Την Κυριακή του πρώτου γύρου των εκλογών του ΠαΣοΚ οι προβολείς στράφηκαν στη μάχη, ψήφο με ψήφο, που έδωσαν ο Χάρης Δούκας και ο Παύλος Γερουλάνος για τη δεύτερη θέση. Όμως, η ουσία της πρώτης εκλογικής βραδιάς βρισκόταν αλλού. Στο γεγονός ότι ο Νίκος Ανδρουλάκης, έχοντας απέναντι του άλλες τρείς αξιόμαχες υποψηφιότητες, κατάφερε να συγκεντρώσει ποσοστό που κινήθηκε κοντά στο 30%. Η εκλογική πλάστιγγα είχε δείξει τις προθέσεις της.
Ο κ. Ανδρουλάκης κινήθηκε σε ποσοστό υψηλότερο από αυτό που υπολόγιζαν οι αντίπαλοι του, που είδαν τα δικά τους ποσοστά να κινούνται χαμηλότερα από τις προσδοκίες τους. Η Άννα Διαμαντοπούλου περίμενε κάτι καλύτερο, η δυναμική του κ. Δούκα σκόνταψε στο debate και το εκπληκτικό φίνις του Παύλου Γερουλάνου δεν έφτασε για να του δώσει την είσοδο στο δεύτερο γύρο.
Η περίοδος που άρχισε ξεκίνησε το βράδυ των ευρωεκλογών και έκλεισε τον κύκλο της με το 59,92% των εκλογών ήταν η πιο κρίσιμη στην μέχρι σήμερα πολιτική πορεία του κ. Ανδρουλάκη. Αμέσως μετά το αποτέλεσμα των Ευρωεκλογών, ήλθε αντιμέτωπος με μια συντεταγμένη εσωκομματική αμφισβήτηση αλλά και με ένα αυξημένο βουητό στη βάση του κόμματος, που αφορούσε τη δυνατότητα του να κάνει το ΠαΣοΚ κάτι περισσότερο από ένα μικρομεσαίο κόμμα. Η αμφισβήτηση αυτή, που κορυφώθηκε κατά την προεκλογική περίοδο, μπαίνει πια στο συρτάρι. Αυτή είναι και η πρώτη μεγάλη νίκη του κ. Ανδρουλάκη. Ότι άντεξε στην πίεση, κράτησε σε μεγάλο βαθμό τους πυρήνες του αλώβητους και κέρδισε μια μάχη μη έχοντας όλα τα προγνωστικά υπέρ του. Η αμφισβήτηση του αρχηγού είναι ένα από τα «δύσκολα» εμπόδια που αφήνει πίσω του το ΠαΣοΚ. Τουλάχιστον μέχρι τις επόμενες εθνικές κάλπες.
Το αποτέλεσμα έδωσε μια δεύτερη μεγάλη ευκαιρία στον Ν. Ανδρουλάκη. Είναι μεγαλύτερη από αυτή που του δόθηκε στις εσωκομματικές εκλογές του 2021. Γιατί του δίδεται σε ένα εντελώς διαφορετικό πολιτικό τοπίο. Το 2021 ο Κ. Μητσοτάκης ήταν ακόμα στα πολύ πάνω του και ο Αλέξης Τσίπρας δεν είχε ακόμα απομυθοποιηθεί. Το 2024, η ΝΔ έχει μια εμφανή φθορά, ο ΣΥΡΙΖΑ δείχνει να διαλύεται και το ΠαΣοΚ εμφανίζεται στις δημοσκοπήσεις να έχει εδραιωθεί στη δεύτερη θέση. Ο ίδιος ο κ. Ανδρουλάκης μπορεί να ευελπιστεί ότι αυτή η δεύτερη εσωκομματική νίκη θα ενισχύσει το ηγετικό του προφίλ, ένα από τα αδύναμα σημεία του. Υπάρχει, πράγματι, μια μεγάλη ευκαιρία. Και φαίνεται να είναι βάσιμη η εκτίμηση του κ. Ανδρουλάκη ότι τα δύσκολα για το ΠαΣοΚ πέρασαν και τα καλύτερα είναι μπροστά.
Ωστόσο, σε σχέση με το 2021, υπάρχουν, τουλάχιστον δύο μεγάλες διαφορές με τις οποίες καλείται να αναμετρηθεί, στη νέα του θητεία ο κ. Ανδρουλάκης. Η πρώτη μεγάλη διαφορά σε σχέση με το 2021 ακούει στη λέξη προσδοκία. Είναι άλλο να θες να ξεφύγεις από τις μυλόπετρες του δικομματισμού ΝΔ-ΣΥΡΙΖΑ και άλλο να θες να εμφανιστείς ως η επόμενη κυβερνητική λύση για τη χώρα. Άλλο είναι να προσπαθείς να επιβιώσεις πολιτικά και άλλο να θέλεις να κυβερνήσεις. Είναι προφανές ότι, εκτός των άλλων, το ΠαΣοΚ χρειάζεται να εμφανιστεί με πιο δουλεμένες και ξεκάθαρες θέσεις και να τις προβάλλει με πιο αποτελεσματικό τρόπο. Να ασκήσει μια συγκροτημένη και πειστική αντιπολίτευση. Αυτό είναι το κλειδί για να πετύχει το ΠαΣοΚ την άνοδο του στα αστικά κέντρα που όπως έδειξε η ψήφος σε Διαμαντοπούλου και Γερουλάνο, θέλουν ένα πιο κεντρώο και μεταρρυθμιστικό ΠαΣοΚ και μια αντιπολίτευση ουσιαστικής πολιτικής και όχι απλώς «αντιδεξιάς» ρητορικής.
Εδώ, υπάρχει η δεύτερη διαφορά με το 2021. Άννα Διαμαντοπούλου, Παύλος Γερουλάνος, Χάρης Δούκας θα αποτελέσουν κομμάτια της νέας εσωκομματικής ζωής. Για την κυρία Διαμαντοπούλου και για τον Παύλο Γερουλάνο έχουν αρχίσει, ήδη, να ακούγονται διάφορα σενάρια για την αξιοποίηση τους. Υπάρχουν, πλέον, νέες εσωτερικές ισορροπίες αλλά και ένα αίτημα, να ανοίξουν σε πρόσωπα τα όργανα του κόμματος και να λειτουργούν πιο αποτελεσματικά.
Προφανώς σε αυτό το μέτωπο, της νέας λειτουργίας και της αξιοποίησης όλων των στελεχών του κόμματος θα εκδηλωθούν οι πρώτες πρωτοβουλίες του κ. Ανδρουλάκη. Σε κάθε περίπτωση, ο κ. Ανδρουλάκης και το ΠαΣοΚ βγαίνουν ενισχυμένοι από μια ακόμα εσωτερική εκλογική διαδικασία. Συνήθως τέτοιες εσωτερικές διαδικασίες ακολουθούνται και από δημοσκοπική άνθηση. Μένει να διαπιστωθεί αν θα είναι πρόσκαιρα η αν θα αποκτήσει πιο μόνιμα χαρακτηριστικά.