Ο Οκτώβριος θα πρέπει να είναι από τους πιο αγαπημένους μήνες για όσους και όσες αγαπάνε τις διαμάχες και τις ατέρμονες ανταλλαγές επιχειρημάτων πάνω σε ζητήματα δευτερεύουσας σημασίας για τη βίωση της καθημερινότητας. Σωστά καταλάβατε, αναφέρομαι στα βραβεία Νομπέλ που παραδοσιακά απονέμει η Σουηδική Ακαδημία κάθε χρόνο τέτοια εποχή.
Από αυτά τον μεγαλύτερο αντίκτυπο στη δημόσια σφαίρα προκαλούν εκείνα που μπορούμε να χαρακτηρίσουμε «μη τεχνικά», αυτά δηλαδή για τα οποία μπορείς να τοποθετηθείς χωρίς να απαιτείται σώνει και καλά να έχεις ακαδημαϊκή εποπτεία του αντίστοιχου πεδίου. (Λες και μας έχει αποθαρρύνει ποτέ αυτό από το να υπάρξουμε κατά καιρούς σεισμολόγοι, λοιμωξιολόγοι, συγκοινωνιολόγοι, και πολλά άλλα σε -λόγοι).
Γιατί, πόσο να τσακωθούμε για το Νομπέλ Φυσικής ή Χημείας; Κάπου στην πορεία θα πέσουν οι εξισώσεις στο τραπέζι, και μάλλον θα αναγκαστούμε να εγκαταλείψουμε την αντιπαράθεση από την πίσω πόρτα. Βέβαια, ειδικά φέτος, που τα αντίστοιχα Νομπέλ πήραν επιστήμονες για ανακαλύψεις που συνδυάζονται όχι με καθαυτά τα πεδία της Φυσικής και της Χημείας, αλλά με την πρόοδο στην Τεχνητή Νοημοσύνη, θα ήταν πιο εφικτό να διογκωθεί o δημόσιος διάλογος. Αλλά και πάλι ο φόβος προς την αφηρημένη τροπή που ενδέχεται να πάρει η κουβέντα είναι αποτρεπτικός – δεν γλιτώνεις εύκολα από τα μαθηματικά.
Ενώ η λογοτεχνία! Δεν υπάρχει μεγαλύτερη απόλαυση από το να μελετάς τις αποδόσεις των στοιχηματικών εταιρειών, τη στιγμή που οι υποψηφιότητες ουδέποτε κοινοποιούνται, και με βάση αυτή την κανονική «σπέκουλα» να φτιάχνεις πλήθος υποθετικών σεναρίων. Και μόλις το Νομπέλ δοθεί σε ένα αουτσάιντερ να ακολουθεί ένας καταιγισμός γκρίνιας από τη μια (πότε θα το πάρει ο Ντελίλο;) και ελιτίστικης απογοήτευσης από την άλλη («δεν ξέρουν τη Χαν Κανγκ οι αδαείς»!). Και μιας και εδώ δεν υπάρχουν μετρήσιμα νούμερα που να καθορίζουν τη λογοτεχνικότητα, η κουβέντα μπορεί να συνεχίζεται στο διηνεκές.
Όλα τα λεφτά ωστόσο είναι το Νομπέλ Ειρήνης. Μετά τον Ειρηνικό Ωκεανό και τον Εύξεινο Πόντο, πολλές φορές το Νομπέλ Ειρήνης αποτελεί ευφημισμό που παίρνει μέχρι και ολυμπιακό μετάλλιο. Σαν σήμερα, για παράδειγμα, το 1973 ο τότε αμερικανός ΥΠΕΞ, ο περιβόητος Χένρι Κίσινγκερ, και ο Βιετναμέζος Λε Ντοκ Θο, επικεφαλής των ειρηνευτικών διαπραγματεύσεων για τη λήξη του πολέμου στο Βιετνάμ, μοιράστηκαν το Νομπέλ, θυμίζοντας κάπως μια ατάκα που κυκλοφορεί στο Διαδίκτυο: «Θα σκότωνα για ένα Νομπέλ Ειρήνης». Φέτος, με τόσες ένοπλες και πολύνεκρες συγκρούσεις στην ημερήσια διάταξη, η σχετική βράβευση επιλέχθηκε να πάει στους επιζώντες της πυρηνικής καταστροφής στη Χιροσίμα και το Ναγκασάκι.
Δεν θέλω να πάρω το μέρος των κυνικών, που αντιμετωπίζουν παρόμοιες βραβεύσεις ως, στην καλύτερη περίπτωση, το ενοχικό κατάλοιπο της Δύσης, αλλά είναι ηλίου φαεινότερο ότι κάτι εδώ πάει λάθος. Φέτος, για παράδειγμα, ο ιαπωνικός οργανισμός Nihon Hidankyo βραβεύθηκε για το έργο και την προσφορά του στην προσπάθεια της κατάργησης των πυρηνικών όπλων. Αν και σαφώς ο πυρηνικός κίνδυνος αποτελεί μια διαρκή πραγματικότητα, μοιάζει λίγο με πέταγμα της μπάλας στην εξέδρα η επιλογή της στιγμής της βράβευσης. Είναι ακριβώς αυτή η μονομέρεια όσον αφορά το πώς χρησιμοποιείται η συγκυρία που καθιστά τον θεσμό προβληματικό.
Πέρυσι, π.χ., το βραβείο πήγε στην Ιρανή ακτιβίστρια Ναγκίς Μοχαμαντί για τον αγώνα της «κατά της καταπίεσης των γυναικών στο Ιράν και τη μάχη της για να προωθήσει τα ανθρώπινα δικαιώματα και την ελευθερία για όλους». Αν το Ιράν ήταν σύμμαχος της Δύσης, αναρωτιέται εύλογα κανείς, αν θα ήταν άραγε εξίσου ευαισθητοποιημένη η επιτροπή. Αναιρεί αυτό τη σημασία της ανάδειξης των ζητημάτων; Όχι φυσικά, αλλά ταυτόχρονα δεν παύει να υπονομεύει την αξιοπιστία και την αίσθηση ειλικρίνειάς της.