Tην έγκριση του για πλήγμα στο Ιράν ως αντίποινα, μετά τις επιθέσεις της Τεχεράνης κατά του Ισραήλ, με βαλλιστικούς πυραύλους, την 1η Οκτωβρίου, αναμενόταν να ανακοινώσει το Πολεμικό Συμβούλιο του Ισραήλ, το οποίο συγκλήθηκε αργά το βράδυ της Πέμπτης.
«Είναι η μεγαλύτερη ευκαιρία στα τελευταία πενήντα χρόνια για το Ισραήλ, να αλλάξει το τοπίο στη Μέση Ανατολή», αναφώνησε πρόσφατα στα σόσιαλ μίντια, ο πρώην πρωθυπουργός του Ισραήλ, ο σκληροπυρηνικός Ναφτάλι Μπένετ. «Θα πρέπει να δράσουμε τώρα, για να καταστρέψουμε το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν και να ακρωτηριάσουμε το τρομοκρατικό του καθεστώς». Από κοντά και ο πρωθυπουργός Μπενιαμίν Νετανιάχου, ο οποίος υπαινίχθηκε ότι η αλλαγή του καθεστώτος στο Ιράν μπορεί να έλθει «πιο γρήγορα από όσο φανταζόμαστε, δίνοντας έτσι τη δυνατότητα στον ιρανικό και τον ισραηλινό λαό να συνυπάρξουν ειρηνικά».
«Πολιτικός τεφλόν» ο Νετανιάχου – Μέχρι πότε, όμως;
Αν έχει κανείς παρακολουθήσει έστω και λίγο την πολιτική διαδρομή του Νετανιάχου τα τελευταία χρόνια, έχει σοβαρούς λόγους να αμφιβάλει ότι ενδιαφέρεται πραγματικά για την ειρηνική συνύπαρξη των δύο γειτονικών λαών. Ο Νετανιάχου συμπεριφέρεται ως ο ίδιος να αποτελεί το επίκεντρο των πάντων στη Μέση Ανατολή. Και ενδιαφέρεται πρωτίστως για την πολιτική του επιβίωση.
Είναι γεγονός ότι ο Νετανιάχου αποδεικνύεται «πολιτικός- τεφλόν». Μέχρι πότε όμως; Στην ιστορία του Ισραήλ, μετά από κάθε μεγάλη τραγωδία σε σχέση με την ασφάλεια της χώρας, η κυβέρνηση έπεφτε.
Μετά τις στρατιωτικές αποτυχίες του Ισραήλ στον πόλεμο του Γιομ Κιπούρ το 1973, η κυβέρνηση της Γκόλντα Μέιρ παραιτήθηκε, όπως παραιτήθηκε και η κυβέρνηση του Μεναχέμ Μπέγκιν, μετά την εισβολή του Ισραήλ στον Λίβανο το 1982. Και στις δυο περιπτώσεις, τις παραιτήσεις των ισραηλινών πρωθυπουργών ακολούθησαν έρευνες προκειμένου να διακριβωθεί τι έφταιξε και τι πήγε στραβά για το Ισραήλ.
Η παραμονή του Νετανιάχου στην εξουσία έρχεται σε αντίθεση με τα ιστορικά προηγούμενα στο Ισραήλ. Μετά τις τρομοκρατικές επιθέσεις της Χαμάς, στις 7 Οκτωβρίου 2023, ουδείς στο Ισραήλ πίστευε ότι ο Νετανιάχου θα βρισκόταν στο αξίωμα του ένα χρόνο αργότερα, σημειώνει ο αρθρογράφος Αλούφ Μπεν, στο Foreign Affairs.
Ποιους υπονομεύει, πώς ανατρέπει τα ιστορικά δεδομένα του Ισραήλ
Όμως ο Νετανιάχου εκτιμά ότι ο ίδιος αντιλαμβάνεται καλύτερα την άμυνα του Ισραήλ από τους στρατηγούς της χώρας, τους οποίους θεωρεί δειλούς και προσκολλημένους στο άρμα των ΗΠΑ. Δεν είναι τυχαίο ότι οι κυριότεροι πολιτικοί του αντίπαλοι είναι πρώην υψηλόβαθμοι αξιωματούχοι των ισραηλινών ενόπλων δυνάμεων, οι οποίοι έχουν διατελέσει είτε πρωθυπουργοί, είτε υπουργοί Άμυνας: ο Εχούντ Μπάρακ, ο Μπένυ Γκαντζ, ο Γιοάβ Γκάλαντ, νυν υπουργός Άμυνας.
Παραδοσιακά, θυμίζει ο Αλούφ, στα ανώτερα κλιμάκια των ισραηλινών ενόπλων δυνάμεων και των ισραηλινών μυστικών υπηρεσιών, υπηρετούν φιλελεύθεροι Ασκενάζι Εβραίοι (σημ. οι Εβραίοι που ζούσαν στην Κοιλάδα του Ρήνου, και οι οποίοι μετά τις Σταυροφορίες, μετανάστευσαν στην ανατολική Ευρώπη, στην Πολωνία, τη Ρωσία και τις Βαλτικές χώρες), τους οποίους ο Νετανιάχου υπονομεύει.
Αυτοί ακριβώς αποτελούν τη μερίδα του ισραηλινού κατεστημένου που πρωτοστάτησε στις πολύμηνες μαχητικές διαμαρτυρίες εναντίον του Νετανιάχου κατά της συντηρητικής δικαστικής μεταρρύθμισης την οποία προωθούσε όλο το διάστημα του 2023, μέχρι τη μοιραία 7η Οκτωβρίου.
Στα τέλη του 2023, τα ποσοστά του Νετανιάχου στις δημοσκοπήσεις είχαν υποστεί καθίζηση. Στη συνέχεια, ανέκαμψαν. Πρόσφατα όμως και παρά τη δολοφονία του ηγέτη της Χεζμπολάχ, Χασάν Νασράλα, στον Λίβανο, δημοσκόπηση κατέγραψε ότι αν γίνονταν σήμερα εκλογές στο Ισραήλ, ο κυβερνητικός συνασπισμός του Νετανιάχου που κατέχει 68 έδρες επί συνόλου 130, στην Κνεσέτ, την ισραηλινή βουλή, θα αποσπούσε μόνον 46 βουλευτές. Ο Νετανιάχου που παρακολουθεί διαρκώς τις δημοσκοπήσεις, αντιλαμβάνεται ότι οι Ισραηλινοί είναι οργισμένοι εναντίον του και ακολουθεί στρατηγική που θα τον βοηθήσει να παραμείνει στην εξουσία.
Η σκακιέρα στη Μέση Ανατολή
Ενόψει της πιθανής καταστροφικής σύρραξης με το Ιράν, ο ισραηλινός πρωθυπουργός θα έρεπε να λάβει υπόψιν του τα ιστορικά και τα πραγματικά δεδομένα. Όπως υποστηρίζει ο αρθρογράφος Μαξ Μπουτ, στην Washington Post, το Ισραήλ δεν έχει πιθανώς τη στρατιωτική ικανότητα να καταστρέψει τις πυρηνικές εγκαταστάσεις του Ιράν.
Η ισραηλινή αεροπορία ασφαλώς και μπορεί να καταφέρει μείζονα πλήγματα στις πετρελαϊκές εγκαταστάσεις του Ιράν. Σε αυτή την περίπτωση, η Τεχεράνη θα ανταπαντήσει ενδεχομένως πλήττοντας πετρελαϊκές εγκαταστάσεις στη Σαουδική Αραβία και θα κλείσει τα Στενά του Ορμούζ, για ένα διάστημα τουλάχιστον. Το αποτέλεσμα θα είναι να ξεσπάσει ένας ακόμη μεγαλύτερος πόλεμος στην περιοχή, ο οποίος θα πλήξει την παγκόσμια οικονομία, καθώς θα εκτινάξει τις τιμές του πετρελαίου διεθνώς.