Κολλημένος στο φανάρι Ομήρου και Πανεπιστημίου μάταια περιμένω μην και φανεί το φωτεινό ζαρκάδι από το «Νυχτολόγιο» του Σινόπουλου να διασχίσει κάθετα, μεσημέρι, την άσφαλτο – εκεί που τον Ιούλιο του ’43 έπεσαν νεκροί διαδηλωτές κατά του φασισμού.

Στο μεταξύ το θέαμα μπροστά είναι η φασίζουσα ογκώδης Τράπεζα της Ελλάδος (επί Μεταξά) και σκεφτόμουν τον Στουρνάρα και την δραστήρια κυρία του.

Οι αιγυπτιακοί φοίνικες πιο πάνω του Μπακογιάννη είχαν μαραθεί.

Έμειναν κάτι σκισμένες φωτογραφίες του Δούκα στις κολώνες, που τον έχω ικανό με το «εμείς» του και το «εμείς» του , ακόμα και για κεντρικό τραπεζίτη στη Φρανκφούρτη.

Άνθρωποι να σού πετύχει να με απασχολούν, και το ζαρκάδι του Σινόπουλου να μην εμφανίζεται. Όπως δεν θα εμφανίζεται σε λίγο, περιζήτητος καλεσμένος στα δελτία, ο
Κασσελάκης.

Να τον προσλάβουν anchorman να λέει ειδήσεις με προφορά Χατζηνικολάου; Ναι, για να μας θυμίζει τι σημαίνει «βάση».

Ποιός όμως θα πει το κρίσιμο γι’ αυτή τη χώρα: η αντιπροσωπευτική Δημοκρατία τι ακριβώς και ποιόν αντιπροσωπεύει στην αγοραία κοινωνία της;

Και πώς να δεις το όραμα του ζώου στην άσφαλτο όταν ακόμη διαλέγεις το φθηνότερο στα ράφια;

Κολλημένη σύνταξη, κολλημένος κι εσύ, ξευτελισμένος από όνειρα και εξιδανικεύσεις.

«Συνεχίζοντας έτσι…» λοιπόν, «αψηφώντας τον επίσκοπο».

Κι ας πούμε πως ναι, συνεχίζεις. Τι άλλο δηλαδή να έκανες; Να εκπατρισθείς στην ηλικία σου; Ξανά-μανά φλιπεράκι και Ντερριντά;

Και πώς να μην έχει αλλάξει τίποτα «μισό αιώνα μετά»; Υπάρχει λόγος να στο θυμίζει ο Μιχάλης Μητσός στα «Νέα» ότι «η αλαζονεία είναι επίσης μια διαχρονική λέξη»;

Ο σωματότυπος δηλαδή, του Γεωργιάδη, εξίσου αλαζονικός με του Πολάκη στον καραγκιόζ-μπερντέ της Κουμουνδούρου, δεν σου φτάνει;

Φτάνει λοιπόν!

Και basta τα ρητορικά ερωτήματα, και τα «φτάνει», όταν δεν αμφισβητείς ότι πράγματι «πρόκειται για σκουπίδια συναρμολογημένα, προορισμένα για μια γελοία θεατρική παράσταση».

Πρόκειται! Ναι, το ξέρεις, αλλά δεν το πολυσυζητάς. Οπότε είσαι και δεν είσαι σπουδαιοφάνεια άμα γράφεις δημόσια.

Όδευα ωστόσο χαρούμενος προς τον ταπεινό φίλο Νίκο Βοζίκη στο παλαιό του τυπογραφείο κάτω από τη Λένορμαν ανάμεσα σε λαχανόκηπους και μπάζα. Ήταν σα να πήγαινα να γιατρευτώ.

Αυτός ο μοναδικός άνθρωπος, ο τελευταίος τυπογράφος -μαζί με τον Καλιακάτσο- και επί χρόνια ο εκδότης μου στον «Διάττοντά» του, έκλεινε οριστικά το υπόγειο (άλλοτε «Μανούτιος» του Χρήστου Μανουσαρίδη, 2.800 ευρώ νοίκι τον μήνα) με τα τρία απαστράπτοντα πιεστήρια Heidelberg του ’50 και τις πολύτιμες μήτρες του κάποτε ΔΟΛ.

Το πεφταστέρι του όμως δεν έπεσε. Ο Νίκος μετακόμισε, αλλά δεν θέλησε να ανακοινώσει περισσότερα (πού και γιατί;).

Έτσι μου είπε προχθές στο τηλέφωνο -και δεν τον πίεσα.

Ήθελε, λέει, να μου χαρίσει κάτι!

Ένα τόμο τετρακοσίων σελίδων με στοιχεία «απλά», σε βαρύ χαρτί, και μελάνι Van Son όπου ο Μαρωνίτης είχε συγκεντρώσει τα «πολιτιστικά» του «μονότονα» από το έντυπο «Βήμα» εκείνης της εποχής.

Αυτό το μνημόνιο είχε επιλέξει ο Νίκος από ένα σωρό αντιτύπων μνήμης. Κι ανάμεσα, ο Έντγκαρ Άλαν Ποε, ο Μπλέικ και οι δικοί μας: ο Λορεντζάτος κι ο Σεφέρης με τις χαλκογραφίες του Γιάννη Σπυρόπουλου, ο Μπότσογλου, ο Τσόκλης και οι ξυλογραφίες ηρώων του ’21 από τον Γιάννη Ψυχοπαίδη.

Η Ελλάδα ολόκληρη σ’ ένα υπόγειο με φύλλα χρυσού και πορφύρα.

«Ξέρω», μου είπε, «ότι κάνεις κι εσύ τα ίδια συγκεντρώνοντας τριάντα χρόνια μετά τον Μαρωνίτη τα άρθρα σου στο «Βήμα». Αλλά δεν φαντάζεσαι τι καβγάδες κάναμε με τον Μίμη τότε, για να μην βγάλει βιβλίο με ανατυπώσεις. Δεν με άκουσε. Πάρ’ το, όμως. Αποφεύγουμε τον ψυχίατρο όταν πάμε στον τυπογράφο».

Κι αφού το φύσηξε, όπως ο παπάς πάνω από την Αγία Τράπεζα να φύγει η σκόνη ετών, μού το ενεχείρισε, αντ’ αυτού.

Προτίθεμαι στο υστερόγραφο να αντιγράψω την τελευταία παράγραφο από την προλογική «Σημείωση» του Μαρωνίτη που του οφείλω τον Σινόπουλο. Την προσυπογράφω στην ηλεκτρονική όμως οθόνη του gr, έχοντας μπρος στα μάτια μου τη μοιραία κατάληξη του βιβλίου: την ανακύκλωση.

Να σημειωθεί ότι ο Βοζίκης, σε σχέση με πολλούς εκδότες, λυπάται τα βιβλία και δεν προκρίνει την καταστροφή τους – παρά τα φορολογικά μπερδέματα που επιφέρουν απούλητα στις αποθήκες του εκδοτικού οίκου.

Προτιμά να τα χαρίζει σε φαντάσματα. Φάντασμα και ο ίδιος σε μια κοινότητα φαντασμάτων που λιγοστεύουν, όπως και τα καλά αισθήματα, κι όλοι εκείνοι οι αισθηματίες «εργάτες» ενός μπορχικού «βιβλίου της άμμου» που δεν θα πάψει στον αιώνα να εκδίδεται: οι τυπογράφοι, σαν τον μπάρμπα Σήφη, οι επιμελητές και οι διορθωτές, ο Στέφανος Στεφάνου στον «Παπαζήση», ο απρόσιτος κύριος Μέρμηγκας στον «Ίκαρο» που άκουγε προσεκτικά ο Ελύτης, η Ελένη Κεχαγιόγλου τώρα, στην Άννα Πατάκη.

Όμως, αν αντιγράφω υπομονετικά τον δάσκαλό μου στο αμφιθέατρο του Κεντρικού κτιρίου στη Θεσσαλονίκη του ’60, είναι για να μπω στα ελληνικά του με ένα είδος εργασίας πένθους: την αντιγραφή.

Αυτό δεν έκανε άλλωστε και ο Κωστής Παπαγιώργης που αντέγραψε ολόκληρο το «Έγκλημα και τιμωρία»;

Αντιγράφω κυρίως, για την εύηχη λέξη του («ανάσκητη») στο προλογικό σημείωμά του, που δεν την γνώριζα, ασκούμενος εσαεί με τον εαυτό μου.

Στο κάτω-κάτω, είπα, με την αντιγραφή συναντάς το όριό σου, μέσα. Μιά που το όριό σου, έξω, είναι η παραφροσύνη.

Και για τούτο ό,τι αντιγράφεις με το ένα χέρι, το γράφεις με το άλλο.

Καμιά φορά και με το μολύβι στο στόμα όπως οι ανάπηροι ενός εκατονταετούς σχεδόν πολέμου με τα κολυβογράμματα.

Ξέρω πως γύρω-γύρω όλοι, στη μέση ο Μανώλης. Επειδή στο παιχνίδι κάθεται να μάθει.

Και όταν ένας Μανώλης γράφει τα δικά του πολιτικά πολύτονα στο μονοτονικό της ηλεκτρονικής εφημερίδας, που τον αναδεικνύει με το επίθετο -αφήνοντας το όνομά του για μετρημένους αναγνώστες των ποιημάτων του- γνωρίζει πως λίγοι αντιλαμβάνονται το «εκπαιδευτικό» του πρόγραμμα: μια θεωρία σε μέρες ζοφερές για την επικοινωνία, τα μίντια και τα αντίστοιχα πανεπιστημιακά Τμήματα.

Όχι μόνο γιατί η επικοινωνία, αυτή η εξωστρεφής διαδικασία πομπού -δήθεν- και δέκτη, δεν είναι πάντα το ζητούμενο της λογικής των προτάσεών της, αλλά και διότι η σημασία στην οποία αποβλέπει, προκύπτει κανονικά από ταξικές όσο και τοξικές αντιθέσεις και νεοφιλέλευθερα, κερδοφόρα φούμαρα διαφήμισης. Σημασιοδοτούν τον ζόφο σαν τις ταινίες του Ρούμπεν ‘Εστλουντ.

Τον εξωραΐζουν με «λεντ» και περσικά χαλιά, ώστε το χάλι της ντουμπαϊοποίησης να αρέσει στην κυρία Κεφαλογιάννη-Μοιραράκη-Μενεγάκη και πάει λέγοντας, παρ’ ότι λείπουν διαρκώς οι λέξεις.

Ο Μανώλης όθεν στο σκαμνί. Και η μικρή Ελένη, δεν θα σταματήσει να κλαίει; Κι αυτή στο σκαμνί, να απολογείται και να στεναχωριέται που δεν την παίζουνε οι φιλενάδες της.

Μήπως είχε ποτέ; Υπήρχε λόγος να έχει;

Και να αποχαιρετήσει μετά, ποιόν;

Απέναντι στον ήλιο, το «βαθύτερο μέσα της οργανώνει το τυχαίο.»

ΥΓ.

Η τελευταία παράγραφος από την «Σημείωση» του Δ.Ν. Μαρωνίτη στον εξαντλημένο τόμο του: «Πλην και Συν -159 πολιτιστικά μονότονα», εκδόσεις Διάττων, Αθήνα 1993.

Διότι έτσι είναι αν έτσι νομίζετε.

«Και κάτι ακόμη σχετικό στο όριο της σοβαροφάνειας: τα μικροσκοπικά επικαιρικά κείμενα, για να συντηρηθούν, χρειάζονται τους δικούς τους κανόνες. Κάποιου είδους ρητορική τέχνη, που είναι και δεν είναι δεδομένη, μολονότι ο Αριστοτέλης της αφιέρωσε ολόκληρη διατριβή. Και για να προσγειωθούμε, θυμίζω ότι πολλά από τα πολιτικά και πολιτιστικά λάθη, που γίνονται στον καιρό μας και στον τόπο μας, οφείλονται και στην ανάσκητη ρητορεία όσων επαγγέλλονται την πολιτική και τον πολιτισμό.

Ας πούμε λοιπόν, μεταξύ σοβαρού και αστείου, ότι τα περιεχόμενα μικροκείμενα συντάσσονται εδώ ως έμμεση διαμαρτυρία στη δεσπόζουσα φλυαρία του πολιτικού και πολιτιστικού μας βίου -εκτός κι αν τελικώς την επιβεβαιώνουν».