Τον Ιανουάριο του 2006 ο Μάικ Τζέφρις βρισκόταν στο ζενίθ της καριέρας του. Και το επιδείκνυε με κάθε –φαιδρά δεσποτικό- τρόπο. Μόνο που εκείνα τα χρόνια η συμπεριφορά του εκλαμβανόταν ως απότοκο εκκεντρικότητας και ιδιορρυθμίας.
Ο πανίσχυρος τότε CEO της Abercrombie & Fitch, μιας εταιρίας την οποία αναγέννησε οικονομικά από τις στάχτες της και ταύτισε με την πολύ προσωπική θεώρησή του αναφορικά με το τι είναι cool, μπορούσε να λέει -και όπως αποδεικνύεται από την πρόσφατη έρευνα των αμερικανικών δικαστικών αρχών να κάνει- τα πάντα, χωρίς κατά το κοινώς λεγόμενο να ανοίγει ρουθούνι.
Σε μια συνέντευξή του από εκείνη την περίοδο ο Τζέφρις είχε αποφασίσει να μιλήσει απροσποίητα και αλογόκριτα για τις αρχές με τις οποίες ο ίδιος είχε μπολιάσει το βαρύτιμο τότε brand του.
Κοντολογίς, ο Αμερικανός που κατάφερε να επιβάλλει μια εταιρία ενδυμάτων σε ιδανικό αλλά συνήθως άφταστο τρόπο ζωής για μυριάδες νεαρών συμπατριωτών του αποσαφήνιζε σε εκείνες τις περασμένες αλλά όχι λησμονημένες δηλώσεις του ότι η Abercrombie & Fitch απευθυνόταν στους λίγους, τους όμορφους, τους λευκούς, τους κατά την κρίση του αψεγάδιαστους. Ήταν μια απαράβατη και πολύ συνειδητή επιλογή.
Όχι, η διαφορετικότητα και η συμπερίληψη δεν υπήρχαν ούτε ως υπόνοια στον ορίζοντα της σκέψης του.
Θα παρατηρούσε – με πίκρα, αν όχι χτυπώντας το κεφάλι του στον τοίχο- κανείς πως ο Τζέφρις ακολουθούσε ως τυφλοσούρτη τις εν λόγω οιονεί αρχές όχι μόνο στην επαγγελματική, μα και στην ιδιωτική του ζωή.
100 λευκοί άνδρες
Περισσότεροι από 100 άνδρες, οι οποίοι υπήρξαν εικόνα και ομοίωση αυτού που ο έκπτωτος CEO της Abercrombie είχε στο νου του ως τέλειο, δηλαδή ψηλοί, ρωμαλέοι, συνήθως ξανθοί, γυμνασμένοι και βέβαια λευκοί, έχουν καταγγείλει πως υπήρξαν θύματα σεξουαλικής εκμετάλλευσης, κακοποίησης και εκβιασμού από εκείνον.
Τον ασκό του Αιόλου άνοιξε το BBC, όταν πριν από δύο χρόνια ξεκίνησε να ερευνά την περίπτωση του τρομερού παιδιού που κατέληξε αποδιοπομπαίος τράγος. Τα φερόμενα θύματα αποκάλυψαν στο πλαίσιο της δημοσιογραφικής έρευνας ότι στρατολογήθηκαν σε ένα δίκτυο εκπόρνευσης, τα νήματα του οποίου κινούσε ο Τζέφρις, ο σύντροφός του και άλλοτε εξ απορρήτων συνεργάτης του Μάθιου Σμιθ αλλά και ένας τρίτος άνδρας, ονόματι Τζέιμς Τζέικομπσον ο οποίος λειτουργούσε ως μεσολαβητής, είχε αναλάβει με άλλα λόγια το ρόλο του δολώματος ανάμεσα στο ζευγάρι και τα υποψήφια θύματα.
Για 22 χρόνια ο Τζέφρις καλλιέργησε μια σεξιστική, ρατσιστική, τελικά τοξική εταιρική κουλτούρα σε ένα από τα διασημότερα brands της Αμερικής
Η σωρεία και κυρίως η σοβαρότητα των μαρτυριών ήταν αρκετή ώστε η αμερικανική δικαιοσύνη να επιδείξει αντανακλαστικά, να ανοίξει τη δική της έρευνα και τελικά να στοιχειοθετήσει κατηγορίες κατά του πρώην πανίσχυρου CEO, του Βρετανού συντρόφου του και του συνεργού τους.
Την προηγούμενη Τρίτη συνελήφθησαν άπαντες στη Νέα Υόρκη. Όμως η κορύφωση του δράματος δεν κράτησε πολύ για τον 80χρονο κάποτε αξιοσέβαστο επιχειρηματία, στον οποίο όλοι έκλιναν το γόνυ για περισσότερο από μια εικοσαετία.
Ο Τζέφρις αφέθηκε ελεύθερος λίγες ώρες μετά τη σύλληψή του καταβάλλοντας εγγύηση 10 εκατομμυρίων δολαρίων –και αποδεχόμενος τη δέσμευση του κατ’ οίκον περιορισμού και της παρακολούθησης επί 24ωρου από συσκευή GPS. Η έξοδός του μάλιστα από το δικαστήριο ήταν τόσο Abercrombie όσο θα υπέθετε κανείς για τον άνθρωπο που εδραίωσε τη δόξα, τη φήμη και την περιουσία του σε μια εξουσιαστική κουλτούρα με κορωνίδα το ρατσισμό, τις διακρίσεις και την περιθωριοποίηση οποιουδήποτε απλώς δεν ήταν του γούστου του.
Ο εισαγγελέας της ανατολικής περιφέρειας της Νέας Υόρκης Μπρέον Πις δήλωσε στη συνέντευξη Τύπου που παραχώρησε πως ο Τζέφρις χρησιμοποιούσε την ισχύ, τον πλούτο και την επιρροή του για τη λειτουργία ενός δικτύου σωματεμπορίας ανδρών, προορισμένου να ικανοποιεί τον ίδιο και τον σύντροφό του. Ο δικαστικός λειτουργός υποστήριξε ακόμα ότι έχει στα χέρια του τουλάχιστον 16 επίσημες καταγγελίες ανδρών οι οποίες αφορούν την περίοδο από το 2008 έως το 2015.
Το δίκτυο σεξουαλικής εκμετάλλευσης του Τζέφρις, ο οποίος θα βρεθεί ενώπιον δικαστηρίου την Παρασκευή, φαίνεται πως απεργαζόταν παρόμοια μέσα με εκείνα του Τζέφρι Επστάιν και του alter ego του, της Γκιλέν Μάξγουελ. Ο Τζέικομπσον είχε αναλάβει να ταξιδεύει σε όλο τον κόσμο προκειμένου να προσεγγίζει νεαρούς άνδρες, τους οποίους με την υπόσχεση μιας ουρανομήκους καριέρας στο μόντελινγκ, προσκαλούσε στην Αμερική. Στην πραγματικότητα οι νεαροί άνδρες αναλάμβαναν χωρίς να το γνωρίζουν να λειτουργούν ως σεξουαλικά βοηθήματα του Τζέφρις και του συντρόφου του.
Ψηλός, ρωμαλέος, με πάλλευκο χαμόγελο και σνομπ συμπεριφορά. Αυτός ήταν ο ιδανικός εργαζόμενος αλλά και ο τέλειος καταναλωτής για τα προϊόντα του Τζέφρις
Έπρεπε να είναι παρόντες στα πάρτι του αλλοτινού CEO, τα οποία πραγματοποιούνταν είτε στην κατοικία του στη Νέα Υόρκη, είτε σε σουίτες πολυτελών ξενοδοχείων – όσοι παρευρίσκονταν εννοείται ότι όφειλαν να υπακούν στον ενδυματολογικό κώδικα της Abercrombie (βλ. σορτσάκι, φούτερ, σαγιονάρα)-, και κυρίως να είναι πάντα πρόθυμοι και έτοιμοι για σεξουαλικές συνευρέσεις.
Αλλά ακόμα κι αν αρνούνταν ο Τζέφρις είχε, όπως καταγγέλλουν, ανήκουστους τρόπους να μετατρέψει το όχι τους σε ναι. Τους χορηγούσε εξαναγκαστικά αλκοόλ, φάρμακα για τη στυτική δυσλειτουργία και ναρκωτικές ουσίες ενώ κάποιοι μιλούν ακόμα και για ενέσεις που γίνονταν χωρίς τη συγκατάθεσή τους στο μόριό τους προκειμένου να έχουν έστω και ακούσια στύση.
Βέβαια πριν γίνουν δεκτοί στο περίκλειστο κλαμπ των «επίλεκτων» που θα αναλάμβαναν να ικανοποιήσουν τον Τζέφρις, οι νεαροί άνδρες έπρεπε να περάσουν από μια εξίσου εκβιαστική και εξευτελιστική διαδικασία μύησης και δοκιμής.
Να ικανοποιήσουν σεξουαλικά τον 71χρονο σήμερα Τζέικομπσον. «Μας πουλούσαν την υπόσχεση της φήμης. Το αντίτιμο που έπρεπε να πληρώσουμε ήταν η συμμόρφωσή μας σε όσα μας ζητούσαν», έχει περιγράψει ένα από τα φερόμενα θύματα στο BBC. Ο Τζέικομπσον ήταν εκείνος που αποφάσιζε ποιος θα έχει το – θλιβερό, όπως αποδεικνύεται- προνόμιο.
Οι καταγγελίες, η σύλληψη και η σοβαρή πιθανότητα καταδίκης του Μάικ Τζέφρις ακόμα και σε ποινή ισόβιας κάθειρξης είναι μάλλον το τελευταίο και το πιο μελανό κεφάλαιο μιας ιστορίας εκκωφαντικής πτώσης και απαξίωσης του ανθρώπου που κάποτε θεωρούσε πως διαφέντευε και όριζε το κυρίαρχο lifestyle της Αμερικής – και άρα του κόσμου.
Ο από μηχανής CEO
Το 1992 ο Τζέφρις είχε ήδη δύο παταγώδεις αποτυχίες στο ενεργητικό του. Παρότι οι προσπάθειές του να καθιερωθεί στο λιανικό εμπόριο τον είχαν οδηγήσει στη χρεοκοπία, ο Λες Γουέξνερ, ήτοι ο βασιλιάς του αμερικανικού λιανεμπορίου που ανέστησε μεταξύ άλλων brands όπως το Victoria’s Secret, του ανέθεσε να δώσει εκείνος το φιλί της ζωής σε ένα εμπορικό όνομα με ιστορία ενός αιώνα.
Παρεμπιπτόντως, η Abercrombie ιδρύθηκε το 1892 και για τουλάχιστον μια τριακονταετία ήταν η αδιαφιλονίκητη luxury επιλογή για τους λάτρεις των υπαίθριων δραστηριοτήτων, της εξοχής, του κυνηγιού, κλπ. Φανατικός καταναλωτής των προϊόντων της φίρμας ήταν ο Θίοντορ Ρούσβελτ αλλά και ο Έρνεστ Χέμινγουεϊ – ναι, από εκεί είχε προμηθευτεί το πιστόλι με το οποίο αυτοκτόνησε τον Ιούλιο του 1961.
Η αποκαθήλωση του Τζέφρις ξεκίνησε από αυτό που ο ίδιος περιφρονούσε περισσότερο. Έναν μαύρο, υπέρβαρο, ομοφυλόφιλο άνδρα
Ο 87χρονος Γουέξνερ, που έγινε οικουμενικά γνωστός όχι για τα επιχειρηματικά ανδραγαθήματά του, αλλά λόγω της στενής επαγγελματικής και προσωπικής σχέσης του με τον Τζέφρι Επστάιν, πόνταρε με την επιλογή του Τζέφρις σε ένα άλογο κούρσας, χωρίς μάλλον να έχει ούτε ψήγμα υποψίας ότι το έκανε.
Ο Τζέφρις ανέλαβε μια παρηκμασμένη εταιρία ρούχων που αιμορραγούσε οικονομικά καταγράφοντας ζημία 25 εκατομμυρίων δολαρίων το χρόνο και τη μεταμόρφωσε σε lifestyle brand με οικουμενική αποδοχή, αίγλη και κυρίως νεαρό και ορκισμένο καταναλωτικό κοινό, στοιχεία που μεταφραζόταν το 2006 σε κέρδη 2 δις δολαρίων ετησίως.
Ο Τζέφρις είχε ένα πολύ σαφές και πολύ δομημένο – αν και εκ του αποτελέσματος αμφιλεγόμενο– πλάνο για την επανεφεύρεση του brand. Ήθελε να δημιουργήσει ένα τέλειο καθρέφτισμα της αμερικανοσύνης, όπως τουλάχιστον ο ίδιος την είχε αποκρυσταλλώσει στο μυαλό του και κατόπιν αποτύπωσε με τη βοήθεια του φωτογράφου Μπρους Γουέμπερ στις σακούλες των καταστημάτων και τις διαφημιστικές καμπάνιες.
Νέος, ημίγυμνος, με τέλειες αναλογίες, χαμόγελο από διαφήμιση οδοντόκρεμας και πυκνά μαλλιά, σνομπ, ανέμελος και πολύ σίγουρος για τον εαυτό του. Αυτός ήταν κατά τον Τζέφρις ο υβριδικός ανθρωπότυπος στον οποίο έπρεπε να απευθύνονται τα – όχι σπουδαία εδώ που τα λέμε- ρούχα του brand.
Εννοείται ότι το προσωπικό των καταστημάτων που στα 90s και τα 00s αυξάνονταν με εκθετικό βαθμό όφειλε να είναι εικόνα και ομοίωση του ιδανικού πελάτη. Τόσο στην εξωτερική εμφάνιση όσο και στη σχεδόν απαξιωτική συμπεριφορά προς τους πελάτες.
Ο Τζέφρις μαζί με τον σύντροφό του και έναν συνεργάτη τους που λειτουργούσε ως θηρευτής νεαρών ανδρών καλούνται να λογοδοτήσουν ενώπιον της αμερικανικής δικαιοσύνης
Ο με οικονομικούς και μόνο όρους επιτυχημένος CEO ξαμόλησε τα γυναικόπαιδα, ήτοι τους scouters του, σε κάθε πολιτεία της Αμερικής. Αγόρια και κορίτσια από τις πόλεις μα και από τις εσχατιές των ΗΠΑ κλήθηκαν να δώσουν σάρκα και οστά στο όραμα του Τζέφρις.
Ναι, υπήρχαν και λιγότερο τέλειοι πωλητές στη δούλεψη της Abercrombie μόνο που αυτοί ήταν καταδικασμένοι να μην επικοινωνούν ποτέ με τους πελάτες των καταστημάτων.
Όπως αποκαλύφθηκε το 2013, όταν δηλαδή ξέσπασε το πρώτο #Cancel της εταιρίας εξαιτίας των καταγγελιών για τη ρατσιστική και σεξιστική κουλτούρα που διέτρεχε τη λειτουργία της, οι λιγότεροι όμορφοι, οι λιγότεροι γυμνασμένοι, οι μαύροι, οι ισπανόφωνοι, οι Ασιάτες υπάλληλοι αξιοποιούνταν μόνο για να κάνουν τη βρωμοδουλειά.
Μόνο για το 2011 ο άλλοτε πανίσχυρος CEO είχε προβλέψει μισθό 50 εκατομμυρίων δολαρίων για τον εαυτό του
Οι υπεύθυνοι των καταστημάτων είχαν σαφείς εντολές να προσφέρουν σε αυτούς τους ανθρώπους βάρδιες εργασίας μόνο μετά το κατέβασμα των ρολών. Αν δεν ήσουν ακριβές αντίγραφο των αγοριών και των κοριτσιών που πόζαραν στις διαφημιστικές καταχωρήσεις της Abercrombie το μόνο που σου επιτρεπόταν να κάνεις ήταν να διπλώνεις και να τακτοποιείς τα ρούχα στις προθήκες και να σφουγγαρίζεις τα καταστήματα.
Το πρώτο (αθόρυβο) #Cancel
Ήδη από το 2003 εξουθενωμένοι από αυτή την πολιτική υπάλληλοι κινήθηκαν νομικά κατά της εταιρίας, η οποία επέλεξε να κλείσει άρον άρον την υπόθεση μέσω εξωδικαστικού συμβιβασμού. Μάλιστα το ντοκιμαντέρ «White Hot» της Άλισον Κλέιμαν που κυκλοφόρησε το 2022 από το Netflix καταγράφει τις μαρτυρίες ακριβώς αυτών των ανθρώπων που αποφάσισαν να δώσουν το πρώτο ράπισμα στην Abercrombie και τον Τζέφρις, από το οποίο βέβαια τότε δεν ταρακουνήθηκε κανείς.
Μπορεί μετά το μικρού βεληνεκούς σκάνδαλο η εταιρία να προσέλαβε ακόμα και σύμβουλο για τη διαφορετικότητα και τη συμπερίληψη (εννοείται μαύρο), όμως στην πραγματικότητα για μία ακόμα δεκαετία τα πράγματα συνέχισαν να περιστρέφονται γύρω από το υπετροφικό εγώ και την μονομανή αισθητική αντίληψη του CEO που μοίραζε αφειδώς θέσφατα.
Στις αναφορές τους τα θύματα του Τζέφρις μιλούν για ανήκουστες εξαναγκαστικές πρακτικές που εκείνος απεργαζόταν, προκειμένου να συνερευθούν σεξουαλικά μαζί του
Ως τραγική ειρωνεία ακούγεται το γεγονός πως η αποκαθήλωση του Μάικ Τζέφρις και μαζί του brand που δημιούργησε, το οποίο από το 2017 ιχνηλατεί στο μονοπάτι της διαφορετικότητας υπό την καθοδήγηση πλέον μιας γυναίκας CEO, ξεκίνησε από αυτό που εκείνος μισούσε ή τέλος πάντων περιφρονούσε περισσότερο από καθετί. Έναν υπέρβαρο, μαύρο, ομοφυλόφιλο άνδρα.
Ο influencer, performer και ακτιβιστής Μπέντζαμιν Ο’Κιφ ήταν εκείνος που ανέσυρε το 2013 την ξεχασμένη από το 2006 επίμαχη συνέντευξη του έως τότε κραταιού CEO και ξεκίνησε τη δημόσια καταδίκη του μέσα από τα κοινωνικά δίκτυα. Το βότσαλο που έριξε ο 35χρονος σήμερα «επιδραστικός» γιγαντώθηκε σε ένα ανεξέλεγκτο τσουνάμι, βάζοντας στο παιχνίδι ακόμα και διασημότητες, όπως την Γούπι Γκόλντμπεργκ και την Έλεν Ντε Τζένερις οι οποίες έσπευσαν να σηκώσουν το λάβαρο του μποϊκοτάζ.
Λίγες εβδομάδες αργότερα ο Τζέφρις υπό το βάρος της κατακραυγής αλλά και των οικονομικών στοιχείων που έφθιναν ανακοίνωσε την παραίτησή του. Ήταν δίκαιο και έγινε πράξη.
Αυτό τουλάχιστον προσυπέγραψε η αναλαμπή της τιμής των μετοχών της εταιρίας που λίγες ώρες αργότερα άγγιξε το 8%. Ο Τζέφρις έφυγε από το brand που έπλασε με τον ίδιο τρόπο που μπήκε. Αποτυχημένος και απαξιωμένος. Αλλά συντριπτικά πλουσιότερος – εντάξει, και με αναδιομορφωμένα τα χαρακτηριστικά του από το πλήθος των επεμβάσεων πλαστικής χειρουργικής στις οποίες υποβαλλόταν συχνά πυκνά.
Μόνο για το 2011 είχε κόψει μισθό 50 εκατομμυρίων δολαρίων στον εαυτό του. Αλλά ως γνωστόν το χρήμα δεν είναι πάντα αχώριστο με την ευτυχία.