«Ο καλύτερος τρόπος για να πιστέψει κάποιος ότι απευθύνεσαι σ’εκείνον είναι να του αντανακλάς την εικόνα του»[i].Το αξίωμα αυτό σχετικά με το τι συνιστά μία επιτυχημένη πολιτική προεκλογική αφίσα των «γκουρού» της πολιτικής διαφήμισης στη δεκαετία του 1990 αποτελεί μία ενδεικτική αντίληψη που δύναται να μεταφερθεί από την πολιτική στην τηλεοπτική επικοινωνία.

Η έννοια του κοινού, άλλοτε με έμφαση στην ιδιότητα του πολίτη και άλλοτε σ’εκείνη του «μέσου τηλεθεατή» ή του «απλού» ανθρώπου, αναπαρίσταται στην ελληνική τηλεοπτική οθόνη με πολλαπλούς τρόπους διαχρονικά μετά την πτώση της χούντας και ιδιαίτερα μετά την εμφάνιση της ιδιωτικής τηλεόρασης.

Μέσα από την εξέλιξη διαφορετικών ειδών προγράμματος (πρωινές ενημερωτικές εκπομπές και πολιτικά talk shows, τηλεπαιχνίδια και ψυχαγωγικά προγράμματα, ριάλιτι και τάλεντ σόου, εκπομπές τηλεοπτικής εξομολόγησης, κ.ά.), οι αναπαραστάσεις της έννοιας του «κοινού» αποτελούν εκφάνσεις ενός συχνά ιδιότυπου εκδημοκρατισμού του δημόσιου λόγου.

Η «τηλεόραση στην υπηρεσία του πολίτη» ως αίτημα και ως ρόλος υπάρχει μεταπολιτευτικά στο θεσμικό και στο κοινωνικό υπόβαθρο στη δημόσια τηλεόραση, ακόμη και αν εκφράζεται μέσα από μία αυταρχική εν πολλοίς αντίληψη «εκπαίδευσης» του πληθυσμού, ο οποίος καταλαμβάνει συμβολικά τη θέση του «μαθητή»[ii].

Στη συνέχεια, η ορατότητα των «κοινών» ανθρώπων που επετράπη διαχρονικά και πολυεπίπεδα μέσω της τηλεοπτικής επικοινωνίας (η οποία επεκτάθηκε μέσω της ιδιωτικής τηλεόρασης, αλλά και των πλατφόρμων και μέσων κοινωνικής δικτύωσης) αποτέλεσε ένα σημαντικό στοιχείο στη ρητορική νομιμοποίησης του μέσου ως ‘λαϊκό’ και συμπεριληπτικό.

Η φιγούρα του πολίτη-τηλεθεατή ως προσεκτικού ακροατή του διαλόγου μεταξύ του πολιτικού στερεώματος και των δημοσιογράφων (κοινό-ντεκόρ), η συμμετοχή των πολιτών στα πλατώ των πολιτικών εκπομπών συζήτησης, το κοινό ως δρων υποκείμενο στα τηλεοπτικά προγράμματα, το κοινό-θύμα, το κοινό-μάρτυρας, εκείνο που καταγγέλει, εκείνο που διεκδικεί το δικαίωμα στην επαγγελματική ανέλιξη ή στην ευτυχία μέσα από προγράμματα ριάλιτι, κ.ο.κ, αποτελούν ορισμένα διακριτά όσο και διασταυρούμενα «επεισόδια» του περιεχομένου της ελληνικής τηλεόρασης.

Από τα συλλογικά ζητήματα στο ατομικό βίωμα, σταδιακά η τηλεόραση και τα προγράμματά της διεκδικούν την παρέμβαση στην πραγματικότητα με στόχο να την αλλάξουν, να την βελτιώσουν, να δώσουν λύσεις και απαντήσεις – εκεί ακριβώς που το κράτος και οι θεσμοί του αποτυγχάνουν[iii], σε μία διαρκή πάλη των ‘μικρών και αδύνατων’ εναντίον του ‘συστήματος’ και των ελίτ που τους αγνοούν και τους περιφρονούν.

Εν ολίγοις, η τηλεόραση υπόσχεται να κάνει όσα το κράτος, οι πολιτικοί και οι θεσμοί αδυνατούν, «μανατζάροντας» και δίνοντας την ευκαιρία στους «αδύναμους κρίκους» της κοινωνίας να γίνουν επιτέλους ορατοί και να βελτιώσουν τη ζωή τους. Η εξιδανίκευση, άλλωστε, του κοινού-θύματος βρίσκεται στην καρδιά του λαϊκισμού, έννοια η οποία χαρακτηρίζεται ως πολιτικό ύφος, ανεξαρτήτως ιδεολογίας και περιεχομένου, βασισμένου στη συστηματική ρητορική της επίκλησης του λαού[iv].

Η ετικέτα του λαϊκισμού που αποδίδεται στην τηλεόραση συνοδεύτηκε από τον αυτο-επαναπροσδιορισμό του όρου με θετικό πρόσημο από το ίδιο το μέσο. Επίσης, ας μην ξεχνάμε ότι η έννοια του λαϊκισμού ιστορικά αναδύθηκε τον 19ο αι., ως χαρακτηρισμός μίας επαναστατικής τάσης των αγροτικών στρωμάτων, μακριά από το αρνητικό πρόσημο που της αποδίδεται σήμερα.

Με άλλα λόγια, η συστηματική επίκληση στο κοινό, η έκθεσή του στην οθόνη, η προβολή του λόγου του, η ανάδειξη των πλέον ιδιωτικών ή προσωπικών ζητημάτων του, λαμβάνει χώρα ως απόδειξη μίας έγνοιας, ενός νοιαξίματος που επιδικνύει η τηλεόραση, σε αντιδιαστολή με το κράτος και τους θεσμούς που μοιάζουν να το αγνοούν[v].

Αυτός ο θετικός επαναπροσδιορισμός, η αντιστροφή του στίγματος –ο λαϊκισμός ως έμβλημα και όχι ως στίγμα- διεκδικεί την ιδιότητα της εγγύητητας με το κοινό και συνεπάγεται τη νομιμοποίησή του να το εκφράζει ως λόγος προερχόμενος από τη λαϊκή βάση και, άρα, δια μέσω ενός ταυτολογικού συλλογισμού, ως αυθεντικός λόγος.

Εν κατακλείδει, η ιστορία της τηλεόρασης μεταπολιτευτικά θα μπορούσε να ξαναγραφεί ακολουθώντας το νήμα της εξέλιξης ενός υφέρποντος λαϊκισμού, εις το όνομα του κοινού, ο οποίος εμφανίζεται αποστιγματοποιημένος, με θετικό πρόσημο, στην πάροδο των χρόνων.

Η κα Ιωάννα Βώβου είναι Αναπληρώτρια Καθηγήτρια, Αναπληρώτρια Πρόεδρος του Τμήματος Επικοινωνίας, Μέσων και Πολιτισμού στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.

Παραπομπές

[i] Gourévitch J.-P. (1998), L’image en politique. Paris : Hachette.

[ii] Βώβου Ι. (επιμ.) (2010), Ο κόσμος της τηλεόρασης. Θεωρητικές προσεγγίσεις, ανάλυση προγραμμάτων και ελληνική πραγματικότητα, εκδόσεις Ηρόδοτος.

[iii] Jost, F. (2007), «Ruptures et Retournements de la Sémiologie des Médias à l’Ère de la Communication», Semen, 23.

[iv] Taguieff P.-A. (2002): L’illusion populiste. Paris, Éditions Berg International.

[v] Βώβου Ι. (2023), «‘Χτίζοντας’ (σ)την εμπιστοσύνη. Οι εκπομπές τηλεοπτικής εξομολόγησης στην ελληνική (ιδιωτική) τηλεόραση», στο Β. Βαμβακάς, Γ. Πασχαλίδης (επιμ.), Το Κουτί. Εικόνες της σύγχρονης Ελλάδας στην ιδιωτική τηλεόραση. Αθήνα: Brainfood, p. 140-159.