H συζήτηση της Τετάρτης μεταξύ των πολιτικών αρχηγών στη Βουλή είχε ενδιαφέροντα στοιχεία. Ως προς το επίσημο θέμα της, ήταν μία εν πολλοίς ουσιαστική ανταλλαγή απόψεων για την οργάνωση της Πολιτικής Προστασίας. Καμία έκπληξη και περιορισμένο το ενδιαφέρον.
Τα ενδιαφέροντα στοιχεία παρουσιάστηκαν αλλού και με διαφορετικές αφορμές.
Η πολιτική αντιπαράθεση εκ των πραγμάτων πλέον μετατοπίζεται στο μέτωπο μεταξύ ΝΔ και ΠαΣοΚ, το οποίο ελλείψει ΣΥΡΙΖΑ καλείται να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις του ρόλου της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Τυπικά δεν τον κατέχει ακόμη, αλλά τον διεκδικεί και επιχειρεί να πείσει ότι του ανήκει δικαιωματικά.
Περισσότερο ενδιαφέρον προξενεί όμως η επιλογή ρήξης, που φαίνεται ότι έχει γίνει συνειδητά στο εσωτερικό της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας. Οι συνεχείς αιχμές και επιθέσεις του πρώην Πρωθυπουργού απαντώνται πλέον από την ηγεσία της κυβέρνησης ακόμη και στο Κοινοβούλιο και δύσκολα θα αποφευχθεί μία επεισοδιακή συνέχεια.
Από αυτό το σημείο κι έπειτα, εγείρονται ερωτήματα. Για ποιον ακριβώς λόγο εκδηλώνεται αυτή η σκληρή αντιπαράθεση; Δικαιολογείται από αγνές και άδολες ανησυχίες και επιφυλάξεις του πρώην Πρωθυπουργού για τον διάλογο με την Τουρκία; Είναι αυτές απλώς μία πολιτική πρόφαση για άλλου τύπου επιδιώξεις; Υπάρχει ενόχληση για την ανθεκτική πολιτική ισχύ του σημερινού Πρωθυπουργού; Εξυφαίνονται και πάλι σχέδια που αντανακλούν γεωπολιτικές ισορροπίες και ενοχλήσεις για τις εθνικές επιλογές; Ή μήπως πίσω από όλα αυτά βρίσκονται αποκλειστικά και μόνο προσωπικά κίνητρα;
Όποια και αν είναι η απάντηση, το βέβαιο είναι ότι η απειλή πολιτικής αστάθειας, δίχως πραγματικό και προφανή λόγο, μόνο επιζήμια μπορεί να είναι για τη χώρα. Υπάρχουν βέβαια οι τρόποι να αποτραπεί μία τέτοια εξέλιξη. Οι αποφάσεις εναπόκεινται προφανώς στον Πρωθυπουργό, αν και εφόσον εκτιμηθεί ότι τίθεται θέμα αμφισβήτησης της κοινοβουλευτικής ισορροπίας.