Μπάμπης Στόκας: «Τους ΠΥΞ ΛΑΞ δεν τους γούσταραν οι ‘‘βαθιά έντεχνοι’’»

Ο Μπάμπης Στόκας, το ιδρυτικό μέλος των ΠΥΞ ΛΑΞ και μια από τις πιο ιδιαίτερες φωνές του ελληνικού ροκ, μιλά στο ΒΗΜΑ για τους ΠΥΞ ΛΑΞ, τη γλυκιά γεύση της επιτυχίας και τη μεγάλη τους διαδρομή έως τώρα.

Μπορεί να μοιάζει με γενίκευση, όμως διαθέτει μια πολύ ισχυρή  δόση αλήθειας (σαν τη κουταλιά μαρμελάδας που ρίχνει ο Μπάμπης Στόκας πάνω από ένα basque cheesecake): είναι περίπου ακατόρθωτο να βρεις στην Ελλάδα έναν άνθρωπο που να μην έχει ακούσει -ακόμα και αν δεν το ξέρει- τουλάχιστον ένα τραγούδι των ΠΥΞ ΛΑΞ. Πρόκειται για το συγκρότημα με την πιο πλατιά απήχηση στη χώρα μας. Γέμιζαν και εξακολουθούν να γεμίζουν τους χώρους στους οποίους εμφανίζονται. Πριν λίγες μέρες έδωσαν ένα μεγάλο live στο «Άλσος», ενώ δίνουν μια σειρά εμφανίσεων στο DEUS Music Experience στη Θεσσαλονίκη παρέα με εκλεκτούς καλεσμένους.

Στο περιθώριο των εβδομαδιαίων ταξιδιών προς και από τη Θεσσαλονίκη, ο Μπάμπης Στόκας μίλησε για αυτή τη διαδρομή που ξεκίνησε το 1989, στη διάρκεια της οποία αν έμαθαν κάτι να κάνουν καλά ήταν αυτό: να δίνουν συναυλίες και να δαγκώνουν με την ίδια λαχτάρα το κομμάτι τόσο της επιτυχίας όσο και της αποτυχίας.

Έχετε συμπληρώσει τρεις γεμάτες δεκαετίες με επιτυχίες και πολλές συναυλίες. Θεωρείς ότι έχει αποτιμηθεί το μέγεθος, όποιο είναι αυτό, των ΠΥΞ ΛΑΞ;

Ναι, αλλά χρειαζόταν χρόνος. Προσωπικά, το έχω αντιληφθεί τα τελευταία χρόνια. Τόσο από τον κόσμο όσο και από τους συναδέλφους.

Σας λένε ότι ανοίξατε ένα δρόμο για άλλα συγκροτήματα;

Κοίτα και εμείς βρήκαμε ένα κατάλληλο έδαφος από τους Κατσιμιχαίους και τον Βασίλη Παπακωνσταντίνου. Αντίστοιχα και οι μεταγενέστερες μπάντες βρήκαν έναν δρόμο στρωμένο από εμάς. Μα έτσι κι αλλιώς αυτός είναι ο κανόνας: για να πας μπροστά, οφείλεις να κοιτάξεις πίσω.

Στις εμφανίσεις τώρα νιώθω ότι κάνετε αυτό ακριβώς. Είναι έτσι;

Η σκέψη πίσω από αυτές τις συναυλίες είναι μέσα από τους καλεσμένους μας να ανοίγουμε κάθε φορά το εύρος του setlist και έτσι ο κόσμος να ακούσει τραγούδια που στις δικές μας συναυλίες δεν μπορεί να ακούσει.

Το κοινό σας έχει αλλάξει ως προς τα χαρακτηριστικά του με τα χρόνια; Το βλέπεις να διασκεδάζει διαφορετικά, να συνδέεται διαφορετικά μαζί σας;

Είναι πιο μαγκωμένο τώρα και για αυτό έχει μια πιο έντονη ανάγκη να ξεσπάσει. Ακόμα και την ώρα που παρακολουθείς μια συναυλία, δεν γίνεται να μην σε επηρεάζουν όσα ζούμε. Είναι μεγάλη η πίεση που βιώνουμε, ειδικά οι πιο νέες γενιές. Και, δυστυχώς, η αλήθεια είναι ότι περνάνε χειρότερα από εμάς. Και μόνο συναισθηματικά να το δεις, αφήνοντας στην άκρη το κοινωνικό, καταλαβαίνεις αμέσως ότι είναι αποξενωμένα τα νέα παιδιά. Εμείς είχαμε την τύχη να μεγαλώσουμε με παρέες, αληθινές παρέες.

Φωτό: Νίκος Κόκκας

Λείπει η ανεμελιά θεωρείς;

Λείπει. Είμαι άνθρωπος της ανεμελιάς. Μ’ αρέσει και νομίζω ότι είναι κάτι πολύτιμη για όλους μας. Σήμερα είμαστε στα «κόκκινα» αλλά χωρίς λόγο. Αυτό το «χωρίς λόγο» προσωπικά με τρελαίνει, με θυμώνει. Έχω θέμα με όσα γίνονται «χωρίς λόγο».

Ο δικός σου λόγος για να κάνεις ή να μην κάνεις κάτι ποιος είναι;

Ο χρόνος. Ο χρόνος είναι το πιο ακριβό νόμισμα που έχουμε. Επομένως, το κριτήριο μου είναι πού και με ποιον θα μοιράσω  το χρόνο μου. Θέλω πρώτα απ’ όλα να ευχαριστιέμαι αυτό που κάνω. Αυτό ισχύει απόλυτα και όσα κάνω στη μουσική.

Βέβαια, ξέρεις, ότι πολλοί σας έχουν κατηγορήσει ότι παίζετε για τα λεφτά, για να βγάλετε περισσότερα…

Αυτά είναι ανοησίες. Όλοι θέλουμε τα λεφτά για να μπορούμε να ζούμε μια ωραία ζωή. Να μπορείς να πας ένα ταξίδι, τέτοια πράγματα, ανθρώπινα, όχι υπερβολές. Διότι δεν πρέπει τι συμβαίνει γύρω μας. Αν είχε τύχει και είχαμε γεννηθεί στην Παλαιστίνη, καληνύχτα.

Μου είπες πριν ότι μεγάλωσες με «αληθινές παρέες». Τι είναι αληθινή παρέα για εσένα;

Να μπορείς να συνεννοηθείς, να μπορείς να μοιράζεσαι τα προβλήματά σου, να υπάρχει έγνοια, να σου λένε όμως και τα στραβά, όταν πας να ξεφεύγεις να σε μαζεύουν. Τώρα, ειδικά οι παρέες των παιδιών, δεν νομίζω ότι λειτουργούν έτσι. Υπάρχει πολλή βία. Δεν είναι ανεξήγητη. Οι οικογένειες είναι κάπως αμάζευτες, τα παιδιά μεγαλώνουν μόνα τους, προοπτική δεν βλέπουν, θα αντιδράσουν, θα βγάλουν συμπεριφορές άσχημες.

Ήταν αυτό ο ΠΥΞ ΛΑΞ;

Ε ναι! Με τον Φίλιππο κολλήσαμε από πιτσιρικάδες. Η αφορμή ήταν η μουσική, όμως μερικά πράγματα αποδεικνύονται καρμικά στη ζωή μας. Και αυτή η σχέση είναι καρμική. Ήμασταν και τυχεροί βέβαια. Διότι οι παρέες δεν μένουν εύκολα σταθερές όταν υπάρχει και η δουλειά στη μέση. Και καλά όταν δεν υπάρχουν λεφτά, τότε όλα είναι εύκολα. Οι παρεξηγήσεις ξεκινούν όταν αρχίσουν να έρχονται και τα χρήματα. Εμείς ήμασταν τυχεροί επειδή ποτέ δεν ήμασταν καχύποπτοι ο ένας με τον άλλος ως προς τη διαχείριση των χρημάτων και επειδή γουστάραμε διαφορετικές γυναίκες.

Φωτό: Νίκος Κόκκας

Επίσης, ο εσωτερικός ανταγωνισμός δημιουργεί θέματα σε ένα συγκρότημα….

Τεράστια θέματα, αλλά και αυτό το είχαμε λύσει. Ποτέ υπήρξε μεταξύ μας ζήτημα σχετικά με το ποιος θα γράψει το καλύτερο τραγούδι ή ποιος θα βάλει περισσότερα τραγούδια σε ένα άλμπουμ. Αναγνωρίζαμε ποιος είναι πιο δημιουργικός, ποιος έχει γράψει κάτι καλύτερο. Φυσικά, είχαμε και τον Μάνο που τα φρόντιζε όλα αυτά, αλλά τα αντιλαμβανόμασταν και από μόνοι μας. Στους ΠΥΞ ΛΑΞ υπήρχε ελευθερία και δικαιοσύνη και αυτό δημιουργούσε τη συνθήκη για μια ωραία ατμόσφαιρα.

Στη ωραία ατμόσφαιρα βάζεις και το ροκσταριλίκι; Το ζήσατε κι αυτό ήσασταν το συγκρότημα που γέμιζε τα στάδια, τα τραγούδια σας ακούγονταν παντού.

Το ζήσαμε αλλά σε ένα πλαίσιο φυσιολογικό. Ξέρεις, το πολύ καλό με εμάς ήταν πως ειδικά στην αρχή είχαμε την ίδια ηλικία με τους φανς μας οπότε είχαμε δυνάμεις κι εμείς να βγαίνουμε, να ξεδίνουμε επομένως ήταν ακόμα πιο ωραίο. Ωστόσο, ποτέ δεν είπα στη καθημερινότητα μου «είμαι ο Στώκας από τους ΠΥΞ ΛΑΞ». Εκεί δεν ένιωσα ποτέ ξεχωριστός. Μπορεί να είμαι ξεχωριστός για κάποιον που άκουσε ένα τραγούδι μου και του είπε κάτι. Ως εκεί.

Πότε συνειδητοποιήσατε την επιτυχία σας;

Αργήσαμε πολύ. Μπορώ να σου πω ότι ακόμα και σήμερα ίσως να μην την έχουμε αντιληφθεί. Ξέρεις, εκεί γύρω στο 1993 καταλάβαμε ότι εδραιωθήκαμε, όμως η επιτυχία ήταν κάτι άλλο. Είμαστε πολύ τυχεροί. Έχουμε αγαπηθεί πολύ από το κοινό, έχουμε παίξει πολύ, παντού. Έχουμε ζήσει πράγματα που λίγοι καλλιτέχνες στην Ελλάδα έχουν ζήσει.

Λίγοι καλλιτέχνες έχουν ζήσει και τα «βρισίδια» που έχετε ακούσει βέβαια. Μερικά τα είπαμε και πιο πριν…

Αψηφίσαμε τις ταμπέλες σε μια εποχή που, ειδικά στη μουσική, έπαιζαν πολύ μεγάλο ρόλο. Παρόλα αυτά, νομίζω ο μόνος τρόπος για να κάνεις τη δουλειά σου είναι να κάνεις του κεφαλιού σου και να αναλάβεις την ευθύνη. Εμείς με αυτά δεν είχαμε θέμα. Θέλαμε τον Γκόρντον Γκάνο από τους Violent Femmes; Συνεργαζόμασταν μαζί του. Θέλαμε τον Μάκη Χριστοδολόπουλο; Θα δουλεύαμε μαζί -και μας βρίζανε.

Γι’ αυτό και οι «βαθιά έντεχνοι» δεν μας γούσταραν ποτέ. Δεν μας ένοιαζε καθόλου όμως. Επίσης, όταν από κάποια στιγμή και μετά γίνεσαι πετυχημένος σε αυτό που κάνεις, δεν θα αρέσεις σε όλους. Μα για σκέψου, ήμασταν πέντε κωλόπαιδα που γεμίζαμε τα στάδια, έχουμε κάνει πράγματα που δύσκολα τα πετυχαίνει ένα συγκρότημα. Λέγανε διάφορα, με κορυφαίο αυτή τη βλακεία με την «τελευταία συναυλία». Εμείς από τη άλλη, όσα τραγούδια άλλων δημιουργών μάς άρεσαν τα παίζαμε στις συναυλίες μας. Δεν είχαμε τέτοια θέματα.

«Το μεγαλύτερο what if των ΠΥΞ ΛΑΞ; Η καριέρα στο εξωτερικό. Κάναμε μεγάλο λάθος με αυτό».

Το κριτήριο σας ήταν λοιπόν να τραγουδάτε καλά τραγούδια και τραγούδια που γουστάρετε. Τι είναι ένα καλό τραγούδι;

Για μένα πάνω απ’ όλα είναι ο στίχος. Κι για αυτό αγαπώ ιδιαίτερα τους ποιητές και τους ανθρώπους που γράφουν. Μια φορά είχα ρωτήσει τον Μάνο Ελευθερίου γιατί είναι τόσο σημαντικοί οι στίχοι σε ένα τραγούδι και μου είχε πει «υπάρχει ένας πολύ απλός τρόπος για να το καταλάβεις. Αντικατάστησε σε ένα τραγούδι τη λέξη “φεγγάρι” με τη λέξη “μουλάρι”». Αλλάζοντας απλώς μία μόνο λέξη μπορείς να απογειώσεις ή να καταστρέψεις ένα τραγούδι. Τους ανθρώπους που ασχολήθηκαν και παιδεύτηκαν για να βρουν τις κατάλληλες λέξεις, όπως πχ οι αδελφοί Κατσιμίχα στα τραγούδια των οποίων δεν μπορείς να αλλάξεις όχι λέξη ούτε κόμμα, τους αγαπώ πολύ.

Έχεις συνεργαστεί με όλους τους στιχουργούς που θα ήθελες;

Όχι με όλους. Έχω πει τραγούδια πολλών στιχουργών που θαυμάζω αλλά όχι όλων. Πλέον έχω και τη πολυτέλεια να δοκιμάζω πράγματα. Στον τελευταίο μου προσωπικό δίσκο είπα Καβάφη. Κάνω πράγματα με το θράσος της ηλικίας μου. Υπάρχει το θράσος της νιότης και το θράσος της ηλικίας.

Ποιο είναι πιο δημιουργικό;

Και τα δύο. Διότι είτε στη μία είτε στην άλλη περίπτωση το σημαντικό είναι να εκφράζεις αυτό που νιώθεις. Να φτιάχνεις το τραγούδι για εσένα. Ξέρεις, πολλοί έρχονται ακόμα και σήμερα και σου λένε «Γράψτε κάτι σαν τη “Συνουσία”». Δεν γίνονται έτσι αυτά.

Έχει ενδιαφέρον που το λες εσύ αυτό που σε κάποια εποχή ό,τι γράφατε γινόταν τεράστια επιτυχία, αφορούσε πάρα πολύ κόσμο. Είχατε καταφέρει να συντονιστείτε απόλυτα με το κοινό…

Κι όμως δεν είναι ακριβώς έτσι. Τα τραγούδια μας γίνονταν επιτυχίες αφού τα είχαμε παίξει 7-8 μετά την κυκλοφορία, αφού πρώτα τα παίζαμε σε συναυλίες και έμπαιναν στο πετσί σου. Για παράδειγμα, το «Πούλα με» ήταν στο δεύτερο μας δίσκο, σε μια εποχή που η εταιρεία ήθελε να μας διώξει. Δεν το πρόσεξε κανείς, δεν ακούστηκε τότε στα ραδιόφωνα και έγινε επιτυχία μετά την κυκλοφορία του τρίτου μας δίσκου.

Υπάρχει κάποιο what if στη διαδρομή των ΠΥΞ ΛΑΞ;

Η καριέρα στο εξωτερικό. Κάναμε μεγάλο λάθος. Στα τέλη του ‘90 είχε ζητήσει η EMI στο Ηνωμένο Βασίλειο να ετοιμάσουμε έναν αγγλόφωνο δίσκο. Τον ηχογραφήσαμε αλλά δεν τον στείλαμε ποτέ.

Τι εννοείς δεν τον στείλατε ποτέ;

Δεν πήγε ποτέ στην Αγγλία. Ίσως δεν ήθελε και το ελληνικό τμήμα να τον στείλει αν και τον είχε πληρώσει κανονικά. Αυτό ναι,  ήταν μια χαμένη ευκαιρία. Από την άλλη, για να μην έγινε κάποιος λόγος θα υπήρχε. Δεν μας είχε ενοχλήσει τότε. Και αυτό έχει να κάνει με το πώς αντιλαμβανόμασταν την επιτυχία. Γεμίζαμε για 7 συνεχόμενες μέρες των Λυκαβηττό. 9.000 κόσμος κάθε βραδιά. Δεν το αντιλαμβανόμασταν.

Φωτό: Νίκος Κόκκας

Πώς γίνεται; Δεδομένου ότι είχατε ζήσει και το ακριβώς αντίθετο….

Να παίζεις μπροστά σε άδειες θέσεις ή με ελάχιστους από κάτω. Το ζήσαμε πέντε χρόνια. Υπήρχε όμως πάθος και λύσσα. Λέγαμε στους εαυτούς μας «αν δεν τραγουδάς, αν δεν παίζεις, τι θα κάνεις στη ζωή σου;». Ο Φίλιππος είχε την πιτσαρία και εγώ δούλευα από εδώ και από κει, πότε dj πότε οικοδομή, τα πάντα. Η μουσική ήταν ό,τι καλύτερο είχαμε τότε στις ζωές μας. Και το σημαντικότερο: δεν κάναμε ποτέ κάτι για τους άλλους, μόνο για τον εαυτό μας. Αυτός ήταν κι ο λόγος που γενικά δεν τα πηγαίναμε καλά με τις δισκογραφικές, δεν  μας καταλάβαιναν και μας θεωρούσαν «αλητάμπουρες» επειδή επιμέναμε πολύ σε αυτό που θέλαμε κάθε φορά να κάνουμε.

Ένα μέρος της καλλιτεχνικής ματαιοδοξίας τρέφεται από την επιτυχία και την απήχηση. Δεν υπάρχει όμως και η σκοτεινή πλευράς, που όταν βλέπεις ότι η δουλεία σου γίνεται τόσο μαζική τότε σκέφτεσαι ότι ένα πιο «ψαγμένο» κοινό θα σε απορρίπτει επειδή είσαι mainstream;

Ακόμα και αυτό είναι ένα τίμημα που πρέπει να το πληρώσεις. Για παράδειγμα, αν εγώ πάω σε ένα μαγαζί και παίζω τα πιο ιδιαίτερα κομμάτια μου, τότε το μαγαζί είτε θα κλείσει είτε θα μεγαλώσει πάρα πολύ. Πρέπει όμως να μπεις σε αυτή τη διαδικασία, να δοκιμαστείς και να επιμείνεις σε αυτό το όραμα που έχεις.

Την αποτυχία πως τη διαχειρίζεστε;

Ως συγκρότημα ήμασταν πάντα της άποψης «στην επιτυχία να φεύγεις, στην αποτυχία να γυρνάς». Το έλεγε η γιαγιά μου αυτό. Στην επιτυχία είναι όλα λαμπερά και εύκολα. Αντίθετα, η αποτυχία είναι ο δάσκαλος. Στην αποτυχία φαίνεται πόσο σε πιστεύει η εταιρεία, αν οι φίλοι σου είναι όντως κοντά σου. Κάποια εποχή όταν ήμουν στις μαύρες μου, πήγαινα στην εθνική βιβλιοθήκη, επέλεγα ένα βιβλίο στην τύχη και επέβαλλα στον εαυτό μου να το διαβάσει. Μια μέρα δεν είχα κουράγιο να κάνω ούτε αυτό. Πήγα, πήρα ένα βιβλίο με αποφθέγματα κινέζικής σοφίας, άνοιξα στην τύχη μια σελίδα και έπεσα πάνω σε αυτό «Δεν  σου πάει τίποτα καλά, να χαίρεσαι γιατί σου πάνε όλα καλά». Μου έδωσε πολύ μεγάλη δύναμη.

Υπάρχουν κομμάτια που έχεις κουραστεί να τα λες;

Φυσικά! Και γι’ αυτό δεν τα λέω. Μπορεί να είναι και μεγάλες επιτυχίες, όπως το «Είναι ωραία η θάλασσα». Έχω να το τραγουδήσω 20 χρόνια. Στις συναυλίες το λέει ο Φίλιππος.

Από την άλλη, υπάρχουν κομμάτια που θα ήθελες να  είχες γράψεις;

Πολλά! Υπήρχε και υπάρχει πάντα αυτή η καλώς εννοούμενη «ζήλια». Αν πρέπει να πω ένα τραγούδι συγκεκριμένα θα έλεγα το «Υπόγειο» που το έχει γράψει ο φίλος μου ο Πάνος Κατσιμίχας.

* Ευχαριστούμε το Ρεσιτάλ (Αναπαύσεως 15, Αθήνα) για τη φιλοξενία.

** Οι ΠΥΞ ΛΑΞ εμφανίζονται μέχρι της 2/11 στη Θεσαλλονίκη (19/10 με Λάκη Παπαδόπουλο, 25-26/10 με Διονύση Τσακνή & Βαγγέλη Γερμανό, 1-2/11 με Γιάννη Ζουγανέλη).

*** Αγοράστε εισιτήρια για όλες τις κορυφαίες εκδηλώσεις στο inTickets.gr.

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.