Η πολιτική βία της άκρας δεξιάς είναι παρούσα από την αρχή και συνοδεύει, με διακυμάνσεις, όλη την πορεία ενηλικίωσης της Γ’ Ελληνικής Δημοκρατίας. Η διαθεσιμότητα της ακροδεξιάς βίας πηγάζει από τις ιστορικές δεξαμενές του εμφυλίου και, κατά τα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης, ήταν πλήρως απονομιμοποιημένη, καθώς θεωρήθηκε απόηχος της δικτατορίας. Η κατάσταση όμως άλλαξε δραματικά με την εκλογική άνοδο της Χρυσής Αυγής, όταν μέσα σε μία δεκαετία, άλλοτε περιθωριακοί πολιτικοί δρώντες κατέλαβαν κεντρική θέση στην πολιτική σκηνή, εισάγοντας πρακτικές βίαιου εξτρεμισμού, άρρηκτα συνδεδεμένες με το νεοναζιστικό ιδεολογικό πλαίσιο.

Η εκλογική άνοδος της Χρυσής Αυγής συνοδευόταν από μια έντονη αύξηση του βίαιου ρεπερτορίου της, το οποίο λειτουργούσε ως σινιάλο αντισυστημικότητας προς τους ψηφοφόρους που επιζητούσαν την τιμωρία του πολιτικού συστήματος. Ταυτόχρονα, η παρουσία οικονομικών και πολιτισμικών παραπόνων συνέβαλε σημαντικά στην ερμηνεία της εκλογικής της ανόδου. Θα μπορούσε η Χρυσή Αυγή να υπάρξει χωρίς τη συστηματική άσκηση πολιτικής βίας; Η απάντηση είναι μάλλον αρνητική, καθώς βασικό χαρακτηριστικό της Χρυσής Αυγής ήταν η πρακτική εφαρμογή της ιδεολογίας της. Θα μπορούσε κανείς να πει ότι η συνέπεια λόγων και πράξεων καθιστούσε την πολιτική βία συγκροτησιακό χαρακτηριστικό της ύπαρξής της. Η υβριδική οργανωτική μορφή της, ως «κόμμα-κίνημα», επέτρεψε στη Χρυσή Αυγή να διευρύνει τα δίκτυα ακτιβισμού της και, εκμεταλλευόμενη τους πόρους της κρατικής χρηματοδότησης, να αυξήσει τον αριθμό των τοπικών της οργανώσεων. Αυτή η οργανωτική ανάπτυξη σε όλη την επικράτεια δημιούργησε τις συνθήκες για τη διάχυση της ακροδεξιάς βίας σε όλη την επικράτεια.

«Θα μπορούσε η Χρυσή Αυγή να υπάρξει χωρίς τη συστηματική άσκηση πολιτικής βίας; Η απάντηση είναι μάλλον αρνητική».

Ας μην λησμονούμε πως η Χρυσή Αυγή, για περισσότερο από μία δεκαετία, αποτέλεσε φορέα πολιτικής κοινωνικοποίησης για νέα μέλη και ακτιβιστές, οι οποίοι ήρθαν σε επαφή με το πολιτικό φαινόμενο μέσω του βίαιου εξτρεμισμού. Όπως προκύπτει από συνεντεύξεις με ακτιβιστές της, δραστηριότητες όπως οι ομαδικές προπονήσεις πυγμαχίας, οι νυχτερινές εξορμήσεις ακτιβισμού και οι εκπαιδεύσεις σε εξοπλισμούς συνέβαλαν στην διαμόρφωση ενός «κοινού ανδρικού σώματος της Χρυσής Αυγής» δημιουργώντας μια ταυτοτική συνύπαρξη που τροφοδοτούσε τους ακτιβιστές με αίσθημα αποδοχής, δύναμης και, τελικά,  σημαντικότητας. Όσο αυτές οι εσωτερικές διαδικασίες της πολιτικής βίας παραμένουν περιθωριακές, λειτουργούν ως εκφάνσεις μιας υποκουλτούρας, επικίνδυνης μεν, αλλά περιορισμένης. Ωστόσο, όταν αυτές οι δυνάμεις εισέρχονται στο κοινοβούλιο, προκύπτουν ερωτήματα για το πώς μπορεί μια δημοκρατία να αμυνθεί απέναντι σε τέτοιες προκλήσεις.

Η Γ’ Ελληνική Δημοκρατία ακολουθεί το μοντέλο της φιλελεύθερη δημοκρατία, στην οποία όλες οι απόψεις και ιδεολογίες έχουν θέση. Στην άλλη άκρη του φάσματος, υπάρχουν μοντέλα μαχόμενης δημοκρατίας, με πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτό της Γερμανίας, που εφαρμόζει μέτρα μηδενικής ανοχής σε ναζιστικές εκφράσεις. Μπορεί η εμπειρία της Χρυσής Αυγής να ανοίξει τη συζήτηση για μια πιθανή μετατόπιση της ελληνικής δημοκρατίας προς ένα μοντέλο περισσότερο μαχόμενης δημοκρατίας ή οι φιλελεύθερες αρχές της Γ’ Ελληνικής Δημοκρατίας παραμένουν αταλάντευτες και αδιαμφισβήτητες;

Βιβλιογραφία

Dinas, E., Georgiadou, V., Konstantinidis, I., & Rori, L. (2016). From Dusk to Dawn: Political Opportunities and Party Success of Right-wing Extremism. Party Politics22(1), 80-92.

Rori, L., Georgiadou, V., & Roumanias, C. (2022). Political violence in crisis-ridden Greece: Evidence from the far right and the far left. Journal of Modern Greek Studies40(1), 1-37.

*Ο Νίκος Σαριδάκης είναι Υποψήφιος Διδάκτορας πολιτικής επιστήμης στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου και ερευνητής του Κέντρου Πολιτικών Ερευνών.