Η ανάληψη κυβερνητικών θέσεων από τεχνοκράτες, δηλαδή από μη εκλεγμένους ειδικούς, παρατηρείται ήδη από την αρχή της μεταπολιτευτικής περιόδου. Οι τεχνοκράτες είναι παρόντες στις πρώτες κυβερνήσεις της ΝΔ στο πλαίσιο της ανανέωσης του πολιτικού προσωπικού της κεντροδεξιάς που προώθησε τότε ο Κωνσταντίνος Καραμανλής. Ακόμη εντονότερη παρουσία είχαν στις πρώτες κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ, το οποίο εισήγαγε δυναμικά στην οικονομική πολιτική τεχνοκράτες με ριζοσπαστικές ιδέες (Αρσένης, Βαϊτσος, Λάζαρης, Κουλουριάνος κ.λπ.). Αρκετά από τα πρόσωπα αυτά προέρχονταν από τα πολιτικο-επιστημονικά δίκτυα που είχε οικοδομήσει ο Ανδρέας Παπανδρέου πριν και κατά τη διάρκεια της δικτατορίας. Άλλωστε, μην ξεχνάμε ότι ο ίδιος ο Ανδρέας Παπανδρέου είχε εισαχθεί στην ελληνική πολιτική σκηνή τη δεκαετία του 1960 ως ένας προοδευτικός τεχνοκράτης.
Αντίθετα, από ό,τι ίσως θα περίμενε κανείς, οι τεχνοκράτες που χαρακτήρισαν τη μεταπολιτευτική περίοδο δεν ήταν νεοφιλελεύθεροι. Οι νεοφιλελεύθεροι τεχνοκράτες (στελέχη δεξαμενών σκέψης και δημοσιογράφοι) είχαν τη στιγμή τους στις αρχές της δεκαετίας του 90, αλλά σε γενικές γραμμές έπαιξαν έναν μάλλον περιθωριακό ρόλο στα πολιτικά πράγματα της χώρας. Αντίθετα, τον τόνο έδωσαν οι τεχνοκράτες της σοσιαλδημοκρατίας. Όταν έφυγε από το προσκήνιο η πρώτη γενιά τεχνοκρατών του ΠΑΣΟΚ, στελέχη που ήταν νεαρά στις αρχές της δεκαετίας του 1980 (π.χ. Παπαντωνίου) και άλλα που αναδείχθηκαν με το σταθεροποιητικό πρόγραμμα της διετίας 1985-7 (Σπράος, Γκαρκάνας κ.λπ.) ταυτίστηκαν με την ευρωπαϊκή οικονομική ορθοδοξία της οποίας έγιναν οι κύριοι εκφραστές στην Ελλάδα. Ακολούθησε η ανάδειξη νέων γενεών στελεχών σε αυτή τη γραμμή για τις επόμενες τρεις δεκαετίες (Στουρνάρας, Χριστοδουλάκης, Σαχινίδης κ.λπ.).
«Οι ηγέτες τοποθετούν τεχνοκράτες στις κυβερνήσεις επειδή εμπιστεύονται τις ικανότητές τους, για να αυξήσουν την αξιοπιστία των κυβερνήσεων έναντι του επιχειρηματικού κόσμου και των διεθνών οργανισμών».
Οι τεχνοκράτες είναι πρώτα από όλα σύμμαχοι των ηγετών, στους οποίους οφείλουν τη θέση τους στην κυβέρνηση ή το ψηφοδέλτιο Επικρατείας. Αρκετοί παρέμειναν «καθαροί» τεχνοκράτες (π.χ. Βαϊτσος, Γιαννίτσης), ενώ άλλοι έχτισαν στη συνέχεια το προσωπικό τους πολιτικό κεφάλαιο ως αιρετοί (π.χ. Αρσένης, Παπαντωνίου), ενίοτε διαταράσσοντας τις σχέσεις τους με την ηγεσία. Στην Ελλάδα οι τεχνοκράτες προέρχονται κυρίως από τον δημόσιο τομέα, και όχι από τη δημόσια διοίκηση (όπως συμβαίνει, π.χ., στη Γαλλία). Είναι δικαστικοί, στρατιωτικοί, στελέχη της ΕΕ και, πάνω από όλα, πανεπιστημιακοί. Τα στελέχη από τον ιδιωτικό τομέα, είτε την αγορά είτε την κοινωνία πολιτών, είναι πολύ λιγότερα – με σημαντική εξαίρεση τη συμμετοχή εταιρικών στελεχών σε συντηρητικές κυβερνήσεις. Τυπικά, ο τεχνοκράτης των ελληνικών κυβερνήσεων έχει υψηλό επίπεδο σπουδών (συχνά διδακτορικό) στα οικονομικά ή τα νομικά, κοσμοπολίτικο προφίλ με μέρος των σπουδών και της καριέρας του στο εξωτερικό, και μετακινείται σε δίκτυα θέσεων ανάμεσα στην επιστήμη, την πολιτική και την αγορά (πανεπιστήμια και ερευνητικά κέντρα, σύμβουλος πολιτικών προσώπων, γενικός και ειδικός γραμματέας σε υπουργεία, διοίκηση ΔΕΚΟ, διοικητικό στέλεχος μεγάλων εταιρειών, περιλαμβανομένων των τραπεζών).
Οι ηγέτες τοποθετούν τεχνοκράτες στις κυβερνήσεις επειδή εμπιστεύονται τις ικανότητές τους, για να αυξήσουν την αξιοπιστία των κυβερνήσεων έναντι του επιχειρηματικού κόσμου και των διεθνών οργανισμών, αλλά και ως στρατηγική διαχείρισης του πολιτικού κόστους – αναθέτοντάς τους αντιδημοφιλείς μεταρρυθμίσεις. Τις περιόδους που το πολιτικό κεφάλαιο των ηγετών είναι ισχυρό, έχουν την ευχέρεια να επιβάλλουν τεχνοκράτες της επιλογής τους, ενώ στις περιόδους πολιτικής φθοράς υποχωρούν έναντι των αξιώσεων των κομματικών στελεχών.
Στη διάρκεια των πενήντα προηγούμενων ετών, η παρουσία των τεχνοκρατών στις κυβερνήσεις, περιλαμβανομένης της θέσης του πρωθυπουργού, ενισχύθηκε. Για τις ίδιες τις κοινοβουλευτικές δυνάμεις, η ανάθεση της διακυβέρνησης σε τεχνοκράτες αποτέλεσε μια διέξοδο και προϊόν συμβιβασμού (όπως στην περίπτωση της κυβέρνησης Ζολώτα) ή έναν προσωρινό ελιγμό εν όψει μιας επερχόμενης εκλογικής αναμέτρησης (όπως η συμμετοχή της ΝΔ στην κυβέρνηση Παπαδήμου). Στη δεκαετία του 2010 η αύξηση της συμμετοχής των τεχνοκρατών στις κυβερνήσεις, όπως επίσης στη δημόσια διοίκηση και τη διαχείριση της δημόσιας περιουσίας, ήταν σε μεγάλο βαθμό το αποτέλεσμα των πιέσεων της ΕΕ και του ΔΝΤ. Για τους διεθνείς οργανισμούς οι τεχνοκράτες αποτελούν εγγύηση ότι οι μεταρρυθμίσεις θα συνεχιστούν παρά τη λαϊκή δυσαρέσκεια – άλλωστε το κύρος των ίδιων των διεθνών οργανισμών βασίζεται στην ειδημοσύνη και όχι στην ψήφο. Στον απόηχο της κρίσης της δεκαετίας του 2010, αλλά και ως αντανάκλαση της προσωπικής πολιτικής ηγεμονίας του πρωθυπουργού, οι περισσότεροι τεχνοκράτες των τελευταίων πενήντα χρόνων συμμετείχαν στην κυβέρνηση του 2019.
Η αυξημένη παρουσία των τεχνοκρατών στις κυβερνήσεις ερεθίζει τα δημοκρατικά αντανακλαστικά πολλών, οι οποίοι υποστηρίζουν εύλογα ότι η πολιτική πρέπει να ασκείται από αιρετούς που υπόκεινται στον λαϊκό έλεγχο. Ωστόσο, μια προσεκτική ματιά στην πρόσφατη ιστορία δείχνει ότι η τοποθέτηση τεχνοκρατών σε θέσεις ευθύνης δεν απειλεί τη δημοκρατία, καθώς πρόκειται κυρίως για μια στρατηγική των αιρετών πολιτικών, στους οποίους αργά ή γρήγορα επιστρέφει η διακυβέρνηση. Πιο ανησυχητικό είναι ότι η κατάχρηση αυτής της στρατηγικής μπορεί να αποξενώσει τμήματα του εκλογικού σώματος από τη δημοκρατία και να διευκολύνει το έργο ακραίων δυνάμεων που υπόσχονται μια ψευδεπίγραφη επιστροφή της εξουσίας στον λαό.
*Ο Νίκος Σουλιώτης είναι Κύριος Ερευνητής, ΕΚΚΕ