Την δική του απάντηση στον Αντώνη Σαμαρά, για όσα είπε για τη στάση της κυβέρνησης στα ελληνοτουρκικά, έδωσε ο Κυριάκος Μητσοτάκης, από τις Βρυξέλλες, μετά το τέλος της Συνόδου του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου.

Απαντώντας σε ερώτημα για φωνές στη χώρα που μιλούν για ξεπουλήματα, «πακέτο Κύπρου και Αιγαίου» συμπεριλαμβανομένης αυτής του πρώην πρωθυπουργού κ. Σαμαρά, τοποθετήθηκε λέγοντας: «Επιτρέψτε μου να κάνω μια διάκριση μεταξύ των απόψεων του κυρίου Σαμαρά και των υπόλοιπων φωνών που ακούγονται γύρω από τα ζητήματα αυτά. Για τον κύριο Σαμαρά θα πω ότι οι απόψεις του είναι σεβαστές.  Ο ίδιος μάλιστα είχε συναντηθεί με τον κ. Ερντογάν και θυμίζω ότι και επί ημερών του έγιναν διερευνητικές επαφές με την Τουρκία».

Και πρόσθεσε: «Τώρα όμως αφήνω στην άκρη αυτό το θέμα. Διαπιστώνω ότι υπάρχουν πολλές εξαιρετικά ακραίες φωνές στην Ελλάδα από κόμματα τα οποία βρίσκονται στα δεξιά της Νέας Δημοκρατίας και από διάφορα μέσα μαζικής ενημέρωσης, τα οποία περίπου κατηγορούν την κυβέρνηση και εμένα, τον υπουργό Εξωτερικών, ότι είμαστε μειοδότες, γιατί κάνουμε τι; Γιατί συζητούμε με την Τουρκία; Αναρωτιέμαι πού ήταν όλοι αυτοί οι υπερπατριώτες όταν εμείς προστατεύσαμε τα σύνορα της Ελλάδος στον Έβρο;

Πού ήταν όλοι αυτοί οι υπερπατριώτες όταν εμείς επεκτείναμε τα χωρικά ύδατα στα 12 μίλια στο Ιόνιο, όταν υπογράφαμε την αποκλειστική οικονομική Ζώνη με την Αίγυπτο, δημιουργώντας κυριαρχικά δικαιώματα με τη βούλα, με το νόμο πού ήταν όλοι αυτοί οι υπερπατριώτες όταν αγοράζαμε τα Rafale; Όταν κάναμε την παραγγελία για τα για τα F-35;

Έχω μιλήσει και στο παρελθόν για «πατριώτες της φακής». Και εν πάση περιπτώσει σήμερα η Ελλάδα είναι σε θέση να συζητά με την Τουρκία πολιτισμένα, αλλά και σε μια θέση πολύ πιο ισχυρή απ’ ό,τι ήταν το 2019 και το συζητάμε. Δεν σημαίνει ότι συμφωνούμε ούτε ξεπουλάμε ούτε προδίδουμε κανέναν.

Και η χώρα έχει πληρώσει πολύ ακριβά στην ιστορία της αυτήν την ακραία ρητορική, η οποία δεν υπηρετεί τελικά τα εθνικά συμφέροντα και σίγουρα δεν κομίζει και καμία ουσιαστική εναλλακτική στο τραπέζι.

Η Ελλάδα λοιπόν -σε αυτό στηρίζω απόλυτα τον υπουργό Εξωτερικών- θα εξακολουθεί να συνομιλεί με την Τουρκία όπως το έχουμε ήδη κάνει.

Έχω συναντηθεί έξι φορές με τον κύριο Ερντογάν. Αυτό δεν σημαίνει ότι έχουμε συμφωνήσει ότι είμαστε κοντά σε μια συμφωνία για τα ζητήματα των θαλασσίων ζωνών, ΑΟΖ και υφαλοκρηπίδας. Έχουμε πολύ δρόμο ακόμα να διανύσουμε για να φτάσουμε σε αυτό το σημείο.

Αλλά ήθελα να δώσω αυτή τη λίγο πιο εκτεταμένη απάντηση προς όλους αυτούς, οι οποίοι θεωρούν τους εαυτούς τους πιο πατριώτες από ότι είμαστε όλοι εμείς. Υποψιάζομαι ότι σε μια πραγματική κρίση θα ήταν οι πρώτοι που «θα έβαζαν την ουρά στα σκέλια».

Τέλος, για το μεταναστευτικό είπε τα εξής:

«Το γεγονός ότι καταφέραμε να πετύχουμε συμφωνία σχετικά με τα συμπεράσματα στο κεφάλαιο του μεταναστευτικού είναι μια πολύ θετική εξέλιξη και αν μου επιτρέπετε μια γενικότερη παρατήρηση: Η Ελλάδα από το 2019 υπερασπίζεται μια αυστηρή αλλά δίκαιη μεταναστευτική πολιτική, δίνοντας μεγάλη έμφαση στην εξωτερική διάσταση της μετανάστευσης, στην προστασία δηλαδή των εξωτερικών συνόρων, της Ευρωπαϊκής Ένωσης. 

Και τα προβλήματα τα οποία αντιμετωπίζει σήμερα η Πολωνία με την εργαλειοποίηση του μεταναστευτικού προβλήματος από τη Λευκορωσία και τη Ρωσία, η Ελλάδα τα αντιμετώπισε πρώτη.

Θέλω να θυμίσω ότι από τον Μάρτιο του 2020 δείχνουμε πλήρη συμπαράσταση σε μια χώρα η οποία αντιμετωπίζει αντίστοιχα προβλήματα.

Αυτά τα χρόνια όμως, η πολιτική της Ευρώπης στο μεταναστευτικό άλλαξε και ήρθε πολύ πιο κοντά στις ελληνικές θέσεις και αυτό αποτελεί πια ένα αυταπόδεικτο συμπέρασμα. Το οποίο προκύπτει και από τα ίδια τα συμπεράσματα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου.

Η εξωτερική διάσταση της μετανάστευσης, η προστασία των ευρωπαϊκών συνόρων, το Σύμφωνο για τη Μετανάστευση και το Άσυλο αποτελούν επιτυχίες της Ευρώπης και είναι θέσεις οι οποίες είναι κοντά στις ελληνικές θέσεις.

Η Ευρώπη έχει πάρει μια απόφαση. Είναι μια απόφαση η οποία προφανώς εξυπηρετεί και τα ελληνικά συμφέροντα, ότι δεν είναι δυνατόν να καθορίζουν οι διακινητές ποιος θα εισέρχεται στην ευρωπαϊκή Ένωση.

Και αυτό το οποίο ερχόμαστε τώρα να συμπληρώσουμε ως επόμενο βήμα είναι να δρομολογήσουμε ένα ευρωπαϊκό πλαίσιο για τις επιστροφές.

Διότι η επιχειρηματολογία μας θα είναι μόνο πλήρης αν πούμε ότι εμείς καθορίζουμε ποιος θέλει να μπει στην Ευρωπαϊκή Ένωση, αλλά όποιος δεν μπορεί και δεν έχει θέση στην Ευρώπη, γιατί δεν δικαιούται άσυλο, πρέπει να επιστρέφει στη χώρα από την οποία προήλθε.

Και αυτό ακριβώς είναι το αντικείμενο και της οδηγίας που δώσαμε στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή να επεξεργαστεί γρήγορα νέα ευρωπαϊκή νομοθεσία γύρω από τα ζητήματα των επιστροφών.

Δείτε την δήλωσή του: