Στις 11 Οκτωβρίου του 1963, σε ηλικία 73 ετών, πέθανε ο Ζαν Κοκτό, ένας από τους πιο σημαντικούς εκπροσώπους της γαλλικής κουλτούρας του 20ου αιώνα καθώς είχε αξιοσημείωτο εργό ως ποιητής, θεατρικός συγγραφέας, μυθιστοριογράφος, ζωγράφος και σκηνοθέτης του κινηματογράφου.
O Ζαν Κοκτώ μεταπηδώντας από τέχνη σε τέχνη συνεργαζόμενος με σπουδαίους καλλιτέχνες, όπως οι ζωγράφοι Πάμπλο Πικάσο, Αμεντέο Μοντιλιάνι, οι συνθέτες Ιγκόρ Στραβίνσκι και Άρθουρ Χόνεγκερ, η τραγουδιστρια Εντίθ Πιάφ, η σχεδιάστρια μόδας Κοκό Σανέλ και πολλοί άλλοι, δεν σταμάτησε ποτέ να πειραματίζεται και να αναζητά νέους δρόμους έκφρασης.
Όπως γράφει και η Μαριλένα Αστραπέλου στο «ΒΗΜΑ» της 31ης Οκτωβρίου 2015, ειδικά με τον Πικάσο ο Κοκτώ ανέπτυξε πολύ στενή φιλία.
«Αλλωστε από το 1915 που πρωτοσυναντήθηκαν ως το 1963, χρονιά θανάτου του Κοκτό, συνδέθηκαν με μια σχέση την οποία χαρακτήριζαν οι πνευματικές ανταλλαγές και η δημιουργική συνεργασία, αλλά και μια «εξ αγχιστείας συγγένεια». Στον πρώτο του γάμο με τη χορεύτρια των Ρωσικών Μπαλέτων Ολγκα Κόκλοβα το 1918 ο Πικάσο είχε κοντά του ως κουμπάρους τον Κοκτό, τον Απολινέρ και τον Ζακόμπ.
»Υπήρξε ωστόσο και ένα όχι και τόσο αμελητέο διάστημα απομάκρυνσής τους, από το 1927 ως το 1949 –ας όψεται το εκρηκτικό ταμπεραμέντο τους και μια συνέντευξη του Πικάσο στην οποία υποβάθμιζε την αξία του Κοκτό ως καλλιτέχνη».
Το τρομερό παιδί
«ΤΟ ΒΗΜΑ» της 17ης Οκτωβρίου 1963 γράφει λίγες ημέρες μετά τον θάνατο του Κοκτό.
«Εγένετο σήμερον ο ενταφιασμός του “τρομερού παιδιού” των γαλλικών γραμμάτων και τεχνών Ζαν Κοκτώ, παρουσία πολλών επισήμων. Ο Κοκτώ (…) απεβίωσε την παρελθούσαν Παρασκευήν, συνεπεία καρδιακής προσβολής , εις ηλικίαν 74 ετών, τέσσαρας ώρας αφού επληροφορήθη τον θάνατον της τραγουδίστριας Εντίθ Πιάφ, μετά της οποίας συνεδέετο δια στενής φιλίας. (…)
»Πολλά μέλη της Γαλλικής Ακαδημίας, φέροντα την πράσινην επίσημον χρυσοκέντητον στολήν των, ηκολούθησαν την σορόν, της οποίας προηγούντο τρία αυτοκίνητα, πλήρη ανθέων».
To 2000, η Λίνα Λυχναρά, καθηγήτρια στα Πανεπιστημιακά Τμήματα του Γαλλικού Ινστιτούτου Αθηνών γράφει στο «ΒΗΜΑ» με αφορμή την έκδοση του βιβλίου «Ζαν Κοκτώ, Ο πολύτροπος ποιητής» σε επιμέλεια του Γιάννη Κονταξόπουλου:
« “Ξάφνιασέ με, Ζαν”
»Η περίφημη δημόσια προτροπή του Ντιαγκίλεφ (σ.σ. Σεργκέι Ντιαγκίλεφ, ρώσος κριτικός τέχνης, χορογράφος και ιμπρεσάριος) προς τον Κοκτώ κατά τη διάρκεια της συνεργασίας τους δίνει το μέτρο του γάλλου ποιητή, θεατρικού συγγραφέα, ζωγράφου και σκηνοθέτη.
»Ο Κοκτώ, ο οποίος ξεκίνησε το δημιουργικό του έργο την περίοδο του Μεσοπολέμου, σε ό,τι και αν έκανε προσέφερε πάντα αυτό που του ζητούσε ο Ντιαγκίλεφ.
»Ένα τίναγμα σαν ελαφρά ηλεκτρική εκκένωση από το απρόσμενο. Είναι σίγουρα ένας από τους χαρακτηριστικότερους εκπροσώπους του μοντερνισμού. Ο Κοκτώ είναι ένα φαινόμενο. Είναι από τους λίγους δημιουργούς που, όταν πει κανείς πως δεν ήταν μεγάλος, αυτό δεν σημαίνει ότι αυτόματα τον κατατάσσει στις μετριότητες.
Η οικογενειακή τραγωδία
»Μείζον γεγονός της διαμόρφωσης του ψυχισμού του είναι μια τραγωδία. Είναι εννέα ετών όταν ένας πυροβολισμός μέσα στη νύχτα θα ξυπνήσει την οικογένεια. Ο Ζωρζ Κοκτώ, ο πατέρας, έχει τινάξει τα μυαλά του στον αέρα μέσα στο γραφείο του. Η μεγαλοαστική οικογένεια θα καλύψει τα τραύματά της και θα μετατρέψει σε ταμπού τον τραγικό θάνατο. Κανείς ποτέ στο σπίτι δεν θα μιλήσει γι’ αυτό. “Κάθε φορά που κυλάει αίμα στις οικογένειες βάζουν πάνω του πανιά και το κρύβουν” θα πει ο ίδιος για το γεγονός.
»Η σιωπή είναι ό,τι ακριβώς χρειάζεται για να συντελεστεί μέσα στο παιδί και στον έφηβο η υπόγεια διεργασία που θα τον οδηγήσει στους σκοτεινούς τόπους όπου το αίμα και ο θάνατος μιλούν. Η σχέση του Κοκτώ με τους αρχαίους μύθους, τον οιδιπόδειο και τον ορφικό κυρίως, ξεκινά από τον πυροβολισμό με τον οποίο ο πατέρας έβαλε τέλος στη ζωή του.
»Όταν κάποτε θα μπορέσει να μιλήσει θα φανεί πόσο βαθιά ταυτίστηκε με αυτόν. “Ο ομοφυλόφιλος γνωρίζει τον ομοφυλόφιλο όπως ο Εβραίος τον Εβραίο. Τον καταλαβαίνει πίσω από τη μάσκα. Ανέκαθεν πίστευα ότι ο πατέρας μου μού έμοιαζε τόσο πολύ ώστε ήταν αδύνατον να διαφέρει σ’ αυτό το βασικό σημείο. Προφανώς από την πίεση (για να πνίξει τις προτιμήσεις του) δεν άντεξε. Στην εποχή του άλλωστε σε σκότωναν για πολύ λιγότερα”.
»Όλο το έργο του ποιητή θα περιστραφεί γύρω από την εξερεύνηση του προσωπικού χώρου. Θα γράψει: “Δεν θα του έλεγα (ενός νέου) όπως ο Ζιντ: Φύγε, εγκατέλειψε την οικογένεια και το σπίτι σου, αλλά: Μείνε και σώσε τον εαυτό σου μέσα στα σκοτάδια σου. Εξερεύνησέ τα. Εξόρκισέ τα στο φως”.
»Ο Κοκτώ-Ορφέας θα βυθιστεί πολύ βαθιά σε αυτό που ονόμασε «μοναδικότητα τς νύχτας του» και θα τολμήσει να ανασύρει στο φως τα τρομερά φαντάσματα της παιδικής ηλικίας του. Ο “πολύτροπος ποιητής” ξεκινά την καριέρα του γύρω στα 1910 δημοσιεύοντας ποιήματα, σκίτσα, κάνοντας θέατρο και πολύ σύντομα ξεκινά η συνεργασία του με τον Ντιαγκίλεφ. Κάνει την αφίσα για “Το φάντασμα του ρόδου” με πρώτο χορευτή τον Νιζίνσκι.
Συνεργασίες
»Αρχίζει επίσης τη συνεργασία του με τον Στραβίνσκι, με τον οποίο αργότερα θα συνεργαστεί στη μουσική διασκευή του “Οιδίποδα Τυράννου”, και πριν από τον πόλεμο έχει ολοκληρώσει ένα υπερρεαλιστικό μυθιστόρημα, τον Ποτομάκ. Ενας θάνατος θα τον σημαδέψει πάλι. Ο αγαπημένος φίλος, ο συγγραφέας Ραϊμόν Ραντιγκέ, πεθαίνει σε ηλικία 20 ετών.
»Από αυτή την εποχή ο Κοκτώ αρχίζει να καπνίζει συστηματικά όπιο και στήνει με το έργο και τη ζωή του τον μύθο του καταραμένου ποιητή. Αφήνοντας τον κυβισμό και τον υπερρεαλισμό, στρέφεται προς τους ελληνικούς μύθους.
»Το 1925 ανεβάζει στο Παρίσι τη θεατρική διασκευή του μύθου του Ορφέα με κοστούμια Σανέλ. Το μυθικό-ψυχολογικό υπόβαθρο υπάρχει έντονο επίσης σε ένα από τα σημαντικότερα θεατρικά έργα του, τα Τρομερά παιδιά. Στη Δαιμόνια μηχανή έχουμε μια ελεύθερη διασκευή του οιδιπόδειου μύθου. Ο Κοκτώ ασχολήθηκε και με τη σκηνοθεσία του κινηματογράφου. Κλασικό δείγμα: Η Πεντάμορφη και το Τέρας.
»Το 1952 ο ποιητής που υπέγραφε Ζαν ο Ελληνας και ο οποίος διακόσμησε με τόσα ελληνικά στοιχεία την έπαυλη μιας φίλης του στην Κυανή Ακτή που είπε “αν ήξερα ότι είναι της μόδας οι παραλίες, θα είχα φέρει άμμο από την Πάρο” θα επισκεφθεί την Ελλάδα. Θα περιηγηθεί με το σκάφος μιας φίλης τους χώρους όπου γεννήθηκαν οι αγαπημένοι του μύθοι. Θα γράψει βλέποντας το τοπίο: “Νησιά φαλακρά, κατάξερα, φαγωμένα από τους μύθους. Ενας Κένταυρος δεν θα προκαλούσε καμία εντύπωση μέσα σε τούτα τα βουνά”.
Το τέλος
»Ο Κοκτώ πέθανε τον Οκτώβριο του 1963. Τον θάνατο, που είναι το μόνιμο θέμα των έργων του, δεν τον φοβόταν. Αυτό που τον πονούσε πολύ ήταν η φθορά του “σώματος και της μορφής”.
»Η πικρή φράση “ένας καθρέφτης πρέπει να συλλογίζεται πριν στείλει πίσω την εικόνα” μεταφράζει την καβαφική αγωνία του χρόνου και ένα αποτυχημένο λίφτινγκ λίγες ημέρες προτού πεθάνει θα τον κάνει να μοιάζει με τις τραγικές μάσκες των αρχαϊκών σχεδίων του.
»Η μορφή του λίγο πριν από τον θάνατό του είναι η τελευταία απόδειξη πως για τη ζωή και για το έργο του ίσχυε πάντα η φράση ενός ποιήματός του: “Είμαι ένα ψέμα που λέει πάντα την αλήθεια”».