Λίγο πριν η παράσταση ταξιδέψει στην Ιταλία, για την παγκόσμια πρεμιέρα της στο ιστορικό θέατρο Nuovo της Νάπολης στις 17 Οκτωβρίου, στο ενδιάμεσο στάδιο της προσμονής για τη μεγάλη ημέρα και της κούρασης που βαραίνει μετά τη γενική πρόβα, η Μαρία Καλλιμάνη συζητάει, προσπαθώντας να μην αποκαλύψει πολλά, για τη σύγχρονη εκδοχή του «Γυάλινου κόσμου» του Τενεσί Ουίλιαμς, με την υπογραφή του Ιταλού σκηνοθέτη Αντόνιο Λατέλλα.
Μια ευτυχής συνεργασία που στέλνει την θεατρική και κινηματογραφική ηθοποιό για πρώτη φορά σε παράσταση εκτός Ελλάδος, ενώπιον ενός ξένου κοινού. Γεγονός που συμπληρώνει το διεθνές κινηματογραφικό προφίλ της ηθοποιού, αυτό που σφυρηλατήθηκε μεταξύ άλλων με περισσότερες από 20 μικρού και μεγάλου μήκους ταινίες στο ελληνικό σινεμά, με τη «Χώρα προέλευσης» (2010) του Σύλλα Τζουμέρκα, το «Σπίτι» (2012) του Αθανάσιου Καρανικόλα, τον «Μαχαιροβγάλτη» (2010) και το «Μικρό ψάρι» (2014) του Γιάννη Οικονομίδη, το «Κρέας» (2024) του Δημήτρη Νάκου που προβλήθηκε φέτος στο Φεστιβάλ του Τορόντο, αλλά και με τη θεσμική της θέση στο διοικητικό συμβούλιο του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου για τρεισήμισι χρόνια.
Περιμένοντας την ελληνική πρεμιέρα της παράστασης του «Γυάλινου κόσμου» στο Θέατρο Τέχνης Κάρολος Κουν στις 23 Οκτωβρίου, σε ένα διάλειμμα από την τηλεόραση, καθώς μετά τις «Μέλισσες», τους «Πανθέους» και το «Milky Way», ακολουθούν οι «Αθώοι» στο MEGA, η Μαρία Καλλιμάνη σχολιάζει τον κόσμο του Αντόνιο Λατέλλα και του Τενεσί Ουίλιαμς, ενωμένους σε «ένα έργο εξαιρετικά επίκαιρο για αυτές τις σχέσεις, οι οποίες πονάνε, αλλά είναι σχέσεις ζωής τις οποίες κουβαλάμε πάντα.»
Η παράσταση του «Γυάλινου κόσμου» γεννήθηκε από την γνωριμία σας με τον Αντόνιο Λατέλα.
Ναι, ακριβώς. Γνωριζόμαστε πάνω από τρία χρόνια και έχουμε γίνει πολύ φίλοι. Ο Αντόνιο πηγαινοέρχεται συχνά στην Ελλάδα, επομένως είδε ο ένας τη δουλειά του άλλου και ήταν αμοιβαία η πρόταση και η επιθυμία να συνεργαστούμε. Ο «Γυάλινος κόσμος» ήταν δική του ιδέα. Στην αρχή με παραξένεψε, αλλά ήθελε να βρούμε ένα έργο για να συνεργαστούμε, κατά προτίμηση όχι με πάρα πολλά πρόσωπα, οπότε θεώρησε ιδανικό για αυτή τη συγκυρία να ανεβάσουμε τον «Γυάλινο κόσμο». Ο Αντόνιο σκηνοθετεί δεύτερη φορά έργο του Τένεσι Ουίλιαμς μετά τη σκηνοθεσία στην Ιταλία του «Λεωφορείον ο Πόθος». Ήθελε να ασχοληθεί με άλλο ένα έργο του Ουίλιαμς και θεώρησε κατάλληλο τον «Γυάλινο κόσμο».
Ένα έργο που έχει παιχτεί πολλές φορές και το κοινό γνωρίζει καλά ως ένα από τα προεξέχοντα του κλασικού ρεπερτορίου. Τι σας γοητεύει και πώς έχει εγγραφεί στη δική σας θεατρική πορεία το συγκεκριμένο έργο;
Ο «Γυάλινος κόσμος» ήταν μια ιστορική παράσταση του θεάτρου Εμπρός από όπου προέρχομαι ως απόφοιτη της Δραματικής Σχολής του Δημήτρη Μαυρίκιου, με τη Ράνια Οικονομίδου, δασκάλα μου στο ΕΜΠΡΟΣ, την Αγγελική Παπαθεμελή, τον Νίκο Κουρή και τον Άγη Εμμανουήλ. Είναι ένα έργο που όσες φορές και να το δω ή να το διαβάσω – πόσο μάλλον που τώρα κάθε μέρα ασχολούμαστε με αυτό – με συγκινεί ως ιστορία μιας οικογένειας στην οποία τρεις άνθρωποι που αγαπιούνται μεταξύ τους, ασφυκτιούν μέσα σε αυτό το περιβάλλον, ο καθένας για τους λόγους του.
Ο Τομ δουλεύει σε μια αποθήκη παπουτσιών. Πρόκειται για τον ίδιο τον συγγραφέα Τένεσι Ουίλιαμς που ανασύρει αυτοβιογραφικά στοιχεία. Μιλάει πολύ για την την πραγματική του αδελφή, τη Ρόουζ, η οποία μάλιστα υπέστη λοβοτομή αφότου ο Τομ έφυγε από το σπίτι. Είναι η Λόρα του έργου που ζει σε ένα δικό της κόσμο, είναι διαφορετική, έχει ένα κινητικό πρόβλημα. Σε μια πιο σύγχρονη προσέγγιση και ματιά του έργου – η παράσταση είναι απόλυτα πιστή στο κείμενο του Τένεσι Ουίλιαμς, που μιλάει για τη διαφορετικότητα – ένας άνθρωπος που είναι διαφορετικός δεν είναι απαραίτητο να έχει ένα κινητικό πρόβλημα, μπορεί να έχει κάποιες ιδιαίτερες ευαισθησίες. Το θέμα είναι πώς τον αντιμετωπίζουν οι άλλοι, οι οποίοι δημιουργούν το πρόβλημα και τονίζουν τη διαφορετικότητα σαν κάτι αρνητικό.
Η μητέρα τώρα, πολλές φορές ανατρέχει σε ένα παρελθόν πλούσιο, με πάρα πολλούς καβαλιέρους στον αμερικανικό Νότο, και από κάπου θέλει να πιαστεί, γιατί έχει ματαιωθεί αρκετά στη ζωή της.
«Ο Γυάλινος Κόσμος παραμένει εξαιρετικά επίκαιρο έργο, καθώς μιλάει για αυτές τις σχέσεις, οι οποίες πονάνε, αλλά είναι σχέσεις ζωής τις οποίες κουβαλάμε πάντα.»
Και τα τρία άτομα της οικογένειας αλλά και ο επισκέπτης που έρχεται, ο Τζιμ, είναι άτομα που παλεύουν να αγαπηθούν. Παλεύουν να βρουν την ελευθερία τους, να βρουν τον εαυτό τους, να βρουν την ταυτότητά τους. Με συγκινεί ο «Γυάλινος κόσμος», γιατί είναι ένα έργο που αφορά στην οικογένεια και αγγίζει γνώριμα θέματα σε όλους μας. Παραμένει εξαιρετικά επίκαιρο καθώς μιλάει για αυτές τις σχέσεις, οι οποίες πονάνε, αλλά είναι σχέσεις ζωής τις οποίες κουβαλάμε πάντα. Και είναι και ο τρόπος του Τενεσί Ουίλιαμς, ένας καταπληκτικός συγγραφέας που πηγαίνει βαθιά και σου δίνει χώρο να ψάξεις την ιστορία, τα πρόσωπα. έτσι είδαμε το έργο με τον Αντόνιο.
Από την περιγραφή σας καταλαβαίνουμε ότι φωτίζονται διαφορετικές πτυχές της ιστορίας σε αυτή την παράσταση μέσα από την σκηνοθεσία.
Ναι, είναι μια σύγχρονη ματιά και μια προσέγγιση που δεν έχουμε ξαναδεί. Βασικό μέλημα του Αντόνιο είναι πώς αλληλεπιδρούν οι χαρακτήρες με το εδώ και τώρα.
Πώς διαμορφώσατε την Αμάντα, τη μητέρα του Τομ και της Λόρας που υποδύεστε;
Η Αμάντα ως γυναίκα έχει ζήσει κάποιες ματαιώσεις, αλλιώς φανταζόταν τη ζωή της. Την έχει εγκαταλείψει ο άντρας της εδώ και πάρα πολλά χρόνια, ουσιαστικά πρόκειται για μια οικογένεια σύγχρονη με την έννοια ότι η μητέρα είναι ο μοναδικός γονέας στην οικογένεια, με παιδιά που έχουν περάσει από την εφηβεία στην ενηλικίωση και προσπαθεί να με τον τρόπο της να κάνει ό,τι καλύτερο μπορεί για αυτά. Προσπαθεί να στηρίξει τη Λόρα να βρει μια δουλειά, να μπορέσει να σταθεί στα πόδια της παρά την ιδιαιτερότητα του χαρακτήρα της. Από την άλλη, ανησυχεί για τον Τομ που συνεχώς λείπει από το σπίτι. Είναι μια γυναίκα που κάνει περιστασιακές δουλειές προκειμένου κι αυτή να συμβάλει στα οικονομικά του σπιτιού. Διατηρεί ένα σύλλογο, τις «Θυγατέρες της Αμερικανικής Επανάστασης», για να έχει μια κοινωνική ζωή με άλλες γυναίκες, θέλει να βρει νέες συνδρομήτριες για τον «Σύντροφο της ιδανικής νοικοκυράς».
Μελετώντας το κείμενο, ανακαλύψαμε ότι είναι μια γυναίκα με ενέργεια, όρεξη για ζωή, με κάτι πηγαίο, το οποίο πολλές φορές, όπως συμβαίνει στη ζωή και μέσα στην καθημερινότητα μιας οικογένειας, αυτά τα στοιχεία μπορεί να θαμπώνουν, να μπαίνουν στην άκρη. Και αυτή τα λαχταράει.
Το τέταρτο πρόσωπο του έργου, ο Τζιμ, που είναι ο επισκέπτης, θα είναι ο καταλύτης και για τα τρία πρόσωπα. Πρόκειται, εξάλλο, για ένα έργο μνήμης που ανατρέχει στις αναμνήσεις και αυτές ζωντανεύουν επί σκηνής. Πρόκειται για σκηνές, περιστατικά που έζησε με την οικογένεια του ο Τομ και έρχεται να ξαναζήσει μέσα από τη φαντασία και την ψυχή του σε κάποιες τελευταίες σκηνές, λίγο πριν αφήσει οριστικά το σπίτι και φύγει.
Και η Αμάντα με τον ερχομό του Τζιμ είναι σαν να ξαναβρίσκει ένα κομμάτι της που το έχει αφήσει και έρχεται ξανά στην επιφάνεια.
Πώς όμως βλέπετε εσείς την Αμάντα;
Η Αμάντα είναι μια γυναίκα που μπορεί να μην τα κάνει πάντα όλα καλά και σίγουρα μπορεί να είναι και καταπιεστική και χειριστική με τα παιδιά της, αλλά προσπαθεί να τα βοηθήσει να ενταχθούν στην κοινωνία. Η κοινωνία δεν είναι πάντα όμορφη ή ιδανική. Η κοινωνική ένταξη και το τι είναι αποδεκτό και τι όχι μπορεί να τραυματίσει τον ψυχισμό ενός ανθρώπου. Η Αμάντα γνωρίζει ότι μπορεί να ονειρευόμαστε κάποια πράγματα, αλλά όλοι πρέπει να κάνουμε θυσίες. «Η ζωή δεν είναι εύκολη, απαιτεί σπαρτιάτικη αντοχή», λέει η ίδια.
Όπως μαθαίνουμε στην πραγματική ζωή.
Όλοι μας. Προσπαθούμε πορευόμενοι μέσα σε αυτή την κοινωνία να βρίσκουμε τρόπους να ξαναγευόμαστε πράγματα τα οποία είναι ζωτικά για εμάς και πηγαίνουν στην άκρη. Δεν είναι εύκολο.
Έχετε βάλει δικά σας στοιχεία σε αυτόν τον ρόλο;
Σίγουρα. Θέλοντας και μη, ένας ρόλος είναι εγώ, σε ειδικές συνθήκες. Στις συνθήκες που δίνει το έργο, ο συγγραφέας και ο σκηνοθέτης. Στη συγκεκριμένη περίπτωση έχω απέναντι μου ερωτήματα: Tι σημαίνει μια γυναίκα μόνη; Τι σημαίνει μια γυναίκα που την εγκατέλειψαν, που προσπαθεί να τα βγάλει πέρα με την καθημερινότητα και με δυο παιδιά, τα οποία όπως λέει η ίδια, είναι ασυνήθιστα παιδιά; Είναι περήφανη για αυτά τα παιδιά, τα αγαπάει, εύχεται το καλύτερο για αυτά, αλλά δεν είναι εύκολα παιδιά. Βέβαια, μπορεί να έχουν πάρει και από την ίδια, αλλά και αυτή είναι μια έντονη προσωπικότητα. Σίγουρα έχω βάλει δικά μου στοιχεία.
Ποιες κατευθύνσεις σας έδωσε ο Αντόνιο Λατέλλα;
O Αντόνιο ήταν μαθητής του Βιτόριο Γκάσμαν και δούλεψε περίπου 15-17 χρόνια ως ηθοποιός. Τελικά τον κέρδισε η σκηνοθεσία.
Ομολογουμένως ήταν καινούργιος ο τρόπος του. Δουλέψαμε πολύ εντατικά για να ετοιμαστεί η παράσταση και για τη Νάπολη. Εργαστήκαμε στο κινησιολογικό μέρος και στο διάβασμα του κειμένου, προκειμένου να καταλάβουμε το τι συμβαίνει στις σκηνές, να κατανοήσουμε τα πρόσωπα. Ο Αντόνιο ενώ φτιάχνει ένα αυστηρό σκηνοθετικό πλαίσιο για τον ηθοποιό, την ίδια στιγμή δίνει πολύ μεγάλο χώρο ελευθερίας. Όπως λέει χαρακτηριστικά, «μέσα σε αυτό το πλαίσιο μπορείτε να τζαμάρετε». Φοβιστικό, αλλά την ίδια στιγμή είναι και προκλητικό!
Παραδόξως αν και δεν μιλάμε την ίδια γλώσσα – υπήρχε μεταφραστής στην αρχή – παρ’ όλα αυτά συνεννοούμαστε. Η γλώσσα του θεάτρου που έχει να κάνει με το να βρεις την αλήθεια και να καταλάβεις την συμπεριφορά του χαρακτήρα, είναι κοινή. Ως σκηνοθέτης έχει δουλέψει εξάλλου με πολλούς ξένους ηθοποιούς, όχι μόνο στην Ιταλία αλλά και στη Γερμανία, στη Ρωσία, στην Αυστρία. Δουλεύει όμως πρώτη φορά με Έλληνες ηθοποιούς.
Στη συνέντευξή του στο ΒΗΜΑ, ο Ιταλός σκηνοθέτης ανέφερε ότι το θέατρο έχει πλέον φτάσει στα άκρα. Πιστεύετε ότι ως τέχνη το θέατρο βρίσκεται σε ένα μεταίχμιο;
To θέατρο είναι ένας καθρέφτης της κοινωνίας και της εποχής που ζούμε. Την ίδια στιγμή που τα πράγματα αλλάζουν πάρα πολύ γρήγορα, με ταχύτατους ρυθμούς, την ίδια στιγμή διακρίνω και μια σύγχυση στην κοινωνία που ζούμε, στις εποχές που ζούμε. Τόσες πολλές πληροφορίες αλλά πόσο δύσκολο είναι να διακρίνεις τι είναι αλήθεια και τι είναι ψέμα. Νομίζω ότι αυτή η σύγχυση υπάρχει και στο θέατρο, στον τρόπο που γίνονται οι παραστάσεις, στον τρόπο που μιλάει κανείς για ένα έργο. Δηλαδή, δεν είναι μια καθαρή εποχή.
Στο θέατρο έχουν δοκιμαστεί πάρα πολλά πράγματα ήδη από τις δεκαετίες του ’70, του ’80, του ’90. Τα οπτικοακουστικά μέσα χρησιμοποιήθηκαν από νωρίς στο θέατρο. Νομίζω ότι είμαστε σε μια μεταμοντέρνα εποχή όπου υπάρχει η ανάγκη της καθαρής επικοινωνίας με το κοινό, της αλήθειας. Θα μου πεις, όλες οι παραστάσεις αυτό δεν πρεσβεύουν; Είναι ανάγκη να μιλήσω και σαν θεατής, όχι μόνο σαν ηθοποιός. Όταν πηγαίνω σε μια παράσταση, πέρα από την όψη της, με ενδιαφέρει να επικοινωνήσω με το έργο, να μπω στον κόσμο των ηρώων. Τόσο στο θέατρο όσο και στο σινεμά και γενικά στην τέχνη μου αρέσουν οι νύξεις, οι ρωγμές, το ενδιάμεσο κομμάτι από το οποίο θα αναδυθεί η επικοινωνία των ηθοποιών και του κοινού.
Χρειάζονται πιο λιτά εκφραστικά μέσα ίσως.
Ναι, θα μπορούσε κάποιος να το πει αυτό, αν και το θέατρο είναι μια τέχνη στην οποία χρησιμοποιούνται όλα τα μέσα. Συμφωνώ ότι χρειάζεται καθαρότητα, να μην μπουκώνουν τα πράγματα. Τόσο στο θέατρο όσο και στο σινεμά και γενικά στην τέχνη μου αρέσουν οι νύξεις, οι ρωγμές, το ενδιάμεσο κομμάτι από το οποίο θα αναδυθεί η επικοινωνία των ηθοποιών και του κοινού. Το σινεμά απαιτεί λιτότητα πολλές φορές από την υποκριτική του ηθοποιού. Είναι ωραίο να υπάρχει αυτό και στο θέατρο, χωρίς βέβαια να χάνεται το μέγεθος αυτού του οποίου συμβαίνει πάνω στη σκηνή. Η μία τέχνη τροφοδοτεί την άλλη. Και νομίζω ότι σε αυτή την παράσταση το έχουμε πετύχει. Πολλές φορές ο Αντόνιο μας έλεγε στην πρόβα να φανταστούμε ότι η κάμερα κάνει ένα κοντινό πλάνο στο πρόσωπο μας. Χρησιμοποιούσε και κινηματογραφικούς όρους…
…τους οποίους γνωρίζετε πολύ καλά από την κινηματογραφική σας εμπειρία. Είστε αναπόσπαστο κομμάτι του ελληνικού σινεμά εδώ και 15 περίπου χρόνια από τη «Χώρα Προέλευσης» (2010) του Σύλλα Τζουμέρκα, την πρώτη μεγάλου μήκους ταινία στην οποία συμμετείχατε. Αυτή την περίοδο επανέρχεστε κινηματογραφικά σε διαφορετικές δουλειές.
Ήταν κάτι που δεν το φανταζόμουν αρχικά. Τα πρώτα 15 χρόνια έκανα μόνο θέατρο. Μετά, η μία δουλειά στο σινεμά έφερε την άλλη. Το ότι ακόμα μπορώ και συμμετέχω σε ταινίες μου δίνει πολύ μεγάλη χαρά, δεδομένου ότι τα πράγματα στην Ελλάδα δεν είναι εύκολα για τον πολιτισμό γενικά, αλλά και για τον κινηματογράφο ειδικότερα, γιατί απαιτεί πολλά χρήματα για να γίνει.
Μου αρέσει πολύ το σινεμά, γιατί έχει μια ελευθερία. Το θέατρο απαιτεί πολύ μεγάλη πειθαρχία, είναι αθλητισμός υψηλών επιδόσεων, όχι πως το σινεμά δεν είναι. Φέτος, συνεργάστηκα με τον Γιώργο Γεωργόπουλο στο «Πολύ κοριτσίστικο όνομα το Πάττυ», τον Φίλιππο Τσίτο με μια μικρή συμμετοχή στις«Δεξιώσεις», τον εικαστικό Στέφανο Τζιβόπουλο που έκανε την πρώτη του μεγάλου μήκους ταινία, τον Γιάννη Οικονομίδη στη «Σπασμένη φλέβα», πριν από δύο χρόνια με τον Δημήτρη Νάκο στο «Κρέας», που έκανε διεθνή πρεμιέρα φέτος στο Φεστιβάλ του Τορόντο.
Επειδή λέμε τα τελευταία χρόνια ότι πάσχουν οι ελληνικές ταινίες στο σενάριο, τα σενάρια που διαβάζω τον τελευταίο καιρό βλέπω ότι είναι πολύ καλά, αποτελούν ενδιαφέρουσες στορίες που αφορούν πολύ κόσμο. Αυτό μου δίνει πολύ μεγάλη χαρά.
Το μεγάλο ενδιαφέρον για το ελληνικό σινεμά τα τελευταία χρόνια αποδίδει καρπούς. Η γνώση, η εμπειρία, η τεχνική αρτιότητα μεταφέρεται στους νέους σκηνοθέτες. Οι σύγχρονοι Έλληνες σκηνοθέτες βρίσκουν ξένους παραγωγούς, προκύπτουν συνεργασίες στα ξένα φεστιβάλ. Τα χρήματα πρέπει να αυξηθούν. Εκεί είναι το μεγάλο πρόβλημα.
Ο νέος φορέας στον κινηματογραφικό και οπτικοακουστικό τομέα, ΕΚΚΟΜΕΔ – CREATIVE GREECE, ανακοίνωσε πως θα αρχίσει να δέχεται νέες υποβολές στην πλατφόρμα του cash rebate από τις αρχές του 2025. Η κινηματογραφική κοινότητα έχει αντιδράσει σε σχέση με αυτή την εξέλιξη. Είστε αισιόδοξη για το μέλλον του νέου φορέα;
Σε αυτό το μεταβατικό στάδιο στο νέο φορέα, »πάγωσαν’’ οι χρηματοδοτήσεις προς το Κέντρο Κινηματογράφου. Σίγουρα δεν είναι καλό να υπάρχει καθυστέρηση, γιατί είναι σε αναμονή και ξένοι παραγωγοί για διάφορες ελληνικές ταινίες, αλλά ευελπιστώ ότι δεν θα καθυστερήσουν οι εγκρίσεις στα επιλεκτικά προγράμματα του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου και θα επανέλθει η εύρυθμη ροή στο πρόγραμμα του. Θέλω να βλέπω θετικά τον νέο φορέα. Η απόφαση πάρθηκε για να συνενωθούν το ΕΚΟΜΕ και το ΕΚΚ ώστε να στηρίζει ο ένας φορέας τον άλλον.
Ναι, είναι ένα στοίχημα, είναι κάτι καινούργιο. Μένει να δοκιμαστεί και να το δούμε. Αλλά χρειάζονται χρήματα. Είμαστε μια φτωχή χώρα και πολλές φορές τα προβλήματα σχετίζονται με τις δομές και τη χάραξη στρατηγικής. Δεν μπορεί ο προϋπολογισμός του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου να αντιστοιχεί στο κόστος δυόμισι ταινιών σε μια άλλη χώρα της Ευρώπης. Από την άλλη, αναρωτιέμαι δεν πρέπει να έχουμε όραμα στην παραγωγή; Δηλαδή, αντί να κάνουμε 20 σίριαλ στην τηλεόραση κάθε χρόνο, γιατί όχι λιγότερα και η ποιότητα τους να είναι τέτοια που να ανταγωνίζεται δουλειές του εξωτερικού και να μπορεί να πωληθεί σε ξένες πλατφόρμες;
Υπάρχει κινητικότητα, αλλά η οπτικοακουστική παραγωγή είναι επιπλέον, θέμα χρημάτων και πολιτικής που χαράσσεται και από το Υπουργείο Πολιτισμού και από τους ανθρώπους του κινηματογράφου και της τηλεόρασης. Και εκεί είναι που χρειάζεται και μια πνευματικότητα να συνοδεύει αυτές τις αποφάσεις.
Πρόσφατα υπήρξε πάλι διένεξη μεταξύ του Υπουργείου Πολιτισμού και της κινηματογραφικής κοινότητας για την ελληνική ταινία που θα εκπροσωπήσει την Ελλάδα στην κατηγορία του Οσκαρ Καλύτερης Διεθνούς Ταινίας.
Ήταν πάρα πολύ ατυχής η αντιμετώπιση. Ηταν κακός χειρισμός από πολλές πλευρές και κυρίως από το Υπουργείο Πολιτισμού. Κατά τη γνώμη μου, το ελληνικό σινεμά θα μπορούσε να είναι εξαγώγιμο προϊόν. Είμαστε μια μικρή χώρα, αλλά το μεγάλο όραμα θα μας κάνει να ανοιχτούμε, να φύγουμε από τις πελατειακές σχέσεις. Υπάρχουν επαγγέλματα δυσκολότερα από το δικό μου, στα οποία άνθρωποι που είναι και στον δημόσιο τομέα παίρνουν ελάχιστα χρήματα και αγαπούν τη δουλειά τους. Δεν αρκούν όμως τα συγχαρητήρια που δίνονται στους νοσηλευτές, τα συγχαρητήρια στους πυροσβέστες, τα συγχαρητήρια στον τάδε σκηνοθέτη, χρειάζεται έμπρακτη στήριξη στο έμψυχο υλικό. Μιλάω πάντα τελείως ακομμάτιστα. Κάθε φορά δηλαδή από κάθε κυβέρνηση ελπίζω να δω το καλύτερο.
Εσείς, που βρίσκετε δύναμη και στήριγμα στην καθημερινότητά σας, στον εργασιακό χώρο;
Αυτό που μου δίνει χαρά και δύναμη είναι η ίδια η δουλειά στην οποία κάθε φορά συμμετέχω. Να βρίσκομαι με πολύ ωραίους συνεργάτες και ανθρώπους. Και από την άλλη, αυτό που κάνουμε να βρίσκει ανταπόκριση και να αρέσει στον κόσμο. Είναι πολύ μεγάλη ανταμοιβή. Στην παράσταση του «Γυάλινου κόσμου» μας στήριξε το Θέατρο Τέχνης, ο παραγωγός Παναγιώτης Γεροδήμος. Προσωπικά δεν έχω ξαναπάει με άλλη παράσταση έξω, οπότε αφού συνέχεια μιλάμε για μια εξωστρέφεια του ελληνικού πολιτισμού, γινόμαστε και εμείς με αυτή την παράσταση κομμάτι αυτής της πολυπόθητης εξωστρέφειας.
Όλοι οι συντελεστές θα ταξιδέψουμε κάτι ελληνικό, δικό μας, στη Νάπολη και ευχόμαστε να υπάρξουν κι άλλες τέτοιες ευκαιρίες για να ταξιδέψει η παράσταση και αλλού. Αυτά σίγουρα μας δίνουν χαρά. Παίρνεις δύναμη και λες «κοίτα τι ωραίο αυτό που έγινε», γιατί έχουμε ανάγκη τελικά ο ένας να στηρίζει τον άλλον, να ενώνονται οι δυνάμεις στην δημιουργία.
Τον χειμώνα θα σας δούμε πάλι στην τηλεόραση.
Στη σειρά 16 επεισοδίων «Οι Αθώοι» στο MEGA, που ετοιμάζει ο Νίκος Κουτελιδάκης σε σενάριο της Ελένης Ζιώγα. Βασίζεται στον «Κατάδικο» του Θεοτόκη, ένα διήγημα υπέροχο, στην τηλεοπτική μεταφορά του οποίου γίνεται πάρα πολύ ωραία δουλειά, σαν να πρόκειται για σινεμά.
*Η φωτογράφιση της κ. Μαρίας Καλλιμάνη έγινε στο Θέατρο Τέχνης Κάρολος Κουν.
INFO «Γυάλινος κόσμος» Παγκόσμια Πρεμιέρα: Πέμπτη 17 Οκτωβρίου Teatro NUOVO, 17o Φεστιβάλ Θεάτρου της Καμπανίας. Πρεμιέρα στην Ελλάδα: Τετάρτη 23 Οκτωβρίου Θέατρο Τέχνης Καρόλου Κουν, Φρυνίχου 14, Πλάκα
Αγοράστε εισιτήρια για όλες τις κορυφαίες εκδηλώσεις στο inTickets.gr