Η ανάλυση της Μεταπολίτευσης συνιστά μια δύσκολη υπόθεση λόγω της συνθετότητας και της ποικιλομορφίας των ιστορικών χαρακτηριστικών της περιόδου. Συνομιλήσαμε με τον Δημήτρη Τζιόβα, καθηγητή Νεοελληνικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο του Μπέρμιγχαμ, σε μία προσπάθεια να χαρτογραφήσουμε και να αποκωδικοποιήσουμε την Γ’ περίοδο της Ελληνικής Δημοκρατίας.
Στο τελευταίο σας βιβλίο «Ιστορία, Έθνος και Μυθιστόρημα στη Μεταπολίτευση» μελετάτε την ελληνική πεζογραφία με άξονες τις έννοιες του τραύματος, της μνήμης και της μεταφοράς. Πώς το μυθιστόρημα εμπλέκεται με το έθνος και την ιστορία του;
Παλαιότερα η σχέση έθνους και μυθιστορήματος αφορούσε συνήθως ιστορικές βεβαιότητες, τις τελευταίες δεκαετίες αφορά εθνικές ενοχές. Το μεταπολιτευτικό μυθιστόρημα έδωσε ιδιαίτερη έμφαση στο να τεθούν υπό διαπραγμάτευση εθνικές αλήθειες και να αναδειχθεί η ετερότητα. Παρά τη σχετικότητα του μεταμοντερνισμού και την πλαστή αληθοφάνεια της μεταμυθοπλασίας, η ανάδειξη των σιωπών της ιστορίας επανέφερε έμμεσα το ζήτημα της ιστορικής αλήθειας και της αναθεώρησης του παρελθόντος. Το ελληνικό μυθιστόρημα, ιδιαίτερα μετά το 1990, παρακολούθησε στενά τη γενικότερη συζήτηση περί μειονοτήτων στην Ελλάδα, την αμφισβήτηση του διδακτικού ή εθνοπαιδαγωγικού ρόλου της ιστορίας αλλά και την επανεκτίμηση του βυζαντινού, οθωμανικού και βαλκανικού παρελθόντος. Πέρασε από το εθνικό πένθος των χαμένων πατρίδων και των αγώνων επιβίωσης στην εθνική αυτογνωσία και αναγνώριση της άλλης πλευράς της ιστορίας.
«Παλαιότερα η σχέση έθνους και μυθιστορήματος αφορούσε συνήθως ιστορικές βεβαιότητες, τις τελευταίες δεκαετίες αφορά εθνικές ενοχές».
Η ετερότητα του έθνους και τα τραύματα της εθνικής ιστορίας πώς αποτυπώνονται στο νέο μετα-ιστορικό μυθιστόρημα;
Η ελληνική ιστορία μέχρι τη Μεταπολίτευση ήταν σχηματικά μιλώντας μια ιστορία καταπίεσης της ετερότητας και ανάδειξης της εθνικής ομοιογένειας. Αυτή η εικόνα ανατρέπεται στην πορεία της Μεταπολίτευσης καθώς η μεταπολιτευτική πεζογραφία συμμετέχει με πολλούς τρόπους και από ποικίλες σκοπιές στην αναψηλάφηση της ιστορίας ώστε να αναδειχθούν τα κενά και οι σιωπές της. Η άγνωστη ιστορία είναι σαν το καταπιεσμένο τραύμα που έρχεται στην επιφάνεια και το ίδιο μπορεί να ειπωθεί και για την ετερότητα που είτε στην ιστορική είτε στη συγχρονική της διάσταση προσκαλεί σε ένα ξανακοίταγμα της ιστορίας. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι το ύστερο μεταπολιτευτικό μυθιστόρημα διαπραγματεύεται δύο εκφάνσεις της ετερότητας οι οποίες αλληλενεργούν μεταξύ τους. Πρόκειται για την ιστορική διερεύνηση της ετερότητας που ανασύρει ή φωτίζει αθέατες πτυχές της ιστορίας, πρόσωπα και μειονότητες που παρέμειναν στην αφάνεια ή ο εθνικός λόγος τις αποσιώπησε και τη συγχρονική ετερότητα που ασχολείται με τους μετανάστες και τους περιθωριοποιημένους στο σήμερα. Αυτές οι δύο κατηγορίες αλληλοτροφοδοτούνται καθώς η μυθοπλαστική διαπραγμάτευση της συγχρονικής ετερότητας οδηγεί σε ανάλογες ιστορικές αναζητήσεις και αναθεωρήσεις. Προέχουν πλέον τα ζητήματα και όχι η αναβίωση μιας εποχής, ενώ η ιστορική αναδρομή δίνει την αφορμή για να τεθούν σύγχρονοι προβληματισμοί. Και αυτοί οι προβληματισμοί δεν καταργούν μόνο τα όρια των ιστορικών εποχών αλλά και συμβάλλουν στο να διαβάσουμε το παρελθόν μέσω του παρόντος. Αν το παλαιότερο ιστορικό μυθιστόρημα ήταν παράγωγο του ιστορισμού, το σύγχρονο μετα-ιστορικό είναι συνάρτηση του παροντισμού.
«Η προοπτική της εισόδου στην Ευρωπαϊκή κοινότητα και οι διχογνωμίες σχετικά με την ένταξη προκάλεσαν εκτός των άλλων και συζητήσεις ταυτότητας».
Με ποιο τρόπο η Μεταπολίτευση αποτέλεσε πέρα από πολιτική και πολιτισμική στροφή; Ποια είναι τα βασικά χαρακτηριστικά της κουλτούρας της Μεταπολίτευσης;
Μέχρι τώρα κυριαρχούσε η οικονομική, πολιτική και θεσμική προσέγγιση της Μεταπολίτευσης καθώς η ίδια η λέξη παραπέμπει στις πολιτικές εξελίξεις. Σε ποια όμως στοιχεία θα μπορούσε να βασιστεί μια πολιτισμική διερεύνηση αυτών των 50 χρόνων; Η οικονομική και θεσμική θεώρηση μπορεί να αξιοποιήσει συγκριτικά δεδομένα (π.χ. ρυθμοί ανάπτυξης, σύγκριση με άλλες χώρες της ΕΕ, βραδεία ή ταχεία απονομή δικαιοσύνης) ενώ η πολιτισμική ιστορία έχει πιο πολλές πτυχές και δεν είναι πάντα εύκολο να χρησιμοποιηθούν συγκριτικά ποσοτικά δεδομένα.
Μετά την πτώση της χούντας συντελείται βαθμιαία η μετατόπιση από την πολιτική στην κουλτούρα με μια ευρύτερη έννοια. Η έντονη πολιτικοποίηση των πρώτων χρόνων της Μεταπολίτευσης δίνει σταδιακά τη θέση της στην έμφαση σε θέματα ταυτότητας. Στις ταυτότητες φαίνεται να συμπυκνώνονται ποικίλα διακυβεύματα και σε αυτές παραπέμπουν μια σειρά κοινωνικών και πολιτισμικών εξελίξεων. Μια τέτοια θεώρηση συνάδει και με τις διεθνείς τάσεις και την επικράτηση της λεγόμενης πολιτικής της ταυτότητας (identity politics).
«Στη Μεταπολίτευση συνυπάρχει η αυτοπεποίθηση της πολιτικής σταθερότητας και της ανόδου του βιοτικού επιπέδου με την πολιτισμική ανασφάλεια του ευάλωτου έθνους και αυτή η αμφίρροπη συνθήκη παράγει ταυτοτική αβεβαιότητα».
Ποιες διαφορετικές εκδοχές της ελληνικότητας συναντάμε κατά την Μεταπολίτευση; Θα μπορούσε να γίνει μια περιοδολόγηση για τις κυρίαρχες εκδοχές ανά δεκαετία;
Στη Μεταπολίτευση το έθνος αρχίζει να αντιμετωπίζεται και ως αισθητική κατηγορία ενώ η διαμόρφωση της ελληνικής πολιτισμικής ταυτότητας συνδέθηκε περισσότερο από κάθε άλλη φορά με τη γενιά του ’30. Ας λάβουμε υπόψη ότι τα δοκίμια, τα ημερολόγια και η αλληλογραφία των κυριότερων εκπροσώπων της δημοσιεύτηκαν σε συγκεντρωτικούς τόμους κυρίως μετά το 1974 και έτσι η συζήτηση δεν περιορίστηκε μόνο στα λογοτεχνικά κείμενα αλλά προεκτάθηκε και στις ιδέες τους και τη σχέση της Ελλάδας με τον ευρωπαϊκό πολιτισμό. Επομένως, η προοπτική της εισόδου στην Ευρωπαϊκή κοινότητα και οι διχογνωμίες σχετικά με την ένταξη προκάλεσαν εκτός των άλλων και συζητήσεις ταυτότητας. Αυτός ο αρχικός προβληματισμός περί ταυτότητας και ελληνικότητας συμπληρώθηκε από τη δεκαετία του 1990 με έναν ευρύτερο προβληματισμό τον οποίο προκάλεσαν το τέλος του ψυχρού πολέμου, η μετανάστευση και η παγκοσμιοποίηση. Η παράδοξη συνύπαρξη αφενός της ανερχόμενης ετερότητας και αφετέρου της ανασφάλειας λόγω της παγκοσμιοποίησης οδήγησαν σε αναζητήσεις ταυτότητας και σε συζητήσεις περί ελληνικότητας, που δεν είναι τίποτε άλλο παρά αναζητήσεις ασφάλειας. Στη Μεταπολίτευση συνυπάρχει η αυτοπεποίθηση της πολιτικής σταθερότητας και της ανόδου του βιοτικού επιπέδου με την πολιτισμική ανασφάλεια του ευάλωτου έθνους και αυτή η αμφίρροπη συνθήκη παράγει ταυτοτική αβεβαιότητα. Για όλους αυτούς τους λόγους πρότεινα η περίοδος από τη χούντα στην κρίση να χαρακτηριστεί ως «εποχή των ταυτοτήτων» και όχι απλώς «Μεταπολίτευση». Η ταυτότητα είναι αυτή που ενώνει τις δύο περιόδους της Μεταπολίτευσης. Μέχρι το 1990 κυριαρχεί η κρίση ταυτότητας λόγω Ευρώπης και μετά λόγω παγκοσμιοποίησης και μετανάστευσης, αλλά και στις δύο το ζήτημα της ελληνικότητας και της υπέρβασης των στερεοτύπων είναι πάντα ζωντανό..
Ποιο είναι το επικρατέστερο εθνικό αφήγημα κατά την Μεταπολίτευση;
Νομίζω ότι το επικρατέστερο αφήγημα ήταν αυτό του εξευρωπαϊσμού που συνδέθηκε και με το αφήγημα του εκσυγχρονισμού. Πώς η Ελλάδα θα συστηθεί ως δυτική και νεοτερική χώρα, αφήνοντας πίσω της τα ίχνη της βαλκανικότητας, της οθωμανικότητας, του φολκλορισμού και του ανατολισμού που κάνουν αισθητή την παρουσία τους μέσω γεωπολιτικών εξελίξεων, αναστύλωσης μνημείων, λογοτεχνημάτων, τηλεοπτικών σειρών, μουσικών τάσεων κ.ά..
«Δεν συμφωνώ με την άποψη ότι η κρίση προκάλεσε ένα είδος απογοήτευσης και απόρριψης οτιδήποτε ελληνικού».
Η οικονομική κρίση και η περίοδος της λιτότητας πώς επηρέασαν την ελληνική κουλτούρα; Πώς η κρίση αποτυπώθηκε στην καλλιτεχνική παραγωγή της εποχής;
Το θέμα αυτό αποτέλεσε το αντικείμενο ενός διετούς ερευνητικού προγράμματος (2014-16) για τις πολιτισμικές επιπτώσεις της κρίσης στην Ελλάδα, το οποίο διεύθυνα και χρηματοδοτήθηκε από το Βρετανικό Arts and Ηumanities Research Council. Αυτού του είδους τα προγράμματα είναι πολύ ανταγωνιστικά και το ποσοστό επιτυχίας πολύ χαμηλό, οπότε η χρηματοδότηση του προγράμματος δείχνει το βρετανικό ενδιαφέρον για τις επιπτώσεις της κρίσης. Καρπός του ερευνητικού προγράμματος ήταν ο τόμος που επιμελήθηκα αλλά έχει κυκλοφορήσει μόνο στα αγγλικά: Greece in Crisis: Culture and the Politics of Austerity, Λονδίνο, Bloomsbury 2017.
Δεν συμφωνώ με την άποψη ότι η κρίση προκάλεσε ένα είδος απογοήτευσης και απόρριψης οτιδήποτε ελληνικού. Αντίθετα οι κρίσεις και οι πόλεμοι προκαλούν ανέκαθεν ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τη χώρα που υποφέρει και το διαπιστώσαμε αυτό και στην περίοδο της δικτατορίας αλλά και πιο πρόσφατα στην περίπτωση της Ουκρανίας. Η κρίση στην Ελλάδα ενεργοποίησε το ενδιαφέρον του ξένου κοινού για τη χώρα, αν κρίνουμε από τις μελέτες και τα άρθρα που γράφτηκαν σε διεθνές επίπεδο και τούτο οδήγησε και στην αναζήτηση καλλιτεχνικών έργων για να κατανοηθούν καλύτερα τα δεινά της κρίσης και η περιπέτεια της χώρας.
Τι ρόλο έπαιξε η χούντα σε σχέση με την πρόσληψη ελληνικότητας από τους Νεοέλληνες;
Η κακοποίηση του ελληνικού παρελθόντος από τη χούντα προκάλεσε αντίδραση στη Μεταπολίτευση και οδήγησε σε αναστοχασμό σχετικά με τη διαχείριση του παρελθόντος και την αναζήτηση νέων αφηγημάτων ταυτότητας. Εκκόλαψε επίσης ως αντίδραση μια κουλτούρα αμφισβήτησης που επιβιώνει μέχρι σήμερα με διάφορους τρόπους.
«Ζούμε πλέον σε έναν ραγδαία μεταβαλλόμενο κόσμο όπου η ρευστότητα συνιστά τη μονιμότητα και η ζωή μας βασίζεται στις εφαρμογές του κινητού».
Πως μετασχηματίζεται η ελληνική κουλτούρα μέσα στο πλαίσιο της ψηφιοποιημένης πλέον δημόσιας σφαίρας;
Δεν πρέπει να ξεχνούμε ότι η ελληνική κουλτούρα μέχρι πριν λίγες δεκαετίες ήταν κατεξοχήν προφορική. Οπότε τα διαδοχικά άλματα στην κειμενικότητα, την οπτικότητα και την ψηφιακότητα έγιναν πιο απότομα και απροετοίμαστα σε σχέση με άλλες χώρες. Ενδεικτικό παράδειγμα αποτελεί το πως πολλαπλασιάστηκαν τα τηλεοπτικά κανάλια από δύο που υπήρχαν μέχρι τη δεκαετία του 1980 ή η διάδοση των κινητών τηλεφώνων όταν παλαιότερα πολλοί περίμεναν χρόνια για την εγκατάσταση μιας συσκευής. Ζούμε πλέον σε έναν ραγδαία μεταβαλλόμενο κόσμο όπου η ρευστότητα συνιστά τη μονιμότητα και η ζωή μας βασίζεται στις εφαρμογές του κινητού. Η κουλτούρα της σύντομης διάρκειας κυριαρχεί (TikTok, tweet/x, σύντομα βίντεο) και θέτει ποικίλα ερωτήματα. Χάνονται δεξιότητες όπως η ικανότητα να γράφουμε με το χέρι; Δεν διαβάζουμε μεγάλα κείμενα;
Το καλοκαίρι κατά την τελετή έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων υπήρξε έντονη κριτική απέναντι στη διοργανώτρια χώρα – Γαλλία, ενώ ταυτόχρονα εξυμνήθηκε η Ελλάδα για τους Ολυμπιακούς αγώνες του 2004. Τι σημαίνει η εξιδανίκευση των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004 για την πολιτισμική μας ιστορία;
Οι Ολυμπιακοί αγώνες του 2004 έδωσαν την ευκαιρία για μια εντυπωσιακή «παράσταση» της ελληνικής ιστορίας. Τονίζοντας την αρχαιότητα, η τελετή έναρξης πρόβαλε την πολιτισμική και ιστορική συνέχεια, ανταποκρινόμενη στις προσδοκίες του ξένου κοινού. Η τελετή λήξης ήταν κάτι άλλο, μια γιορτή με παραδοσιακή μουσική και χορό, που έφερε στο προσκήνιο τη λαϊκή κουλτούρα. Αυτό όμως που αξίζει να σημειωθεί είναι ότι τα οθωμανικά χρόνια υποβαθμίστηκαν στη γραμμική και απρόσκοπτη αναπαράσταση της ελληνικής ιστορίας κατά την τελετή έναρξης της Ολυμπιάδας, επιβεβαιώνοντας ότι οι αποσιωπήσεις δεν λείπουν ακόμη και από υψηλού επιπέδου επιτελέσεις της ελληνικής ιστορίας.