώσεις. Δουλειά του σχολείου είναι να μεταφέρει γνώση, να μάθει τους ανθρώπους να λειτουργούν αναλυτικά, να γίνει γοητευτικό για να θέλει το παιδί να επιστρέφει εκεί.

Η τέχνη, όπως έλεγε και ο Εγγονόπουλος, μας βοηθάει να πεθάνουμε. Δε μας βοηθάει να ζήσουμε. Και δεν απευθύνεται στην παιδεία αλλά στην ευαισθησία.

Επειδή έχω γυρίσει όλη την Ελλάδα πολλές φορές, έχω γνωρίσει κοινό στην περιφέρεια που μπορεί να μην έχει δει πολύ θέατρο ή και καθόλου και να είναι πιο ευαίσθητο και ανοιχτό στην επικοινωνία από το δήθεν ψαγμένο κοινό της πρωτεύουσας. Αυτό το δήθεν κοινό είναι ό,τι χειρότερο υπάρχει.

Έχετε κακοπάθει;

Όχι, αλλά το βλέπω και το παρακολουθώ. Είναι αυτοί που υποτίθεται ότι ξέρουν. Εγώ κάνω αυτή τη δουλειά 45 χρόνια και δεν ξέρω τίποτα.

Φωτογραφία: Νίκος Κόκκας

Δεν μπορεί. Κάτι θα ‘χετε μάθει.

Δεν ξέρεις επί της ουσίας. Όταν παίρνεις ένα κείμενο, ακόμα και το πιο απλό, δεν ξέρεις πώς να το κάνεις. Σε πιάνει μια έγνοια, μια δημιουργική αμηχανία. Ε, δε γίνεται να έρχεται κάποιος απ’ έξω και να σου λέει εγώ ξέρω.

Τους ήρωές σας τους φαντάζεστε;

Όχι. Όταν πιάνεις ένα κείμενο κάνεις μια εικόνα του ρόλου, αλλά κατά κανόνα δεν είναι τελικά αυτή. Με την τριβή, με την πρόβα, με την εμπειρία, με τους συναδέλφους και τη σκηνοθεσία καταλαβαίνεις ότι μπορεί να είναι και κάτι άλλο που δε σου ‘χε περάσει καν από το μυαλό.

Μου λέτε για τους συναδέλφους σας. Παίζετε ομαδικά;

Καθόλου ομαδικά. Η δουλειά η δική μας είναι ατομική υπόθεση. Αλλά έχει την κατάρα να θέλει ομαδικότητα. Όποιος σας λέει το αντίθετο, λέει ψέματα. Σου δίνει το περιθώριο να ξεχωρίσεις, αλλά πρέπει εκ των πραγμάτων να γίνει μαζί με άλλους.

Αυτό δε σημαίνει εξίσωση προς τα κάτω. Σημαίνει ότι αυτός που θα διακριθεί, θα διακριθεί ο κόσμος να χαλάσει. Και πρέπει να γίνει αυτό. Κι αν οι υπόλοιποι είμαστε σοβαροί πρέπει να το παίρνουμε ως παράδειγμα για να φτάσουμε εκεί. Όχι να λειτουργούμε συμπλεγματικά. Θέλει εσωτερική οργάνωση.

Εσείς πώς οργανώνεστε;

Διαβάζω πολύ. Τώρα ας πούμε που ανεβάζουμε αυτό το έργο κάνω έρευνα, ψάχνω, διαβάζω. Και βεβαίως βοηθά η συναναστροφή και η συζήτηση με τους συντελεστές. Ακόμα και με τους νεότερους αλλά και τους νεότατους.

Μπορεί να ακούσεις από έναν νέο που βγήκε χθες από τη σχολή κάτι που δε θα το ακούσεις από κάποιον παλαιότερο. Και πρέπει να είσαι έτοιμος να το αρπάξεις και όχι να κάθεσαι στο θρόνο σου.

«Απορώ πώς πορεύεται αυτή η χώρα. Με αυτόματο πιλότο, με έναν τρόπο μαγικό. Θα το ξέρετε φαντάζομαι πως είμαστε η χώρα του περίπου»

Δεν καθίσατε ποτέ σε θρόνο;
Ποτέ. Στον εαυτό μου έδωσα μπράβο, αλλά δεν έκατσα σε κανένα θρόνο. Περιμένω πότε θα με γκρεμίσουν (γελάει). Να μου πουν “φτάνει πια” και να έχω να διαχειριστώ τη δύση μου.

Σας απασχολεί αυτή η δύση;
Βεβαίως. Τα χόρτασα όλα. Ούτως ή άλλως δε θα οδηγήσω τους ανθρώπους στο φως. Όσο μπορώ θα τους βοηθώ να περνούν κάποιες ώρες που θα γαληνεύει η καρδιά τους.

Αυτό θέλετε να λένε όταν βλέπουν τις παραστάσεις σας;

Ναι. Και ότι τους ανησύχησαν λίγο, τους ξεβόλεψαν. Η τέχνη πρέπει να σε ενοχλεί δημιουργικά, να σε ερεθίζει. Εκ των πραγμάτων αυτό δεν μπορεί να το κάνει η τηλεόραση γιατί είναι μια οικιακή συσκευή.

Θα σας πουν αχάριστο.

Καθόλου. Η τηλεόραση έχει σκοπό να κρατά συντροφιά στο θεατή.

Σας βλέπετε στις σειρές που έχετε πρωταγωνιστήσει;

Καμιά φορά.

Δεν έχετε δηλαδή άρνηση.

Έγιναν όλα με τόσο κόπο που δεν αρνούμαι τίποτα. Σας μιλάω για μόχθο, πείσμα, κόντρες και αναταράξεις. Δημιουργικές πάντα.

«Στην Ελλάδα έχουμε γεμίσει γκουρού που λένε ό,τι τους κατέβει. Τι σχέση έχει αυτό με την τέχνη; Καμία απολύτως»

Νιώθω ότι προστατεύετε πολύ τη δουλειά σας.

Πάρα πολύ. Ο κόσμος ο πολύς δεν μπορεί να το καταλάβει. Και δεν πρέπει να το καταλάβει, γιατί θα πάψει να μαγεύεται. Γι’ αυτό και πιστεύω ότι δεν πρέπει να είμαστε από το πρωί μέχρι το βράδυ μαζί με τους θεατές. Ότι δήθεν είμαστε πολύ αγαπητοί.

Αγαπητός είσαι όταν γίνεσαι ακριβοθώρητος, αλλά κάθε φορά που εμφανίζεσαι έχεις κάτι να πεις στο κοινό. Και όχι να λες σαχλαμάρες από το πρωί ως το βράδυ. Αυτά μπορούν να τα κάνουν οι πολιτικοί. Δεν υπάρχει λόγος να τα κάνουν και οι καλλιτέχνες. Αλλά τα κάνουν.

Κι εσείς τα λέτε όπως είναι.

Γι’ αυτό με αγαπάνε οι συνάδελφοί μου. Γιατί τα λέω όπως έχουν. Στην αρχή ενοχλούνται, αλλά τελικά η ενόχληση δείχνει ότι αυτά που λέω έχουν αλήθεια. Αλλιώς γιατί να μην τα προσπεράσει κανείς;

Φωτογραφία: Νίκος Κόκκας

Διάβαζα ότι ο Μολιέρος πέθανε σχεδόν πάνω στη σκηνή. Πώς σας ακούγεται ένα τέτοιο τέλος;

Δε μ’ αρέσει ιδιαίτερα. Δεν καταλαβαίνω γιατί πρέπει να πεθαίνεις στη σκηνή. Και δεν έχει κανείς και όρεξη να σε βλέπει να πεθαίνεις επί σκηνής.

Ο Μολιέρος ήταν μια ειδική περίπτωση, πέθανε μόλις στα 51 του. Ήταν ένας μάρτυρας του θεάτρου. Μάλιστα λένε ότι το πράσινο χρώμα δεν το χρησιμοποιούμε ποτέ στις παραστάσεις του Μολιέρου γιατί όταν πέθανε φορούσε πράσινα. Θεωρείται γρουσουζιά. Εδώ βλέπετε έχουμε ένα πράσινο κοστούμι πίσω σας (γελάει).

Γούρια έχετε;

Όχι, κανένα.

Ποια είναι η μικρή καθημερινή ιεροτελεστία σας;

Κάνω γυμναστική ανελλιπώς κάθε μέρα. Ή παίζω λίγο μπάσκετ. Η άσκηση μ’ αρέσει και με βοηθάει πολύ.

Έχετε κάποιον αγαπημένο ρόλο;

Όλοι οι ρόλοι ήταν καλοί. Όποτε κάνω μια δουλειά πιστεύω πως είναι η καλύτερη δουλειά του κόσμου. Αλλιώς δεν έχει νόημα να την κάνω.

Νοσταλγείτε έστω κάποιον ρόλο;

Κανέναν.

Το παρελθόν γενικά;

Δε μ’ αρέσει καθόλου το παρελθόν. Είναι σαν να αναπολείς το χουζούρι. Θέλω να κοιτάμε μπροστά. Όχι μόνο σε σχέση με τη δουλειά αλλά με την ζωή την ίδια. Γι’ αυτό και οι παρέες μου είναι κυρίως νέοι άνθρωποι.

«Οι ηθοποιοί καμιά φορά είμαστε ιδρυματοποιημένοι, αυτοθαυμαζόμαστε ενώ δεν ενδιαφέρει κανέναν αυτό που κάνουμε»

Είστε αυτός που λέει αστεία στις παρέες;

Είμαι αυτός που λέει ιστορίες. Το βρίσκω πολύ πιο ενδιαφέρον να συνομιλείς με τους νεότερους. Στους παλαιότερους πλην ελαχίστων εξαιρέσεων είναι λίγο ετοιματζίδικα τα πράγματα. Ακόμα και στη δουλειά. Δεν υπάρχει αγωνία. Εγώ τρελαίνομαι μ’ αυτό.

Ξέρετε, έχω διαπιστώσει ότι με αγαπούν περισσότερο οι νεότεροι από τους παλαιούς. Κι όταν λέω νέοι σας μιλάω για ανθρώπους που δεν είχαν γεννηθεί όταν εγώ έκανα τις σειρές. Οι νέοι θέλουν ανθρώπους να ακουμπήσουν. Χρειάζονται παραδείγματα.

Καταλαβαίνετε λοιπόν την ευθύνη που φέρω. Δεν μπορώ ούτε να κάνω, ούτε να λέω επιπόλαια πράγματα.

Δεν το ακούει κανείς συχνά αυτό από τους συναδέλφους σας.

Ναι, γιατί γίναμε επαγγελματίες και ξεχάσαμε γιατί ξεκινήσαμε να κάνουμε αυτή τη δουλειά. Δεν ξεκινήσαμε για να γίνουμε celebrities.

Φωτογραφία: Νίκος Κόκκας

Ποιο είναι το μάθημα που έχετε πάρει όλα αυτά τα χρόνια στην τέχνη;

Ότι αυτή η δουλειά ούτε μαθαίνεται ούτε διδάσκεται. Είναι βιωματική. Δεν υπάρχει εγχειρίδιο στην υποκριτική. Τη σχολή την κάνει ο διδασκόμενος και όχι ο διδάσκων. Συνηθίζω να λέω στους μαθητές μου ότι η ακριβή τους πλευρά μπορεί να είναι πολύ διαφορετική και πολύ πιο ενδιαφέρουσα από τη δική μου.

Πρέπει να συνταξιδεύεις με τα παιδιά και να τους δώσεις να καταλάβουν ότι μπορούν μόνα τους να δημιουργήσουν έναν κόσμο. Από το δικό τους πλούτο. Ο δάσκαλος πρέπει να είναι σαν παράδειγμα, όχι κάποιος που μεταδίδει γνώσεις, ένας γκουρού. Στην Ελλάδα έχουμε γεμίσει γκουρού που λένε ό,τι τους κατέβει. Τι σχέση έχει αυτό με την τέχνη; Καμία απολύτως.

Κύριε Μπέζο, υπάρχει ένας άνθρωπος που θα λέγατε ότι σας καθόρισε;
Ο Γιάννης Φέρτης. Όλη μου την ζωή. Ήταν πολύ καλός φίλος και συνομιλητής μου για πολλά χρόνια. Υπήρξε σημείο αναφοράς. Ένας άνθρωπος που ζούσε ελαφρά την ζωή του και έβαζε όλη τη σοβαρότητα στη δουλειά του. Ένας άνθρωπος που, όταν μίλαγε, αυτό που έλεγε μετρούσε.

Info: «Το Σχολείο των Γυναικών» στο Θέατρο Rex-Σκηνή «Μαρίκα Κοτοπούλη», πρεμιέρα στις 30 Οκτωβρίου

Αγοράστε εισιτήρια για όλες τις κορυφαίες εκδηλώσεις στο inTickets.gr