Ας ξεκινήσουμε με μία απλή υπόθεση. Ο σκοπός του εκπαιδευτικού συστήματος είναι να προετοιμάσει τις νέες γενιές για την ανεξαρτητοποίηση και την αντιμετώπιση της αληθινής ζωής. Εάν συμφωνούμε με αυτή τη βασική παραδοχή, τότε ίσως μπορούμε να προχωρήσουμε σε έναν ολικό επανασχεδιασμό του εκπαιδευτικού μας συστήματος. Μία προοδευτική απορία …προτιμάμε ένα σύστημα που να μιμείται την καθημερινότητα με όλες τις αποχρώσεις της ή έναν τεχνητό κόσμο όπου μαθαίνουμε απ’ έξω αρχαία ελληνικά, λατινικά, και τετραγωνικές εξισώσεις;
Το πρόβλημα είναι ότι σήμερα το αναχρονιστικό εκπαιδευτικό σύστημα της χώρας μας δεν καταφέρνει να μιμηθεί την πραγματική ζωή. Αντιθέτως, ίσως μιμείται έναν τεχνητό κόσμο που προέρχεται από το παρελθόν και όπου όλοι ξέρουν αυτούσια ιστορικά γεγονότα και απ’εξω την προπαίδεια. Το σύστημα μας επικεντρώνεται σε μια αποστήθιση και στείρα γνώση, σαν να προετοιμάζει τους μαθητές για έναν κόσμο που δεν υπάρχει. Αποστηθίζουμε δηλαδή και αποκτούμε γνώσεις αλλά αγνοούμε πώς να διαχειριζόμαστε την πολυπλοκότητα της καθημερινότητας.
Δεν είναι το πρόβλημα και απαραίτητα το περιεχόμενο των μαθημάτων, αλλά ο τρόπος με τον οποίο εισάγεται στην παιδαγωγική διαδικασία. Πρέπει να αναρωτηθούμε: Χρειάζεται η αποστήθιση για να ανταποκριθούμε στις απαιτήσεις της μετέπειτα ενήλικης ζωής ή μήπως πρέπει να επικεντρωθούμε στην κατανόηση της ουσίας και του νοήματος για να βρουν οι γνώσεις πρακτική εφαρμογή;
Τα στατιστικά μιλούν από μόνα τους: Δύο στους τρεις νέους δηλώνουν υπερβολικό άγχος για θέματα δουλειάς. Ένας στους τρεις εργάζεται σε αντικείμενο που δεν σχετίζεται με τις σπουδές του. Και το 93% των νέων αναφέρει ότι η τρέχουσα εργασία τους δεν ανταποκρίνεται στα όνειρά τους. Τι φταίει; Πιθανώς η δομή του εκπαιδευτικού μας συστήματος.
Επομένως, χρειαζόμαστε έναν ολοκληρωμένο επανασχεδιασμό του εκπαιδευτικού συστήματος. Ένα σύστημα που θα έχει ως οδηγό την μίμηση της αληθινής ζωής, να διαχειρίζεται την αβεβαιότητα και να προετοιμάζει τους μαθητές για τις προκλήσεις που θα αντιμετωπίσουν.
Πως όμως μπορούμε, πρακτικά να το κάνουμε; Μία αρχή είναι να αλλάξουμε τον τρόπο που ορίζονται οι ερωτήσεις από το δημοτικό σχολείο καθώς και το πώς αναζητούνται οι απαντήσεις. Θυμάται κανείς από εμάς να πήρε μια σημαντική απόφαση εύκολα στην ενήλικη ζωή; Γιατί, λοιπόν, οι σχολικές ερωτήσεις να είναι τόσο απλές, θεωρητικές και αποσυνδεδεμένες από κοινωνικά και άλλα ποιοτικά κριτήρια;
Αντί, για παράδειγμα, να ρωτάμε: «Ο Γιωργάκης έχει να μοιράσει 12 καραμέλες ισόποσα σε τέσσερις φίλους», ας ρωτήσουμε: «Ο Γιωργάκης έχει 12 καραμέλες. Γιατί και πώς να τις μοιράσει στους φίλους του;». Αυτή η διατύπωση θέτει το έδαφος για μια ανοιχτή συζήτηση και εισάγει τα παιδιά στην έννοια της αβεβαιότητας, των συνθηκών και των ποικίλων στοιχείων κάτω από τις οποίες μπορεί να παρθεί μια απόφαση στην καθημερινότητα.
Μέσω της νέας διατύπωσης των ερωτήσεων, μπορούμε να περάσουμε το μήνυμα ότι η ζωή δεν είναι μια απλή εξίσωση ενώ η αλήθεια μπορεί να έχει διαφορετικές εκφάνσεις. Στην συνέχεια και κατά την πορεία εύρεσης της απάντησης μπορούν να μπουν κοινωνικά κριτήρια, να συζητηθεί με ανοιχτό διάλογο μεταξύ της τάξης και να καταλήξουν στο τελικό πόρισμα οι μαθητές.΄Ετσι από μικρή ηλικία ερχόμαστε σε επαφή με την αβεβαιότητα που κυριαρχεί στην ζωή μας ενώ παράλληλα μαθαίνουμε το διαδικαστικό της πράξης τους διαμοιρασμού αντικειμένων. Έτσι παίρνουμε το μάθημα ότι η ζωή δεν είναι μία απλή εξίσωση, ότι έχει ατελείωτες αποχρώσεις.
Φανταστείτε ένα εκπαιδευτικό σύστημα όπου οι μαθητές ενθαρρύνονται να σκέφτονται, να εξετάζουν και να αναλύουν, αντί να αποστηθίζουν. Κατά αντιστοιχία έναν κόσμο όπου οι άνθρωποι δεν φοβούνται την αβεβαιότητα, αλλά τη χρησιμοποιούν ως κινητήρια δύναμη για δημιουργικότητα και ανάπτυξη.
Αυτή είναι μία προοδευτική και ρομαντική σκέψη: Μια εκπαίδευση που προετοιμάζει πραγματικά τους νέους για τη ζωή στο σύνολό της.