Στις 17 Οκτωβρίου 1864, 160 χρόνια πριν από σήμερα, υπογράφηκε από τον βασιλιά Γεώργιο Α’ το Σύνταγμα του 1864, με το οποίο εγκαθιδρυόταν πολίτευμα βασιλευομένης δημοκρατίας και το οποίο από πολλές απόψεις αποτελεί ένα σημαντικότατο βήμα στη συνταγματική ιστορία της χώρας.
Όπως αναφέρεται στην ιστοσελίδα του ελληνικού κοινοβουλίου:
«Το σημαντικότερο χαρακτηριστικό του νέου καταστατικού χάρτη της χώρας ήταν ότι επανέφερε την αρχή της λαϊκής κυριαρχίας του Συντάγματος της Τροιζήνας του 1827 και διείπετο από τη δημοκρατική και όχι τη μοναρχική αρχή, δηλαδή αναγνωριζόταν πλέον το έθνος, ο ελληνικός λαός, και όχι ο μονάρχης, ως πηγή και φορέας της κρατικής εξουσίας»
Θέλοντας να μπούμε στα ενδότερα του Συντάγματος του 1864, «συμβουλευόμαστε» τους κ.κ. Πασχάλη Μ. Κιτρομηλίδη καθηγητή Πολιτικής Επιστήμης του Πανεπιστημίου Αθηνών και ακαδημαϊκό και τον Κώστα Χ. Χρυσόγονο, καθηγητή Συνταγματικού Δικαίου του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Αθηνών.
Στο «ΒΗΜΑ» της 22ας Νοεμβρίου 2014, ο Πασχάλης Κιτρομηλίδης αναφέρεται στη «σημαντικότερη κατάκτηση του δημοκρατικού φιλελευθερισμού στην ελληνική πολιτική ζωή του 19ου αιώνα» ενώ στο «ΒΗΜΑ» της 28ης Δεκεμβρίου 2013, ο Κώστας Χ. Χρυσόγονος γράφει για «μια αποτυχημένη απόπειρα να περιοριστεί η βασιλεία».
Κώστας Χ. Χρυσόγονος
Πώς φτάσαμε στο Σύνταγμα του 1864
«Το Σύνταγμα του 1864 ήταν το επιστέγασμα της διαδικασίας άσκησης συντακτικής εξουσίας που άρχισε με την «επανάσταση» (κατ’ ουσίαν επρόκειτο για στρατιωτικό κίνημα) του Οκτωβρίου 1862 και την ανατροπή του Οθωνα. Η αιτία ήταν η επιμονή του τελευταίου σε έναν συγκαλυμμένο απολυταρχισμό, ακόμη και μετά τη θέσπιση του Συντάγματος του 1844, μέσω του διορισμού «αυλικών» κυβερνήσεων και της διεξαγωγής εκλογών βίας και νοθείας.
»Η επανάσταση δεν αποσκοπούσε στην κατάργηση της βασιλείας αλλά απλώς στη διασφάλιση της ομαλής λειτουργίας του πολιτεύματος με την αντικατάσταση της δυναστείας.
Η αναζήτηση του νέου βασιλιά αποτέλεσε έργο της βρετανικής διπλωματίας και η επιλογή του πρίγκιπα της Δανίας Γεωργίου απλώς επικυρώθηκε τον Μάρτιο του 1863 με ψήφισμα της Β’ Εθνικής (Συντακτικής) Συνέλευσης που είχε εκλεγεί στα τέλη του προηγούμενου έτους.
»Στην Εθνοσυνέλευση επικράτησαν συντηρητικές κατά βάση αντιλήψεις και έτσι δεν επιτεύχθηκε λύση στο θεμελιώδες ζήτημα της εισαγωγής του κοινοβουλευτικού συστήματος, δηλαδή τελικά της οριοθέτησης των παρεμβάσεων του θρόνου στην πολιτική ζωή.
»Τα άρθρα 31 και 37 του νέου Συντάγματος έδιναν στον βασιλιά την αρμοδιότητα να διορίζει και να παύει τους υπουργούς «αυτού» (ως να ήταν περίπου προσωπικοί βοηθοί του), χωρίς ειδικότερους περιορισμούς, καθώς και να διαλύει τη Βουλή, ενώ δεν προβλεπόταν καν η υποχρέωση της κυβέρνησης να ζητεί ψήφο εμπιστοσύνης από την τελευταία. Ακόμη ο βασιλιάς διατηρούσε την αρχηγία των Ενόπλων Δυνάμεων και τις αρμοδιότητες κήρυξης πολέμου και σύναψης συνθηκών ειρήνης (άρθρο 25).
Κυβερνήσεις των Ανακτόρων
»Αξιόλογη καινοτομία ήταν η ρητή κατοχύρωση των αρχών της άμεσης, καθολικής και μυστικής ψηφοφορίας (άρθρο 66) και της αρχής της εθνικής κυριαρχίας στο άρθρο 21, ενώ καταργήθηκε η Γερουσία. Επρόκειτο εξάλλου για δημοκρατικό Σύνταγμα από την άποψη του φορέα της συντακτικής εξουσίας, αφού αυτή ασκήθηκε από τη Β’ Εθνοσυνέλευση χωρίς ουσιαστική συμμετοχή του νέου βασιλιά.
»Χαρακτηριστικό μάλιστα είναι ότι η συμμετοχή του βασιλιά δεν προβλεπόταν ούτε και στη διαδικασία της αναθεώρησης του Συντάγματος, την οποία καθιέρωνε το άρθρο 107 υπό εξαιρετικά αυστηρές προϋποθέσεις (αναθεώρηση μόνο συγκεκριμένων μη θεμελιωδών διατάξεων, εφόσον διαπιστωθεί η ανάγκη αναθεώρησής τους από δύο διαφορετικές Βουλές, σε συνεχόμενες βουλευτικές περιόδους, άμεση διάλυση της δεύτερης Βουλής και λήψη απόφασης από τη νέα αναθεωρητική Βουλή). Υπό τις προϋποθέσεις αυτές το πολίτευμα θεωρήθηκε πλέον «βασιλευόμενη δημοκρατία» αντί της «συνταγματικής μοναρχίας» του Συντάγματος του 1844.
»Ολα αυτά όμως λίγο έθιγαν την ουσία του πολιτικού και συνταγματικού προβλήματος της χώρας, που ήταν, όπως προαναφέρθηκε, ο διορισμός κυβερνήσεων της επιλογής των Ανακτόρων, συχνά προερχόμενων από την κοινοβουλευτική μειοψηφία.
»Η πρακτική εκείνη ακολουθήθηκε κατ’ επανάληψη από τον Γεώργιο Α’ στην αρχή της βασιλείας του και για περισσότερο από μία δεκαετία. Ενίοτε μάλιστα ακολουθούσε η διάλυση της Βουλής και η διεξαγωγή νέων εκλογών υπό την ευθύνη των κυβερνήσεων αυτών, με συνθήκες βίας και νοθείας, όπως ιδίως το 1868 και το 1874, ή και ο προσεταιρισμός αντιφρονούντων βουλευτών με ποικίλες μεθοδεύσεις ώστε να «κατασκευασθεί» φιλοκυβερνητική πλειοψηφία στη Βουλή.
Η επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου. Διακρίνεται έφιππος ο Δημήτριος Καλλέργης. (Μουσείο της Πόλεως των Αθηνών-Ίδρυμα Βούρου-Ευταξία, Αθήνα)
Αρχή της δεδηλωμένης
»Η κοινωνική δυσαρέσκεια που προκαλούσαν οι μεθοδεύσεις εκείνες διογκώθηκε στα μέσα της δεκαετίας του 1870 και υποχρέωσε τον Γεώργιο να υποχωρήσει διακηρύσσοντας την αρχή της «δεδηλωμένης» στον λόγο του θρόνου κατά την έναρξη των εργασιών της Βουλής τον Αύγουστο του 1875 (ότι, δηλαδή, στο εξής θα θεωρεί «απαραίτητον προσόν των καλουμένων… εις την κυβέρνησιν του τόπου την δεδηλωμένην προς αυτούς εμπιστοσύνην της πλειοψηφίας των αντιπροσώπων του έθνους»).
»Η αρχή της δεδηλωμένης δεν καθιερώθηκε πάντως ως συνταγματικός κανόνας (δηλαδή, συνταγματικό έθιμο τροποποιητικό των άρθρων 31 και 37 του Συντάγματος του 1864), αλλά μάλλον ως απλή συνθήκη του πολιτεύματος, ενώ το ακριβές περιεχόμενό του παρέμεινε αμφισβητούμενο επί δεκαετίες.
»Μια άλλη σημαντική εξέλιξη στην ελληνική συνταγματική ιστορία, προς τα τέλη του 19ου αιώνα, ήταν η νομολογιακή καθιέρωση του δικαστικού ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων με επίκληση του αυστηρού (κατ’ άρθρο 107) χαρακτήρα του Συντάγματος του 1864 και της συνακόλουθης διαφοράς τυπικής ισχύος μεταξύ αυτού και του νόμου.
Κίνημα στο Γουδή
»Την αρχή του τέλους του Συντάγματος του 1864 σηματοδότησε ένα νέο στρατιωτικό κίνημα, τον Αύγουστο του 1909 στου Γουδή, το οποίο οδήγησε μέσα σε σύντομο διάστημα στην κατάρρευση των παλιών κομμάτων και έτσι άνοιξε τον δρόμο για την εξουσία στον Ελευθέριο Βενιζέλο. Στο πλαίσιο των εξελίξεων αυτών έλαβε χώρα συνταγματική μεταβολή το 1910-1911.
»Η μεταβολή εκείνη, αν και ονομάστηκε «αναθεώρηση» του Συντάγματος, συντελέστηκε στην πραγματικότητα κατά παράβαση των διαδικαστικών προδιαγραφών του άρθρου 107 του Συντάγματος του 1864: η ανάγκη αναθεώρησης διαπιστώθηκε από μία μόνη Βουλή (τον Φεβρουάριο του 1910) και όχι από δύο συνεχόμενες, ενώ η αναθεώρηση δεν συντελέστηκε από την Α’ αναθεωρητική Βουλή που εκλέχθηκε τον Αύγουστο του 1910, αλλά, αφού αυτή διαλύθηκε μετά δύο μόλις μήνες, από τη Β’ αναθεωρητική Βουλή, ύστερα από νέες εκλογές τον Νοέμβριο του ίδιου έτους.
»Πάντως ούτε το νέο Σύνταγμα του 1911 καθιέρωσε ρητά την αρχή της «δεδηλωμένης» και έτσι δεν εμπόδισε τις αντισυνταγματικές και προδοτικές ενέργειες του βασιλιά Κωνσταντίνου που δρομολόγησαν τον εθνικό διχασμό το 1915».
Πασχάλης Κιτρομηλίδης
Ο Πασχάλης Κιτρομηλίδης χαρακτηρίζει το Σύνταγμα του 1864 «ως μνημείο πολιτικού λόγου και πολιτικής σκέψης» που «ξεπερνά τα όρια της επιστήμης του Συνταγματικού Δικαίου και οπωσδήποτε δεν μπορεί να αξιολογηθεί αποκλειστικά στο πλαίσιο μιας φορμαλιστικής νομικής προσέγγισης».
(…)
»Είναι συγχρόνως και ένας σταθμός στη διαδρομή της ελληνικής πολιτικής σκέψης και της πολιτικής ηθικής της ελληνικής κοινωνίας, σε μια ευρύτερη κοινωνιολογική οπτική δε δεν θα ήταν υπερβολικό να λεχθεί ότι αντιπροσωπεύει και μια μεγάλης σημασίας καμπή στην ανέλιξη της πολιτικής νοοτροπίας στην ελληνική κοινωνία.
(…)
»Ως προς το Συνταγματικό Δίκαιο, θα ήθελα να υπομνήσω ότι τόσο ο Αριστόβουλος Μάνεσης παλαιότερα όσο και ο Νίκος Αλιβιζάτος πιο πρόσφατα, τόνισαν με τον πειστικότερο τρόπο τα στοιχεία στα οποία συνίσταται η σημασία του Συντάγματος του 1864: την καθιέρωση της δημοκρατικής αρχής, την εγκατάσταση της βασιλευομένης δημοκρατίας αντί της συνταγματικής μοναρχίας ως μορφής του πολιτεύματος, το σύστημα της μιας Βουλής και μια εναργέστερη επίγνωση της ανάγκης προστασίας των ατομικών δικαιωμάτων.
Αδαμάντιος Κοραής
Με τη ματιά της Πολιτικής Επιστήμης
»Τι έχει λοιπόν να προσθέσει σε αυτές τις αναλύσεις η πολιτική επιστήμη;
»Για να απαντηθεί το ερώτημα απαιτούνται ορισμένες μεθοδολογικές αποσαφηνίσεις. Αν το Σύνταγμα του 1864 θεωρηθεί από τη σκοπιά της ιστορίας του πολιτικού στοχασμού ως κωδικοποίηση αξιών, ιδεολογικών παραδόσεων και ενός κανονιστικού κεκτημένου που παρήγαγε η ιστορική εμπειρία της συγκεκριμένης κοινωνίας, τότε θα μπορούσε να εξεταστεί με τη μεθοδολογία της ιστορίας της πολιτικής θεωρίας.
»Η μεθοδολογία αυτή αποβλέπει στην ανάκτηση της ιστορικότητας και της εσωτερικής λογικής των συνθέσεων του πολιτικού στοχασμού διά της μελέτης των συμφραζομένων και των προηγουμένων, που αποτελούν τα σημεία αναφοράς, προς τα οποία ρητά ή άρρητα ανταποκρίνονται εκείνες οι συνθέσεις και αποκρυσταλλώσεις των πολιτικών ιδεών, που αποτελούν σταθμούς και καμπές στην ανέλιξη του πολιτικώς σκέπτεσθαι μιας κοινωνίας.
»Η συμβατική άποψη για το Σύνταγμα του 1864 το θεωρεί ως μια επί το δημοκρατικότερο μετεξέλιξη του Συντάγματος της συνταγματικής μοναρχίας του 1844. Οπως όλες οι συμβατικές διαπιστώσεις, έτσι και αυτή εμπεριέχει ένα σημαντικό στοιχείο αλήθειας αλλά επί της ουσίας δεν μας πληροφορεί για κάτι που δεν γνωρίζαμε, διατηρεί το επίπεδο της κατανόησής μας στο γνωστό και κάπως τετριμμένο.
»Θα ήταν ιστορικά βασιμότερο αντί να βλέπαμε το Σύνταγμα του 1864 ως έναν αναβαθμό πέρα από το Σύνταγμα του 1844, να το θεωρούσαμε ως υπέρβαση και κυρίως ως εγκατάλειψη του πνεύματος του Συντάγματος εκείνου, το οποίο απηχεί ακόμη, στις παραμονές του συγκλονισμού της Ευρώπης από τις δημοκρατικές επαναστάσεις του 1848, το πνεύμα της Παλινόρθωσης.
Φιλελεύθερος δημοκρατικός συνταγματισμός
»Το Σύνταγμα του 1864 ανασυνδέεται με την παράδοση του φιλελεύθερου δημοκρατικού συνταγματισμού που εκδηλώθηκε κατά την Ελληνική Επανάσταση. Αυτή η πρωιμότερη φιλελεύθερη δημοκρατική παράδοση δεν περιορίζεται στα Πολιτεύματα της δεκαετίας του 1820 αλλά διερμηνεύεται και στη θεωρητική πολιτειολογία της ίδιας περιόδου. Ας θυμηθούμε το έργο του Αναστασίου Πολυζωίδη, Θεωρία γενική περί των διαφόρων διοικητικών συστημάτων και εξαιρέτως περί του κοινοβουλευτισμού, του έτους 1825, που τυπώθηκε στο πολιορκημένο Μεσολόγγι.
»Ας θυμηθούμε και του Αδαμαντίου Κοραή τις Σημειώσεις εις το Προσωρινόν Πολίτευμα της Ελλάδος, όπου ο κορυφαίος εκπρόσωπος του Διαφωτισμού ζητεί την αποτελεσματικότερη κατοχύρωση της αρχής της ισότητας και τη διασφάλιση του δημοκρατικού χαρακτήρα του πολιτεύματος.
»Αυτή η πρωιμότερη φιλελεύθερη δημοκρατική παράδοση είχε παραγκωνιστεί και εξωθηθεί στο περιθώριο από την επιβολή του συγκεντρωτικού και αυταρχικού συστήματος διακυβέρνησης της απόλυτης μοναρχίας. Επιπλέον μέσα στην ιδεολογική σκλήρυνση των δεκαετιών μετά το 1830 η φιλελεύθερη δημοκρατική παράδοση είχε απονομιμοποιηθεί, ως πηγή διάσπασης της ενότητας του έθνους. Αυτή την παρακαταθήκη ανασύρει από τη λήθη το Σύνταγμα του 1864, και με την αποφασιστική συμβολή των Επτανησίων πληρεξουσίων για τους οποίους η παρακαταθήκη αυτή είχε κρατηθεί ζωντανή από τον ριζοσπαστισμό.
»Πέραν όμως από αυτή την ανασύνδεση με τον δημοκρατικό φιλελευθερισμό της επαναστατικής δεκαετίας του 1820, το Σύνταγμα του 1864 θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι αντιτείνει και μια απάντηση και σε μια άλλη πρόκληση. Πρόκειται για ζήτημα το οποίο ανέκυπτε από την κριτική του συνταγματισμού, που είχε προκαλέσει και εκθρέψει η επίκληση του Συντάγματος από ολιγαρχικά στοιχεία για να καλύψουν και να διαιωνίσουν τα επί μέρους τοπικά τους συμφέροντα και ποικίλες άλλες ιδιοτέλειες.
Χειραγώγηση του συνταγματισμού
»Την κριτική απέναντι στα στοιχεία αυτά και τη χειραγώγηση του συνταγματισμού στην οποία προέβησαν εκφράζει λίγα χρόνια αφού εκπονήθηκε το Σύνταγμα του 1864 ο Δημήτριος Βερναρδάκης.
»Ας σταθούμε σε αυτή την κριτική με κάποια προσοχή και σοβαρότητα, όση ιδεολογική δυσφορία και αν μας προκαλεί. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι όσα γράφει ο Δημήτριος Βερναρδάκης συνιστούν πρόκληση προς τη δημοκρατική συνείδηση.
»Δεινός κλασικός φιλόλογος και συγγραφέας τραγωδιών εμπνευσμένων από τη μακρά διαχρονία της ελληνικής Ιστορίας, ο Βερναρδάκης δεν υπήρξε φίλος της δημοκρατίας: μοναρχικός, εχθρικός απέναντι στα Συντάγματα και τις αξίες του Διαφωτισμού, θιασώτης μιας ισχυρής συγκεντρωτικής ηγεσίας, η οποία θα ασκούσε την εξουσία προς το συμφέρον του συνόλου.
»Κατά τη γνώμη του μόνο ένα πολιτικό σύστημα αυτού του τύπου θα έσωζε την Ελλάδα, η οποία διαφορετικά θα παρέμενε έρμαιο των ανεξέλεγκτων και αβυσσαλέων πολιτικών παθών που την οδηγούσαν με μαθηματική βεβαιότητα στην καταστροφή.
»Διαπιστώνει ο Βερναρδάκης ότι οι Ελληνες είναι «έθνος φύσει και θέσει εξημμένον, ευφάνταστον, ευαπάτητον, ανατραφέν δε και παιδευθέν μέχρι σήμερον αγυρτικώς και τοιουτοτρόπως ως να μη δύναται να ζήση άνευ κολακείας, άνευ θυμιάματος, άνευ οιήσεως, άνευ τύφου».
»Επίσης διαπιστώνει τα εξής: «την επιούσαν αυτήν της επαναστάσεως ήρχισεν εν Ελλάδι η μακρά εκείνη πολιτική κωμωδία, της οποίας ο Θεός μόνος γινώσκει, εάν θα αξιωθώμεν να ίδωμεν ποτέ το τέλος. Εν ονόματι του ελληνικού έθνους, λόγω μεν εγκαθιδρύθη πολιτεία συνταγματική, πράγματι δε καθιερώθη και εστερεώθη επί θεμελίων εδραιοτέρων ολιγαρχία φοβερά, ήτοι αυτός ο επί Τουρκοκρατίας κατζαμπασισμός, επιχρισθείς διά του νωπού εκ της Δύσεως συνταγματικού ψιμυθίου».
»Ο Δημήτριος Βερναρδάκης στερεώνει τις κρίσεις του με επιχειρήματα και παραδείγματα ζωντανά από την πολιτική πραγματικότητα της εποχής του που καθιστούν τον λόγο του πειστικό παρά την αιχμηρότητα και την ιδιορρυθμία του.
Η επιχειρηματολογία του Βερναρδάκη
»Δεν κατακεραυνώνει μόνον την υποκρισία των ολιγαρχικών στοιχείων που εκφραζόταν «εις πανδαιμόνιον διχονοίας και κομματικών παθών των οποίων αρχή και τέλος είναι η αχαλίνωτος και ανερυθρίαστος ιδιοτέλεια».
»Αναφέρεται και στον ολέθριο ρόλο της «ψευδαριστοκρατίας του ελληνικού βασιλείου από του πρωθυπουργού μέχρι του τελευταίου κλητήρος», στα προβλήματα της εκπαίδευσης, ιδίως της ανωτάτης, η οποία κατήντησε κατά την κρίση του «κηφηνοκομείον». Επισημαίνει μάλιστα τη συμβολή της Νομικής Σχολής στην αθρόα παραγωγή ρητόρων και δημαγωγών, οι οποίοι παροξύνουν τα πάθη της πολιτικής.
»Ολα αυτά υπήρξαν κατά τον Δημήτριο Βερναρδάκη τα παράγωγα του συνταγματισμού τα οποία παρακολουθεί από τη σκοπιά ήδη της εποχής της καθιέρωσης της αρχής της δεδηλωμένης.
»Αυτός ο σκεπτικισμός και η απαισιοδοξία, γνήσιες εκφράσεις μιας άλλης ευρωπαϊκής ιδεολογικής παράδοσης που αντιπαρατίθεται στον δημοκρατικό φιλελευθερισμό και ανάγεται στον Edmund Burke, συνιστούσε μια από τις πολλές προκλήσεις που αντιμετώπισε ο ελληνικός πολιτικός στοχασμός κατά τη στιγμή της κατάρτισης του πολιτεύματος της βασιλευομένης δημοκρατίας.
»Τελικά το πρότυπο που συνδεόταν με τη στάση του Δημητρίου Βερναρδάκη δεν ακολουθήθηκε. Επιλέγηκε το πρότυπο του συνταγματισμού και των ελευθεριών, το πρότυπο του Διαφωτισμού. Το επιλεγέν πρότυπο δεν αποδείχθηκε αρχικά δυσεφάρμοστο στη διακυβέρνηση της χώρας. Αυτό ίσως να οφειλόταν στην προσαρμογή των θεσμών του συνταγματισμού στις δομές της κοινωνίας, ιδίως στην υπηρεσία των πελατειακών σχέσεων και εξαρτήσεων, που δεν έχουν δυστυχώς εκλείψει από την ελληνική ζωή.
»Η περαιτέρω διαδρομή, πάντως, κατά τον 20ό αιώνα ακολούθησε σκολιές οδούς, με πολλές ρήξεις και ασυνέχειες έως το 1974. Ακόμη και τον 21ο αιώνα, η πολιτική του παραλόγου που αναδύθηκε στην επιφάνεια του δημόσιου βίου από το 2012 και εξής και η αβυσσαλέα υποκρισία των κηρύκων του εκσυγχρονισμού, μας υπενθυμίζουν ότι οι προειδοποιήσεις του Δημητρίου Βερναρδάκη δεν έχουν χάσει ούτε την οξύτητα ούτε την επικαιρότητά τους ως προς τον χαρακτήρα της πολιτικής ζωής της χώρας».