Εδώ και χρόνια ο πλανήτης μας χτυπά καμπανάκια, όσο η ανθρώπινη δραστηριότητα εξακολουθεί να απειλεί τη χλωρίδα και την πανίδα. Τα οικοσυστήματα χάνουν πλέον τη λειτουργικότητά τους, υποβαθμίζονται και γίνονται επικίνδυνα ευάλωτα, εξαιτίας φαινομένων όπως οι πυρκαγιές, η εξάπλωση χωροκατακτητικών ειδών, η υπερεκμετάλλευση της γης, η ρύπανση και η κλιματική κρίση

Η υπερθέρμανση της ατμόσφαιρας και των υδάτων, μαζί με τα ολοένα συχνότερα ακραία καιρικά φαινόμενα, όπως οι καταιγίδες, οι ξηρασίες και οι πλημμύρες, οδηγούν τα ήδη υποβαθμισμένα οικοσυστήματα σε ένα σημείο καμπής. Εν ριπή οφθαλμού, δάση, λιβάδια και κοραλλιογενείς ύφαλοι κινδυνεύουν να εξαφανιστούν. Από τη συνεχιζόμενη μείωση της βιοποικιλότητας μέχρι τη σταδιακή άνοδο των παγκόσμιων θερμοκρασιών, είναι πολύ εύκολο να συνηθίσουμε στις σταδιακές αυτές αλλαγές και να αναβάλουμε τις απαραίτητες δράσεις.

Σύμφωνα με τους επιστήμονες, όταν μιλάμε για «σημείο καμπής», αυτό δε σημαίνει ότι τα οικοσυστήματα θα αλλάξουν ακαριαία από τη μια κατάσταση στην άλλη. Ωστόσο, κάποια στιγμή η αλλαγή θα γίνει αναπόφευκτη και ταχεία. Για παράδειγμα, στην περίπτωση του Αμαζονίου, οι τρέχοντες ρυθμοί αποψίλωσης μπορεί να οδηγήσουν σε ένα τέτοιο σημείο καμπής μέσα στα επόμενα δέκα χρόνια! Ο μόνος ασφαλής χρόνος για να δράσουμε είναι τώρα.

Κι ενώ η καταστροφή του περιβάλλοντος είναι μεγάλος μέρος του δημόσιου διαλόγου ήδη από τη δεκαετία του ‘60, η ετήσια έκθεση της WWF Ζωντανός πλανήτης για το 2024 ορίζει ως σημεία καμπής τέσσερις περιοχές, όπου θα κριθεί το μέλλον της Γης.

Βόρεια Αμερική

Όταν στα τέλη του 20ού αιώνα επικράτησε μια πολυετής ξηρασία λόγω της κλιματικής αλλαγής, πολλά πεύκα κι άλλα φυτά στη Βόρεια Αμερική υπέκυψαν. Τα πεύκα που επέζησαν ήταν αποδυναμωμένα και πιο επιρρεπή σε πληθυσμούς παρασίτων. Η υπερθέρμανση συνέβαλλε στην αύξηση των ρυθμών αναπαραγωγής των παρασίτων, με αποτέλεσμα των αφανισμό 3,8 δισεκατομμυρίων δέντρων! Αυτό προετοίμασε το έδαφος για έναν νέο τύπο πυρκαγιών. 

Οι επακόλουθες πυρκαγιές κατέκαψαν τα δάση με τόση σφοδρότητα που το οικοσύστημα της Β. Αμερικής έχει πλέον αλλοιωθεί ανεπανόρθωτα, με αποτέλεσμα την απώλεια σημαντικών λειτουργιών του, όπως η ικανότητα συγκράτησης του νε

ρού και η αποθήκευση άνθρακα. Σήμερα, οι δασικές πυρκαγιές είναι πιο συχνές, πιο έντονες και καλύπτουν μεγαλύτερες εκτάσεις από ό,τι σε οποιοδήποτε σημείο των τελευταίων 900 ετών. Αυτή η αλλαγή, θα έχει ως αποτέλεσμα τα δυτικά πευκοδάση να αντικατασταθούν από θαμνώδεις εκτάσεις και λιβάδια. Τα οφέλη που απολάμβαναν οι άνθρωποι από αυτά τα δάση – ξυλεία, αποθήκευση άνθρακα για τη σταθεροποίηση του κλίματος, καθαρός αέρας, φιλτράρισμα νερού και αναψυχή – θα χαθούν ανεπανόρθωτα.

Οι περίοδοι των πυρκαγιών διαρκούν πλέον περισσότερο, με τα τελευταία χρόνια να φέρνουν καταστροφικά φαινόμενα, από τους τροπικούς έως τον Αρκτικό Κύκλο. Οι «μεγα-πυρκαγιές», με ένταση και έκταση άνευ προηγουμένου στη σύγχρονη ιστορία, γίνονται πιο συχνές σε όλο τον κόσμο, καθώς η υποβάθμιση των οικοσυστημάτων σε συνδυασμό με τις αλλαγές στις βροχοπτώσεις, τη ζέστη, την ξηρασία, τις προσβολές από παράσιτα και χωροκατακτητικά είδη ωθούν τα οικοσυστήματα σε αυτή την επικίνδυνη κατάσταση.

Μεγάλος Κοραλλιογενής Ύφαλος, Αυστραλία

EPA/GREG TORDA/ARC CENTRE CORAL REEF STUDIES HANDOUT

Στον ωκεανό, οι υποθαλάσσιοι καύσωνες που προκαλούνται από την κλιματική αλλαγή, οδηγούν σε αύξηση της θερμοκρασίας των επιφανειακών υδάτων και προκαλούν εκτεταμένη λεύκανση των κοραλλιών – ένα φαινόμενο κατά το οποίο η θερμότητα αναγκάζει τους πολύποδες των κοραλλιών να αποβάλλουν τα συμβιωτικά φύκη που ζουν μέσα τους και τους παρέχουν θρεπτικά συστατικά μέσω της φωτοσύνθεσης. Στον Μεγάλο Κοραλλιογενή Ύφαλο της Αυστραλίας, μαζικές λευκάνσεις έχουν παρατηρηθεί το 1998, 2002, 2016, 2017, 2020 και 2022. Μέχρι το τέλος του καλοκαιριού του 2022, το 91% του ύφαλου είχε υποστεί λεύκανση! Αλλά η φετινή μαζική λεύκανση ήταν η μεγαλύτερη στην καταγεγραμμένη ιστορία. Συγκεκριμένα, συνέβη σε μια περιοχή που μέχρι τότε είχε επηρεαστεί ελάχιστα από προηγούμενα φαινόμενα.

Αν και ορισμένα κοράλλια μπορούν να ανακάμψουν από τα φαινόμενα λεύκανσης, άλλα δεν τα καταφέρνουν, με αποτέλεσμα τη μείωση της βιοποικιλότητας της θαλάσσιας ζωής. Κάθε φαινόμενο λεύκανσης δυσκολεύει την ανάκαμψη των κοραλλιών. Η ανθεκτικότητά τους και η ικανότητά τους να ανακάμψουν αποδυναμώνονται περαιτέρω από άλλες πιέσεις, όπως η ρύπανση από απορροές της ξηράς και η υπεραλίευση. Ο Μεγάλος Κοραλλιογενής Ύφαλος έχει επιδείξει αξιοσημείωτη ανθεκτικότητα στην ανάκαμψη από προηγούμενες λευκάνσεις, αλλά καθώς αυτά τα φαινόμενα γίνονται πιο συχνά και σοβαρά, ο ύφαλος πολύ σύντομα δε θα μπορεί να ανακάμψει. 

Οι ίδιες δυναμικές παρατηρούνται και σε άλλους κοραλλιογενείς υφάλους σε όλο τον κόσμο. Η Διακυβερνητική Επιτροπή για την Κλιματική Αλλαγή (IPCC) έχει προβλέψει ότι το 70–90% των κοραλλιογενών υφάλων θα εξαφανιστούν με την αύξηση της παγκόσμιας θερμοκρασίας κατά 1,5°C, αν και πρόσφατες αναλύσεις υποδηλώνουν ότι η προοπτική είναι ακόμη πιο δυσοίωνη. Η απώλεια μερικών από τα πιο βιοποικιλόμορφα οικοσυστήματα του πλανήτη θα έχει σοβαρές κοινωνικές και οικονομικές συνέπειες. Περίπου 330 εκατομμύρια άνθρωποι εξαρτώνται άμεσα από τους υφάλους για προστασία από καταιγίδες, πηγές τροφής και βιοπορισμού, καθώς και άλλα οφέλη. Επιπλέον, ένα δισεκατομμύριο άνθρωποι εξαρτώνται άμεσα ή έμμεσα από την καθαρή οικονομική αξία των κοραλλιογενών υφάλων σε παγκόσμιο επίπεδο, η οποία ανέρχεται σε δεκάδες δισεκατομμύρια δολάρια ετησίως και υποστηρίζει βιομηχανίες όπως ο τουρισμός, η εμπορική αλιεία και η παράκτια ανάπτυξη.

Ινδία

EPA/STR

Στην πόλη Τσενάι, που βρίσκεται στον κόλπο της Βεγγάλης στην ανατολική Ινδία, η ραγδαία αστική επέκταση οδήγησε σε μείωση κατά 85% της έκτασης των υγροτόπων. Ως αποτέλεσμα, οι ζωτικής σημασίας υπηρεσίες που παρέχουν αυτά τα οικοσυστήματα – συμπεριλαμβανομένης της συγκράτησης νερού, της επαναφόρτισης των υπόγειων υδάτων και της ρύθμισης των πλημμύρων – μειώθηκαν δραστικά, αφήνοντας τους κατοίκους της πόλης Τσενάι ευάλωτους τόσο στην ξηρασία όσο και στις πλημμύρες που επιδεινώνονται από την κλιματική αλλαγή. Όταν η περιοχή επλήγη από σοβαρή ξηρασία το 2019, η πόλη σχεδόν καταστράφηκε. Χωρίς τους υγροτόπους, η πόλη των 11,2 εκατομμυρίων κατοίκων έμεινε ευάλωτη και αναγκάστηκε να μεταφέρει νερό με φορτηγά για να καλύψει βασικές ανάγκες.

Επιπλέον, η απώλεια των υγροτόπων της περιοχής εξέθεσε τους κατοίκους σε πλημμύρες από ακραία καιρικά φαινόμενα, όπως οι έντονες βροχοπτώσεις του 2015 και του 2023. Αν και η ποσότητα βροχής το 2015 ήταν υπερβολική, δεν ήταν πρωτοφανής για μια χώρα όπως η Ινδία. Ωστόσο, οι ζημιές που υπέστη η πόλη επιδεινώθηκαν ακριβώς λόγω της καταστροφής των υγροτόπων και των φυσικών αποχετευτικών συστημάτων, που παλαιότερα προστάτευαν τους ανθρώπους από τις σοβαρότερες επιπτώσεις τόσο των ξηρασιών όσο και των πλημμυρών. 

Αμαζόνιος

Το δάσος του Αμαζονίου φιλοξενεί πάνω από το 10% της χερσαίας βιοποικιλότητας της Γης και το 10% όλων των ψαριών. Αποθηκεύει 250–300 δισεκατομμύρια τόνους άνθρακα (ισοδύναμο με 15–20 χρόνια παγκόσμιων εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου) και συμβάλλει σημαντικά στις βροχοπτώσεις στον νότιο Αμαζόνιο, το Πάνταναλ και τη Λεκάνη του Λα Πλάτα, όπου βρίσκονται σημαντικές μεγαλουπόλεις όπως το Ρίο ντε Τζανέιρο, το Σάο Πάολο και το Μπουένος Άιρες. Ο Αμαζόνιος φιλοξενεί επίσης πάνω από 47 εκατομμύρια ανθρώπους, συμπεριλαμβανομένων 2,2 εκατομμυρίων αυτόχθονων, των οποίων ο πολιτισμός και η θρησκεία είναι βαθιά συνυφασμένοι με τη φύση και εξαρτώνται από τη βιώσιμη χρήση των πόρων του δάσους.

Η διαπνοή, δηλαδή η απελευθέρωση υδρατμών από την επιφάνεια των φυτών, δημιουργεί μεγάλο μέρος των βροχοπτώσεων που στηρίζουν το δάσος και το καθιστούν ανθεκτικό στην ξηρασία. Ωστόσο, η αποψίλωση και η υποβάθμιση των δασών μειώνουν την ανθεκτικότητα του συστήματος, καθιστώντας το πιο ευάλωτο στις μελλοντικές κλιματικές αλλαγές. Η ανθεκτικότητα θα αποδυναμωθεί περαιτέρω από «μαζικά φαινόμενα θανάτου» -ξαφνικούς θανάτους μεγάλου αριθμού ζώων – τα οποία αναμένεται να πλήξουν μεγάλα τμήματα του Αμαζονίου.

Αρκετές μελέτες υποδεικνύουν ότι ένα σημείο καμπής μπορεί να βρίσκεται στον ορίζοντα εάν καταστραφεί το 20–25% του τροπικού δάσους. Περίπου το 14–17% της αρχικής δασικής έκτασης του Αμαζονίου έχει ήδη αποψιλωθεί. Η αποψίλωση και η ξηρασία δημιουργούν ένα ντόμινο: λιγότερα δέντρα σημαίνουν λιγότερη διαπνοή, που οδηγεί σε λιγότερες βροχοπτώσεις, μειώνοντας τη διαθεσιμότητα νερού στο δάσος και προκαλώντας τον θάνατο περισσότερων δέντρων. Αυτό μειώνει περαιτέρω τη διαπνοή, δημιουργώντας έναν φαύλο κύκλο. Μέχρι το 2050, έως και το 47% της έκτασης του τροπικού δάσους του Αμαζονίου θα εκτεθεί σε ταυτόχρονες και ακραίες συνθήκες, συμπεριλαμβανομένης της αύξησης της θερμοκρασίας, των ακραίων ξηρασιών, της αποψίλωσης και των πυρκαγιών.