‘Ενας Πρόεδρος της Βουλής (ο κύριος Τασούλας) που γνωρίζει πως «συζητείται» παραπολιτικά το όνομά του για Πρόεδρος της Δημοκρατίας, και κάνει χιούμορ προς έναν άλλον πρώην Πρόεδρο της Βουλής (τον Νίκο Βούτση) προσφωνώντας τον, τις προάλλες, «κύριο πρώην Πρόεδρο της Βουλής», επειδή και ο ίδιος θα είναι «μέλλων πρώην Πρόεδρος της Βουλής» (έτσι του είπε), εκτός του ότι είναι χαβαλές, λειτουργεί εντελώς αντιθεσμικά ως Πρόεδρος.
Και, ομολογώ, ότι δεν αντιλαμβάνομαι πώς τα άκλιτα επίθετα («πρώην» ή «μέλλων») που χρησιμοποίησε κατέφθασαν στη γλώσσα του, ελαφρά τη καρδία παρά τη βεβαρημένη όσο και αινιγματική πολυσημία των «ολισθημάτων της γλώσσας» που τη συναντά κανείς κυρίως σε παραφασικούς.
Ο κύριος Τασούλας δεν αυτοσαρκάζεται αλλά μάλλον προεξοφλεί και αναμένει, βάζοντας το χεράκι του και αυτός στην εντελώς παράτυπη συζήτηση περί Προεδρίας και μάλιστα, όταν αφορά το πρόσωπο της κυρίας Σακελλαροπούλου που δεν δίνει λαβές σε κανέναν.
Αλλά έτσι είναι: η εξουσία τρελαίνει, όπως έλεγε ο φιλόσοφος Αλαίν.
Το χειρότερο; Ξετρελαίνει -ακόμη κι αν είναι εξουσία επί του Ελληνικού Κοινοβουλίου ενός Στίγκα και ενός Βελόπουλου.
Δεν ξέρω τι σημαίνει να είναι κανείς ακόμη πολιτικός. Ξέρω μόνον πως πολιτική είναι κάτι που αρέσει πάρα πολύ. Και μου φαίνεται φυσικό σε τέτοιες κουφές περιπτώσεις να σκέφτομαι το άσχετο: τι κάνουμε φερειπείν με τις αποικίες των κοραλλιών, στις οποίες η σωματική ατομικότητα (των κοραλλιών) αποβαίνει εξόχως προβληματική, «διότι βρισκόμαστε απέναντι σε ένα είδος ημι- εξατομικευμένης συλλογικότητας που υπάρχει για να καλύπτει τα κενά στην αλυσίδα των όντων», όπως βεβαιώνει ο Ζακ Λακάν;
Σ’ έναν τέτοιο κοραλλιογενή ύφαλο όμως, προσαράζει και όποιος ασχολείται συστηματικά με τα κενά της αλυσίδας των πολιτικών όντων.
Γράφοντας, δεν θέτει πλέον πολιτικά ερωτήματα αλλά βιολογικά. Δεν οριοθετεί απλώς το ναρκισσιστικό έκζεμα στο εκλογικό σώμα με το οποίο ταυτίζονται τόσο οι δερματολόγοι της πολιτικής όσο και οι εκδορείς ζώων, αλλά εξ αιτίας της αδυναμίας να ταυτιστεί με το είδος τους, οδηγείται σε μια ωκεανογραφικού περιεχομένου αρθρογραφία περί πολυπόδων και ασπονδύλων.
Επιπλέον, μέσω της ανταπόκρισης μεταξύ των αναλύσεών του και της συμπεριφοράς των πολιτικών που μελετά, ενισχύει τις στρεβλότητες ακόμη και όταν τις επικρίνει. Ένας φαύλος κύκλος δηλαδή, εκατέρωθεν επιρροών στο ωκεάνιο ρεύμα του δούναι και λαβείν. Ή ένας κύκλος τετραγωνισμένων οφελημάτων και συνεργασιών μεταξύ τους, και πάντοτε υπό το πρόσχημα της ανεξαρτησίας της γνώμης.
Το ίδιο όμως συμβαίνει και μεταξύ των πολιτικών. Φαίνεται, νομίζω, όχι μόνο στις αλλοπρόσαλλες συμπεριφορές πρωτόζωων μέσα στον Σύριζα, αλλά και στις μελετημένες της Νέας Δημοκρατίας.
Του Σαμαρά ή του Καραμανλή φερειπείν ως προς τον Μητσοτάκη, όπου όταν τους ακούς στα «φόρα», ακούς το ίδιο το εγωιστικό γονίδιο του Ντόκινς να ομιλεί.
Το τελευταίο μάλιστα, προκειμένου να διαιωνισθεί, δημιουργεί, μιλώντας, μια γονιδιακή αλληλεγγύη με τον εκάστοτε Σαλμά ή Κακλαμάνη μέσω της κοινής ενόρμησης ενός τραυματισμένου δεξιού υπερεγώ.
Δεν αντιλαμβάνονται όμως αυτοί, οι νυν και πρώην, πως η ενόρμηση που τους ωθεί είναι σκέτη ενόρμηση θανάτου;
Ο Μητσοτάκης, τώρα, τη σαρκάζει, βαδίζοντας ευθυτενής μπροστά στο τράβελινγκ της κάμερας στο κόκκινο χαλί-πασαρέλα των Βρυξελλών, ίδιο με αυτό στο οποίο έκαναν το ντεφιλέ τους οι πρώην Πρόεδροι. Αλλά έτσι δεν συνέβη και με τη δόξα της Γκλόρια (Σουάνσον) στην Λεωφόρο της Δύσης; Στην παρακμή της, σκότωσε τον νεαρό Γουίλιαμ Χόλντεν και δοξάστηκε ξανά απο τα φλας των δημοσιογράφων τη στιγμή που τη συνέλαβαν.
Έγραφε η Άρεντ στον Καρλ Γιάσπερς τον Δεκέμβριο του ’50: «Θα ήθελα να αποκαταστήσω την αξία του Μάρξ στα μάτια σας(…). Το πάθος του για δικαιοσύνη τον ενώνει με έναν αδιόρατο τρόπο με τον Καντ».
Την παραπέμπω, καθώς και το μικρό βιβλίο από τις εκδόσεις «Έρμα» όπου πρόσφατα αναδημοσιεύθηκε ένα κείμενό της από το περιοδικό «Social Research», τχ. 69, με τον τίτλο «Ο Καρλ Μαρξ και η παράδοση της δυτικής πολιτικής σκέψης». Εκεί η Άρεντ ειδοποιεί: «Όποιος αγγίζει τον Μάρξ, αγγίζει την παράδοση της Δυτικής σκέψης».
Η Δυτική σκέψη για τους σημερινούς πολιτικούς της Δύσης είναι παντελώς αδιάφορη.
Βρισκόμαστε στο σημείο όπου αυτοί οι πράκτορες της «κοινοτοπίας του κακού» δεν μπορούν να αντέξουν τίποτα το διαφορετικό από το περίοπτο σαρκίο τους, φωταγωγημένο από την τηλεόραση.
Εδώ, ο Λακάν είναι απολύτως σαφής: «Ας αφήσουμε το σύμπτωμα να είναι ό,τι είναι, ένα σωματοσυμβάν, το οποίο συνδέεται με το ότι: το ‘χουμε (το σώμα)…».
Εμείς οι άλλοι το «έχουμε»; Σε επίπεδο νεύρωσης ασφαλώς. Να όμως, που όσο πάει αρχίζει να εμφανίζεται και στην παράνοια.
Και μάλιστα πιό συχνά απ’ ό,τι στην καλή παλιά εποχή του Προέδρου Σρέμπερ στη Βιέννη. Το ερώτημα ωστόσο που απασχόλησε τότε, τον Φρόιντ στην καταγραφή της παράνοιας του ασθενή Προέδρου, είναι τι γίνεται η λίμπιντο κατά την απώθηση που συμβαίνει ειδικότερα με την τρέλα της εξουσίας (Αλαίν);
Ή, για να το πω με τους όρους κάποιου που γράφει εμμονικά για πολιτικούς: πώς το σημαίνον τους έρχεται και αποχαλινώνεται μέσα στην δική του, πραγματική ζωή και εκλαμβάνει τον εαυτό του ως Μέγα Ναπολέοντα; Πώς αρχίζει και τρελαίνει κι αυτόν; Οπότε, γιατί συνεχίζει να γράφει;
Σε τι συνίσταται η δική του αποχαλίνωση αφού δεν πρόκειται να τον ψηφίσει κανείς για Πρόεδρο;