Σε εξέλιξη βρίσκεται η έκθεση γελοιογραφίας με τίτλο «Η Μεταπολίτευση των Γελοιογράφων», που διοργανώνει στο Μετρό του Συντάγματος, που διοργανώνει η Λέσχη Ελλήνων Γελοιογράφων, υπό την αιγίδα της Α.Ε. της Προέδρου της Δημοκρατίας Κατερίνας Σακελλαροπούλου, με τη στήριξη της Βουλής των Ελλήνων, του Υπουργείου Πολιτισμού, του ΟΠΑΝΔΑ, της ΣΤΑΣΥ και του Μορφωτικού Ιδρύματος της ΕΣΗΕΑ.
Μέσα από 400 και πλέον σκίτσα που επέλεξαν οι γελοιογράφοι και επιμελητές της έκθεσης Γιάννης Αντωνόπουλος και Σπύρος Δερβενιώτης, δίνουν το παρών 67 δημιουργοί με σκίτσα που από το 1974 μέχρι σήμερα σχολίασαν αιχμηρά την ελληνική πολιτική επικαιρότητα.
Με την ευκαιρία της έκθεσης αυτής, που ολοκληρώνεται το απόγευμα του Σαββάτου 19 Οκτωβρίου, θέσαμε τα σύντομα ερωτήματά μας στους προαναφερθέντες Γιάννη Αντωνόπουλο και Σπύρο Δερβενιώτη, καθώς και στη γελοιογράφο Έφη Ξένου.
Πώς γεννήθηκε η ίδεα για την έκθεση;
Γιάννης Αντωνόπουλος: Η Λέσχη Ελλήνων Γελοιογράφων είχε διοργανώσει την προηγούμενη δεκαετία στο Μετρό Συντάγματος πέντε μεγάλες διεθνείς εκθέσεις γελοιογραφίας (τέσσερις σε φυσική μορφή και μία διαδικτυακή λόγω πανδημίας) με μεγάλες θεματικές όπως το προσφυγικό, ο πόλεμος, η Ευρωπαϊκή Ένωση κ.λπ.
Η επέτειος των 50 ετών από τη Μεταπολίτευση υπήρξε η αφορμή για μια δυναμική επιστροφή, μετά από πέντε χρόνια απουσίας. Και αυτό γιατί η Μεταπολίτευση δεν είναι μόνο ένα γεγονός καθοριστικό για τη σύγχρονη ελληνική ιστορία, αλλά είναι επίσης συνδεδεμένη με την αναγέννηση της ελληνικής γελοιογραφίας.
Μια πρωτοφανής αύρα ελευθερίας φύσηξε μετά την πτώση της χούντας στα πανιά της γελοιογραφίας και μας χάρισε σπουδαίους δημιουργούς, μερικοί από τους οποίους εξακολουθούν να μας κάνουν να γελάμε καθημερινά, μέσω της πένας τους, μέχρι σήμερα.
Για όλους αυτούς τους λόγους, δεν θα μπορούσαμε, ως κοινότητα γελοιογράφων, να μείνουμε έξω από τις επετειακές εκδηλώσεις για αυτή την ιστορική τομή του 1974.
Σπύρος Δερβενιώτης: Η Λέσχη Ελλήνων Γελοιογράφων τα πολλά τελευταία χρόνια είχε καταφέρει να δομήσει ως άτυπο θεσμό μία μεγάλη θεματική έκθεση κάθε χρόνο στο χώρο του Μετρό Συντάγματος, έναν κόμβο επικοινωνίας με κοινό από κάθε προέλευση και τάξη. Η πανδημία έβαλε ένα στιγμιαίο φρένο σ΄αυτό το ετήσιο ραντεβού της γελοιογραφίας με το κοινό της. Η συγκυρία της συμπλήρωσης ακριβώς μισού αιώνα αδιάκοπης Δημοκρατίας ήταν η ιδανική αφορμή για μια επανεκκίνηση, με την πιο φιλόδοξη μέχρι στιγμής έκθεση της Λέσχης, μια έκθεση-βαθιά υπόκλιση στους βετεράνους της μεταπολιτευτικής γελοιογραφίας, και ένα προσκύνημα μνήμης με όχημα μια Τέχνη που τελικά κακώς χαρακτηρίζεται ως «εφήμερη».
Έφη Ξένου: Οι εκθέσεις της Λέσχης μας αφορούσαν πάντα ένα θέμα που απασχολούσε την δεδομένη στιγμή την ελληνική κοινωνία, πράγμα απόλυτα λογικό γιατί αυτή ακριβώς είναι η δουλειά μας, ο σχολιασμός της επικαιρότητας.
Έτσι, φέτος θεωρήσαμε ότι ήταν πολύ σημαντικό να ασχοληθούμε με τα 50 χρόνια από την αποκατάσταση της Δημοκρατίας και να σκιτσάρουμε για το γεγονός αυτό. Ως εδώ τα πράγματα είναι αναμενόμενα. Για μένα η πραγματική ιδέα ήταν η σκέψη να μην σκιτσάρουμε κάτι καινούριο γι’ αυτό, αλλά να αξιοποιήσουμε το αρχειακό υλικό αυτής της περιόδου που θα μας έδινε και την πραγματική πολιτική, ιστορική και σατιρική καταγραφή όλων των γεγονότων που σημάδεψαν τη χώρα μας στα 50 αυτά χρόνια.
Πόσο εύκολο είναι αφενός να βρεθούν και αφετέρου να σταχυολογηθούν γελοιογραφίες μιας περιόδου 50 ετών;
Γ.Α.: Είναι μια εξαιρετικά δύσκολη δουλειά, λόγω της σχεδόν ανύπαρκτης βάσης δεδομένων όσον αφορά την ιστορία δύο αιώνων ελληνικής πολιτικής γελοιογραφίας. Βυθιστήκαμε επί σχεδόν δώδεκα μήνες σε ψηφιοποιημένες εφημερίδες στη Βιβλιοθήκη της Βουλής, σε ιδιωτικά αρχεία ζώντων ή αποθανόντων συναδέλφων -με την ευγενική άδεια των κληρονόμων τους-, και έπρεπε να καταλήξουμε σε μια επιλογή 400 περίπου σκίτσων μέσα από ένα σύνολο πολλών χιλιάδων. Μας βοήθησε και τους δύο επιμελητές η πολυετής τριβή με την ιστορία της γελοιογραφίας, του Τύπου, της πολιτικής -της ιστορίας γενικότερα. Και μια πολύ βαθιά μνήμη προσώπων, συμβάντων και καταστάσεων, που μας επέτρεψε να συγκροτήσουμε μια αφήγηση των 50 χρόνων εστιάζοντας την έρευνά μας στα μεγάλα γεγονότα και αναζητώντας τις γελοιογραφίες εκείνες (αποκλειστικά από εφημερίδες πανελλαδικής εμβέλειας) που περιέγραφαν πιο εύστοχα και πιο εύληπτα τα γεγονότα εκείνα.
Σ.Δ.: Ήταν μία άσκηση για «πολύ δυνατούς λύτες», που λέμε και στα σταυρόλεξα. Η κουλτούρα οργάνωσης και διατήρησης της Μνήμης στην Ελλάδα πάσχει πολύ σοβαρά. Η ψηφιοποίηση των εφημερίδων είναι ελλιπής και τεχνολογικά ξεπερασμένη.
Αν δεν ξέρεις ακριβώς τι και που και πότε να ψάξεις, δεν θα το βρεις, οπότε έπρεπε να επιστρατεύσουμε την προσωπική μνήμη μας του αποτυπώματος όλων των μεγάλων γελοιογράφων όλα αυτά τα πενήντα χρόνια-και είναι εξαιρετικά τιμητικό για τη δουλειά τους το ότι άφησαν ανεξίτηλα σημάδια στη μνήμη μας.
Μετά ακολούθησαν υπολογισμοί επί υπολογισμών, πόσα σκίτσα «δικαιούται» ο καθένας με βάση τα χρόνια καριέρας του στον περιορισμένο χώρο μιας έκθεσης, συνθήκη που δεδομένα αδικεί τα λεγόμενα «μεγάλα ρεπερτόρια», και τα πράγματα έγιναν ακόμα πιο πολύπλοκα όταν μπήκε στην εξίσωση ότι το «άπλωμα» κάθε γελοιογράφου στο χρόνο όφειλε να δώσει μια σωστή εικόνα της διάρκειας της καριέρας του, αλλά και ακόμα σωστότερη εικόνα του ποιες χρονιές ήταν οι πιο γόνιμές του.
Για κερασάκι στην τούρτα, όλο αυτό το υλικό που με όλο αυτόν τον κόπο συλλέχθηκε, έπρεπε να περάσει ειδική επεξεργασία για να «καθαριστούν» τα σκίτσα από την τυπογραφική μουντζούρα που είναι συνώνυμο του τυπώματος των εφημερίδων τα παλιότερα χρόνια, και να γίνει εφικτή η μεγέθυνσή τους σε εκτυπώσιμο μέγεθος. Αυτή ήταν μια διαδικασία όχι πολύ διαφορετική από την αποκατάσταση παλιών φθαρμένων κινηματογραφικών ταινιών σε κρυστάλινο 4Κ.
Ε.Ξ.: Η καταγραφή αυτή και η συλλογή όλου αυτού του υλικού έγινε για πρώτη φορά και ήταν πάρα πολύ δύσκολη. Χρειάστηκαν μήνες καθημερινής έρευνας στο αρχείο της Βιβλιοθήκης της Βουλής από τον Σπύρο και τον Γιάννη, μεθοδικότητα και καλός προγραμματισμός ώστε να μη μείνουν εκτός σημαντικά πολιτικά γεγονότα και γελοιογράφοι. Ένα πρόσθετο πρόβλημα υπήρξε και η κακή ποιότητα εκτύπωσης των παλιών σκίτσων που απαιτούσε την εκ νέου επεξεργασία τους.
Για μένα η καταγραφή αυτή παρουσιάζει εξαιρετικό ιστορικό πολιτικό και καλλιτεχνικό ενδιαφέρον. Αποτελεί μια παρουσίαση των πιο σημαντικών πολιτικών γεγονότων της μεταπολίτευσης όπως καταγράφηκαν μέσω της γελοιογραφίας στις σελίδες των εφημερίδων. Η πολιτική ιστορία 50 χρόνων μέσα από την κριτική και σατιρική ματιά των Ελλήνων γελοιογράφων.
Τι είναι για εσάς η πολιτική γελοιογραφία;
Γ.Α.: Πολιτική γελοιογραφία σημαίνει σάτιρα των από κάτω προς τους από πάνω και όχι το αντίστροφο. Σάτιρα προς οποιαδήποτε μορφή εξουσίας: πολιτικής, κομματικής, οικονομικής, θρησκευτικής. Θα προσθέσω ότι η πολιτική γελοιογραφία μετατρέπεται με τα χρόνια και σε ένα πρωτογενές ιστορικό τεκμήριο, κάτι που και η έκθεσή μας αποδεικνύει.
Σ.Δ.: Θα δανειστώ τη φράση του Παντελή Μπουκάλα «διαρκής υπερ αδυνάτων λόγος». Η γελοιογραφία είναι σάτιρα, και η σάτιρα είναι ένα όπλο εξαιρετικά επικίνδυνο. Δεν καταρρακώνει το σώμα. Καταρρακώνει την εικόνα κάποιου απέναντι στον κόσμο, απέναντι στους οικείόυς του, απέναντι στον εαυτό του. Και όπως όλα τα όπλα, το μεγαλύτερο έγκλημα είναι να το στρέφεις κατά αμάχων: κατά των αδύναμων. Στόχος της σάτιρας, και συνεπώς και της πολιτικής γελοιογραφίας, πρέπει να ναι πάντα η Εξουσία. Πάντα ο Δυνάστης.
Ε.Ξ.: Η πολιτική γελοιογραφία είναι ο σχολιασμός και η άσκηση κριτικής για τα πολιτικά πράγματα και τα ζητήματα της δημόσιας ζωής μέσω της σάτιρας και της διακωμώδησης. Είναι ένα άρθρο γνώμης που αντί να αποδοθεί με λέξεις όπως τα άρθρα της εφημερίδας, συμπυκνώνει τον πολιτικό λόγο σε μια εικόνα (με λεζάντα ή και χωρίς) έχοντας σαν όπλο της το χιούμορ και την υπερβολή.
Είναι μια μορφή τέχνης που είναι απόλυτα δεμένη με την πολιτική και την επικαιρότητα. Κι αυτή ακριβώς είναι η ιδιαιτερότητα και η ομορφιά της: το ότι αφουγκράζεται την κοινωνία, ζει μαζί της και προσπαθεί κάθε μέρα να εκφράσει τη διάθεσή της, να της προσφέρει χαμόγελα και να την υπερασπίσει, όσο μπορεί, καυτηριάζοντας τα κακώς κείμενα!
Έχει δύναμη, γιατί το σκίτσο μπορεί να μιλά με πολλούς τρόπους: με ευθύ τρόπο όταν υπάρχει λεζάντα, με μηνύματα και με συμβολισμούς (πχ η απεικόνιση κάποιου σαν κακό λύκο, ή Καίσαρα, ή Πινόκιο, ή δήμιο μπορεί να γίνει αντιληπτή με τον ίδιο τρόπο στις περισσότερες χώρες του πλανήτη) και τέλος με το συναίσθημα.
Η εικόνα είναι τόσο δυνατή, γιατί μιλάει απευθείας στην ψυχή των ανθρώπων και δίνει την δυνατότητα στον καθένα να την μεταφράσει όπως θέλει, να νιώσει περισσότερο ή λιγότερο έντονα συναισθήματα, ανάλογα με την ευαισθησία του, τις εμπειρίες του, την συναισθηματική του φόρτιση.
Πόσο έχει αλλάξει η πολιτική γελοιογραφία τα 50 αυτά χρόνια;
Γ.Α.:Θα χρησιμοποιούσα καλύτερα το ρήμα «εξελιχθεί». Πράγματι, η γελοιογραφία δεν είναι ακριβώς η ίδια όπως πριν από 50 χρόνια. Όπως και γενικότερα το χιούμορ, σε μια σειρά από ευαίσθητα ζητήματα που αφορούν το φύλο, τις μειονότητες κ.ο.κ. Τεχνικά, η πλειονότητα των γελοιογράφων έχουν περάσει στην ψηφιακή εποχή. Οι τρόποι διάδοσης, επίσης. Οι γελοιογραφίες φτάνουν στον δέκτη τους περισσότερο μέσω των μέσων κοινωνικής δικτύωσης παρά μέσω του χαρτιού των εφημερίδων. Όμως τα συστατικά μιας επιτυχημένης γελοιογραφίας -που είναι και το πιο σημαντικό- παραμένουν τα ίδια: υπαινικτικότητα, χιουμοριστική υπερβολή, καλή γνώση της πολιτικής και της ιστορίας.
Σ.Δ.:Ίσως η πιο οφθαλμοφανής διαφορά είναι η μετατόπιση της θεματολογίας από το «πρόσωπο» στο «φαινόμενο», σύμπτωμα ίσως της συρρίκνωσης των μεγεθών των πρωταγωνιστικών προσωπικοτήτων. Για έναν σκιτσογράφο του ’70 και του ’80 ήταν αδιανόητο και αδύνατο να ξεφύγει από την βαρυτική έλξη του Καραμανλή και του Αντρέα. Ο Ανδρουλάκης αντίθετα, ζήτημα να έχει πρωταγωνιστήσει σε μονοψήφιο αριθμό γελοιογραφιών. Το κενό προσώπων γεμίζει το πολιτικό τοπίο μέσα στο οποίο κινούνται. «η ακρίβεια», «η ακροδεξιά» «η πτώχευση».
Ε.Ξ.: Όπως προανέφερα, η έκθεση αυτή παρουσιάζει και εξαιρετικό καλλιτεχνικό ενδιαφέρον. Αυτό συμβαίνει γιατί μαζί με τα 50 αυτά χρόνια πολιτικών γεγονότων, βλέπουμε και τα 50 χρόνια εξέλιξης της γελοιογραφίας. Η «κοινωνική- ηθογραφική» δίνει τη σκυτάλη της στην πολιτική γελοιογραφία. Οι τότε γελοιογράφοι απελευθερώνονται από μια 7ετία «κρυφών υπαινιγμών» κι αρχίζουν πάλι να σατιρίζουν άφοβα.
Επίσης αρχίζουν να παρουσιάζονται -τα τότε- καινούρια ταλέντα που θα επηρεάσουν με το ύφος και τη γραμμή τους ολόκληρες γενιές, θα δημιουργήσουν «σχολές» και θα πάνε την γελοιογραφία ένα βήμα πιο πέρα. Μέσα από την έκθεση μπορούμε να δούμε και την μεγάλη εξέλιξη της γραμμής κάποιων σημαντικών σκιτσογράφων όπως ο Ιωάννου, ο Καλαϊτζής, ο Χατζόπουλος κ.ά.
Βλέπετε τον ψηφιακό κόσμο και τα ψηφιακά μέσα ως ένα νέο πεδίον δόξης λαμπρό ή/και ώς ναρκοπέδιο για τη γελοιογραφία;
Γ.Α.: Σαφέστατα ο ψηφιακός κόσμος έχει παίξει έναν τεράστιο ρόλο στην άμεση διάδοση της γελοιογραφίας (και της πληροφορίας γενικότερα), κάτι που δεν μπορεί επ’ ουδενί να συμβεί με τις εφημερίδες. Ένα ασύγκριτα μεγαλύτερο κοινό έχει άμεση πρόσβαση στις γελοιογραφίες μέσω των σμαρτφον του, σε πραγματικό χρόνο. Όμως έχει χαθεί η ιδιότητα της γελοιογραφίας ως παραδοσιακά συνδεδεμένης με τα νέα της επικαιρότητας, με το σώμα της εφημερίδας, με λίγα λόγια με το συγκείμενο. Θέλει επίσης προσοχή ένας δημιουργός που σέβεται τη δουλειά του να βλέπει τα σόσιαλ μίντια ως ένα πολύ καλό μέσο διάδοσης και όχι ως αυτοσκοπό. Να μη μας παρασύρει η άγρα των λάικς και των «βάιραλ» να τοποθετηθούμε ασύνετα απέναντι σε γεγονότα για τα οποία δεν έχουμε καλή, ενημερωμένη γνώση, ακολουθώντας τα επιφανειακά κριτήρια των σόσιαλ, βάσει των οποίων, συχνά, δεν μετράει τόσο η αλήθεια ενός γεγονότος, όσο το να ικανοποιηθεί ένα προδιαμορφωμένο αίσθημα ενός περιορισμένου κοινού.
Σ.Δ.: Πάντα τα «πεδία δόξης» της γελοιογραφίας ήταν συγκαλυμμένα ναρκοπέδια. Το να βαδίζει κάποιος γελοιογράφος στο πεδίο μιας εφημερίδας, σημαίνει να κινδυνεύει κάθε στιγμή να ανατιναχτεί πατώντας τον κάλο κάποιου πολιτικού ευνοούμενου του εκδότη, ή να τον παρασύρει ένα κακά πληροφορημένο ρεπορτάζ, ή να θίξει την ευαισθησία κάποιου. Στον ψηφιακό κόσμο επιπροσθέτως θα γίνει και άμεσος αποδέκτης των αντιδράσεων ενός κοινού που στην αρένα των σόσιαλ βγάζει πολύ συχνά έναν αιμοβόρο εαυτό. Πολύς λόγος γίνεται και για την ευκαίρια που σου προσφέρουν τα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης να προσεγγίσεις το κοινό σου, αλλά η άβολη αλήθεια είναι ότι τίποτα δεν συγκρίνεται με το είδος της αμεσότητας, του δεσίματος με το κοινό αλλά και τον βαθμό διείσδυσης στις συνειδήσεις που είχαν παλιά οι εφημερίδες. Δεν είναι μια συζήτηση χωρίς νόημα μόνο και μόνο επειδή η τεχνολογική εξέλιξη είναι μονόδρομος: Είναι απολύτως επείγον να ξαναστοχαστούμε τα βασικά του επαγγέλματος της Ενημέρωσης, όχι για λόγους επιβίωσης, αλλά για λόγους Δημοκρατίας.
Ε.Ξ.: Οι αλλαγές που έφερε η κρίση και η ανάπτυξη του διαδικτύου στη γελοιογραφία ήταν πολύ μεγάλες. Πολλά έντυπα έκλεισαν και πολλοί συνάδελφοι έμειναν άνεργοι.
Για κάποιους από αυτούς το διαδίκτυο πρόσφερε μια δυνατότητα βιοπορισμού κι επικοινωνίας με τον κόσμο, συνεργασιών ακόμα και στο εξωτερικό, τους διατήρησε στην επικαιρότητα.
Είναι σαν να υπάρχει ένα παράλληλο διαδικτυακό σύμπαν που επικοινωνεί κι αυτό μέσω των σκίτσων και το χρησιμοποιούν κυρίως οι νέοι. Μου έχει τύχει πολλές φορές να γνωρίσω νέους ανθρώπους που είδαν σκίτσα μου και άρχισαν να μου λένε: «Α! Δικό σου ήταν αυτό; Το είχα ποστάρει!».
Αν και μπορώ να καταλάβω την όποια χρησιμότητά του, δεν έχω καταφέρει να το αγαπήσω αρκετά. Δεν έχω μέσα κοινωνικής δικτύωσης και λατρεύω την εφημερίδα.
Είμαι κατεξοχήν «άνθρωπος του χαρτιού», από τους ελάχιστους που ζωγραφίζουν ακόμα στο χαρτί κι αν θεωρήσουμε πως χαρτί και διαδίκτυο είναι δυο εντελώς ανταγωνιστικά πράγματα που το ένα μια στιγμή θα καταπιεί το άλλο, τότε είμαι μάλλον είδος προς εξαφάνιση.