Στην παρούσα συγκυρία οι επανεμφανίσεις των πρώην Πρωθυπουργών έχουν προσλάβει δυσανάλογη βαρύτητα ως πολιτικά γεγονότα. Κατά μία εκδοχή της ελληνικής παραδοξότητας, συνήθως τα κίνητρά τους είναι προσωπικά, έστω και αν λείπει η προφανής υστεροβουλία ή πάντως η πιθανότητα επανεμφάνισης σε κεντρικούς ρόλους.

Απουσιάζει σχεδόν από όλες τις παρεμβάσεις των «πρώην», με ελάχιστες εξαιρέσεις, το στοιχείο που διαμορφώνει τον ρόλο του statesman, κατά την αγγλοσαξωνική πολιτική ορολογία και πρακτική.

Αυτό είναι κάτι που θα όφειλαν να δουν και να αξιολογήσουν όλοι τους, εφόσον επιμένουν να διεκδικούν ρόλους, επιρροή και παρεμβατικότητα.

Υπό αυτό το πρίσμα, η επανεμφάνιση του Πρωθυπουργού της περιόδου 2015-2019, με την ιδιότητα του επικεφαλής ενός ινστιτούτου που ο ίδιος δημιούργησε, σε μία προσπάθεια αναζήτησης ρόλου και αυτός, εγείρει απορίες και ερωτήματα. Κατά κύριο λόγο ως προς την σκοπιμότητα και ιδίως ως προς την πραγματική της σημασία.

Σε μία περίοδο κατά την οποία το κόμμα από το οποίο προέρχεται αποσυντίθεται και με προφανείς ευθύνες του ιδίου για αυτό, τι θα μπορούσε να προσφέρει η δημόσια παρέμβαση του πρώην Πρωθυπουργού και μάλιστα με θέμα τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας, τις οποίες ο ίδιος σχεδόν εκμηδένισε κατά τη διάρκεια της θητείας του;

Τα ερωτήματα ίσως να απαντηθούν από τα ίδια τα λεγόμενά του το βράδυ της Τρίτης, ενδεχομένως και όχι. Πιθανότατα όμως θα παραμείνει σε εκκρεμότητα το ζητούμενο για τις φιλοδοξίες των πρώην και την αδυναμία τους να αποδεχθούν κάποιες οδυνηρές αλήθειες για τους εαυτούς τους. Είναι άλλωστε αυτό ένα από τα γνωστά και αθεράπευτα σύνδρομα της πολιτικής.