Αν σας έλεγε κάποια πριν μερικά χρόνια ότι μια ρετροσπεκτίβα του Ταρκόφσκι, σαν κι αυτή που έκανε ο εξαρχειώτικος θερινός κινηματογράφος «Ριβιέρα» στις αρχές του Σεπτεμβρίου, όχι μόνο θα γέμιζε το σινεμά επί μία βδομάδα, κάθε μέρα συνεχόμενα, αλλά θα προκαλούσε και ουρά που εκτεινόταν σε απόσταση οικοδομικού τετραγώνου, θα την κοιτούσατε λες και έχει δει ταινία επιστημονικής φαντασίας. Αν, μάλιστα, σας έλεγε ότι έναν μήνα μετά θα ήταν sold out το αφιέρωμα του Κουρουσάβα στις «Νύχτες Πρεμιέρας», ενώ πιο πρόσφατες ταινίες και με μεγαλύτερο εμπορικό αποτύπωμα δεν θα πήγαιναν τόσο καλά, θα βάζατε στοίχημα ότι έρχεται από άλλον πλανήτη.

Και σαν να μην έφτανε αυτό, ο μεγαλύτερος όγκος αυτού του κοινού είναι νεαρής ηλικίας. Οι γενιές που έχουν λοιδορηθεί ότι περιφρονούν την κουλτούρα, ότι είναι κολλημένες μπροστά σε μια οθόνη (του κινητού και του τάμπλετ) και ότι μιλούν μια γλώσσα των 50 λέξεων, έρχονται να διαψεύσουν πανηγυρικά τους μπούμερ που τις υποτιμούσε.

Οι πιο καχύποπτοι θα αποδώσουν αυτή την επιτυχία είτε σε παροδικούς παράγοντες, όπως το εκάστοτε τρεντ που προκαλεί το περιβόητο FOMO (Fear Of Missing Out ή, στα ελληνικά, φόβος μη χάσεις αυτό που συμβαίνει) είτε, όπως καθετί που δεν καταλαβαίνουμε πλέον, στην πανδημία, που είχε κρατήσει τα πάντα κλειστά και τώρα όλοι ξεσαλώνουν (ακόμα και με Ταρκόφσκι).

Δεν υποτιμώ την πιθανότητα να έχουν αυτές οι θεωρήσεις το δίκιο τους – η απάντηση θα προϋπόθετε φυσικά αυτό που σπανίως γίνεται πλέον: μια σοβαρή κοινωνική έρευνα για το πολιτισμικό γούστο και το πώς διαμορφώνεται.

Μέχρι ωστόσο να γίνουν αυτές οι έρευνες θα κάνω και εγώ την καφενειακή μου ανάλυση. Η απόδοση διανοουμενοφοβίας στους νέους, η αντίληψη ότι τα προϊόντα υψηλής (όπως και της εναλλακτικής) κουλτούρας βρίσκονται κάπου στο περιθώριο, αποτελεί μια προβολή του τρόπου που η δικιά μας γενιά, της Μεταπολίτευσης, εσωτερίκευσε τον φόβο του διανοουμενισμού. Τη στιγμή που η Μεταπολίτευση εκδημοκράτισε την κυκλοφορία των ιδεών, σε μια δεκαετία οργασμικής εξάπλωσης των τεχνών και των γραμμάτων, δημιούργησε ταυτόχρονα και ένα κλίμα φόβου για την αλλοτρίωση που αυτή η κυκλοφορία των ιδεών θεωρητικά θα επέφερε.

Αυτό φαίνεται χαρακτηριστικά στα προϊόντα μιας μαζικής κουλτούρας που ταυτόχρονα διατηρούν τον χαρακτήρα του εκκεντρικού ή του εναλλακτικού. Από τη Δήμητρα των Απαράδεκτων, που για να μη τη χωρίσει ο Σπύρος θα μάθει και τον Κουροσάβα, στον Σάκη Μπουλά, που εγκαλεί την κοπέλα που φέρεται αλλόκοτα και ακούει ξένη μουσική αντί να αγαπά τον Κόκοτα. Και φυσικά με αποκορύφωμα τον Τζίμη Πανούση, που περιγράφει την απορία της συνάντησης του καινοτόμου με την ασφάλεια της παράδοσης του Τσιτσάνη και του Μακρυγιάννη, ασφάλεια που χάνεται στα αμπέχονα των φεμινιστριών, αλλά αποκαθίσταται στο καθησυχαστικό «μα δεν πειράζει, πατριώτες, είμαστε επτάψυχοι».

Επιστρέφοντας στο 2024, οι σημερινοί νέοι δεν αντιμετωπίζουν τέτοια προβλήματα ταυτότητας. Εχοντας απολαύσει μια μόρφωση που τους παρέχει ευρεία παιδεία δεν παρουσιάζουν το ταυτοτικό άγχος της πολιτιστικής αλλαγής, αλλά το άγχος της οικονομικής επισφάλειας. Δεν σοκάρονται από την καινοτομία του μηνύματος, έχοντας αφομοιώσει το πολιτισμικό της υπόστρωμα. Νομίζω ότι κάτι άλλο ψάχνουν στην επαφή τους με την «υψηλή» τέχνη, κάτι πιο ουσιαστικό από μια πόζα επίδειξης, η οποία τους είναι μάλλον περιττή αν κρίνει κανείς από τα βιογραφικά τους. Μάλλον τους λείπει – και για αυτό την αναζητούν στον Ταρκόφσκι και τον Κουροσάβα – η έννοια του «βαθύτερου νοήματος» σε έναν μεταβαλλόμενο και όλο και πιο απάνθρωπο κόσμο.