Μπορεί η αυτοβελτίωση να προβάλει πια ως το αδιαφιλονίκητο ιερό δισκοπότηρο της εποχής μας, οι κάθε λογής γκουρού να αυξάνονται με εκθετικό ρυθμό, μοιράζοντας με το καντάρι οδηγίες ψυχικής ευρωστίας και βιωματική τεχνογνωσία μέσω TikTok και ο αγώνας για έναν καλύτερο εαυτό να έχει βρει δεσπόζουσα θέση στο σωρό των δεκάδων άλλων μικρότερων ή μεγαλύτερων «προβλημάτων του πρώτου κόσμου» που έχουμε να κουλαντρίσουμε καθημερινά, όμως οφείλει κανείς να αναγνωρίσει στο λαό μας πως υπήρξε πρωτοπόρος στη μάχη με εσώψυχά του. Όχι επειδή οι αρχαίοι ημών πρόγονοι εφηύραν την ψυχανάλυση– δυστυχώς, δεν έχουμε και αυτό το προνόμιο-, αλλά διότι βρήκαμε με σχετική προοικονομία ψυχολόγους, ψυχιάτρους, ψυχοθεραπευτές αλλά και εσχάτως self-help μέντορες να ακουμπήσουμε τα βάσανα, τις νευρώσεις και τα τραύματά μας.
Ο Γιάλομ και το ντιβάνι των…3.000 θεραπευομένων
Στις 31 Μαρτίου του 2009 συνέβη στο κέντρο των Αθηνών κάτι που θα έχρηζε το δίχως άλλο ψυχιατρικής ερμηνείας -εάν βεβαίως υπήρχε ένα ντιβάνι αρκετά ευμέγεθες για να χωρέσει περισσότερους από 3.000 πολίτες. Όσους δηλαδή συγκεντρώθηκαν με ευλάβεια θρησκευτικής κοπής στην εξώθυρα του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών και περίμεναν για ώρες με στωικότητα, προκειμένου να μεταλάβουν το απόσταγμα σοφίας του Αμερικανού ψυχιάτρου και ομότιμου καθηγητή ψυχιατρικής του πανεπιστημίου Στάνφορντ Ίρβιν Γιάλομ.
«Τα βιβλία του παντρεύουν μαεστρικά την ψυχιατρική με τη λογοτεχνία, ανέδειξαν τον Γιάλομ στον πιο γνωστό και λαοπρόβλητο ψυχίατρο εν Ελλάδι».
Ο 93χρονος σήμερα θεραπευτής και συγγραφέας που βρισκόταν τότε ακριβώς στο απόγειό του στη συνείδηση του αθηναϊκού κοινού επισκεπτόταν για δεύτερη φορά την Αθήνα – είχε πάρει το βάπτισμα του πυρός το 2005 ως καλεσμένος ομιλητής σε ημερίδα της Ελληνικής Εταιρίας Ομαδικής Ψυχανάλυσης και Οικογενειακής Θεραπείας που είχε ιδρύσει ο αείμνηστος Ματθαίος Γιωσαφάτ– προσκεκλημένος του πολιτιστικού οργανισμού. Κανείς ωστόσο δεν περίμενε πως η 90λεπτη ομιλία του θα λάμβανε διαστάσεις λαϊκού προσκυνήματος, ξεπερνώντας τον πήχη που είχε θέσει λίγους μήνες νωρίτερα η μετάκληση ενός άλλου για τα καθ’ ημάς τοτεμικού (και για πολλούς εμπνευστικού) τύπου, του συγγραφέα Πάολο Κοέλιο.
Ακόμα και ο ίδιος ο ψυχίατρος ήταν έκθαμβος και σχετικά αμήχανος μπροστά στην υποδοχή αεροδρομίου που του επεφύλαξε τότε το αθηναϊκό κοινό, το οποίο προσπαθούσε ακόμα να μεταβολίσει την πληροφορία που μόλις είχε πάρει από ένα ακόμα best seller του, το βιβλίο «Στον Κήπο του Επίκουρου», αφήνοντας πίσω τον τρόμο του θανάτου». «Από τη μία αισθάνομαι φυσικά ευγνώμων για όσους ήρθαν απόψε εδώ. Ως υπαρξιακός στοχαστής, όμως, δεν μπορώ παρά να δω τη σκοτεινή πλευρά στο μέγεθος του σημερινού ακροατηρίου. Και αναρωτιέμαι: έχοντας πατήσει τα 77 γιατί όλοι αυτοί οι άνθρωποι τρέχουν για να σε ακούσουν;», ήταν τα πρώτα λόγια του επί σκηνής του Μεγάρου. Τέτοιες αποστροφές και αυτοαναφορικές μνείες, με τις οποίες άλλωστε είναι γενναιόδωρα μπολιασμένα τα βιβλία του που παντρεύουν μαεστρικά την ψυχιατρική με τη λογοτεχνία, ανέδειξαν τον Γιάλομ στον πιο γνωστό και λαοπρόβλητο ψυχίατρο εν Ελλάδι. Οι πωλήσεις των βιβλίων του – όλα στα ελληνικά από τις εκδόσεις Άγρα- έχουν ξεπεράσει συνολικά το ένα εκατομμύριο ενώ πιθανότατα δεν υπάρχει ελληνικό σπίτι στο οποίο δε θα βρει κανείς κάποιο αντίτυπο από το «Στο Ντιβάνι», το «Πρόβλημα Σπινόζα», τον «Δήμιο του έρωτα» ή τη ναυαρχίδα του συγγραφικού έργου του «Όταν έκλαψε ο Νίτσε».
Η λαοφιλία του επιβεβαιώνεται και από τους αριθμούς, αφού αναλογικά με τον πληθυσμό της Ελλάδας ο Γιάλομ έχει πουλήσει στη χώρα μας τα περισσότερα αντίτυπα από οπουδήποτε αλλού στον κόσμο. Περίοπτη θέση στην εργογραφία του έχει και το βιβλίο «Ζήτημα θανάτου και ζωής», το οποίο συνέγραψε μαζί με την αείμνηστη πια σύζυγό του Μέριλιν Γιάλομ ενόσω εκείνη νοσούσε από μυέλωμα και βάδιζε προς τη δύση του βίου της.
Σε άλλα νέα ο Ίρβιν Γιάλομ που μίλησε όσο κανείς άλλος ψυχίατρος στην ψυχή των Ελλήνων – ίσως βοήθησαν εκτός από τα βιβλία του και κάποιες δηλώσεις του, όπως ότι λατρεύει λόγου χάρη τον γιαννιώτικο μπακλαβά, – και συνέβαλε αναντίρρητα στη μετατόπιση στο συλλογικό ασυνείδητο της ψυχοθεραπείας από ταμπού σε ανάγκη τον περασμένο Απρίλιο παντρεύτηκε για δεύτερη φορά, επιβεβαιώνοντας με τον πιο ανάγλυφο τρόπο τον τίτλο της βιογραφίας του «Αυτό ήταν η ζωή; Τότε άλλη μια φορά».
Ματέ, ο μεγάλος θεραπευτής
Αν ο Αμερικανός ψυχίατρος βοήθησε το ελληνικό αναγνωστικό κοινό να συμφιλιωθεί με την ιδέα του θανάτου, ο Καναδός, με ουγγρική καταγωγή, Γκαμπόρ Ματέ, που είναι για το 2024 ό,τι ήταν ο Γιάλομ μια δεκαετία νωρίτερα, κάνει ό,τι περνά από τα κείμενα και τις δημόσιες ομιλίες του ώστε οι άνθρωποι να εστιάσουν στο ψυχικό τραύμα. Η θεωρία του όχι μόνο έχει βρει πρόσφορο έδαφος και στην Ελλάδα, αλλά τον έχει αναδείξει σε έναν πραγματικό σταρ της ψυχοθεραπείας. Όλοι θυμόμαστε – δεν πάνε δα και τόσα χρόνια- την εποχή που σε κάθε ελληνικό νοικοκυριό μπορούσε να εντοπίσει κανείς τουλάχιστον ένα σεμεδάκι. Κατ’ αναλογίαν σήμερα δεν υπάρχει coffee-table που δεν κοσμείται από κάποιο από τα βιβλία του 80χρονου θεραπευτή – με πιο δημοφιλές όλων το «Όταν το σώμα λέει όχι» (στα ελληνικά από τις εκδόσεις Key Books). Ενδεικτική της απήχησής του ήταν και η ζήτηση για τα εισιτήρια της ομιλίας που πραγματοποίησε τον περασμένο Ιούνιο στην Αθήνα. Κι αυτό παρότι οι τιμές τους κυμαίνονταν από 500 έως 1.100 ευρώ. Ναι, κάποιοι είναι διατεθειμένοι να δώσουν και το νεφρό τους για τη γιατρειά της ψυχούλας τους.
«Μετά την πτώση του ναζιστικού καθεστώτος η οικογένεια κατάφερε να επανενωθεί και το 1956 μετανάστευσε στο Βανκούβερ».
Για τον Ματέ το τραύμα δεν έχει να κάνει με το γεγονός που σημαδεύει ή σφραγίζει κάθε άνθρωπο αλλά με τον τρόπο που αυτό εντυπώνεται μέσα του. Για παράδειγμα μπορεί ο ίδιος να έχει κατανοήσει προτάσσοντας τη λογική του το λόγο που η μητέρα του τον εμπιστεύτηκε σε ηλικία μόλις 11 ετών σε μια άγνωστη γυναίκα προκειμένου να εξασφαλίσει την επιβίωσή του, αλλά ακόμα δεν έχει καταφέρει να ξεπεράσει το αίσθημα του ανεπιθύμητου που τον κατατρύχει από τα γεννοφάσκια του. Γεννημένος τον Ιανουάριο του 1944 στο εβραϊκό γκέτο της Βουδαπέστης ο Ματέ προέρχεται από μια οικογένεια που έζησε στο πετσί της τον ζόφο του Ολοκαυτώματος. Οι παππούδες του εκτοπίστηκαν σε στρατόπεδο συγκέντρωσης και δολοφονήθηκαν από τους Ναζί ενώ οι γονείς πέρασαν αρκετά χρόνια σε καταναγκαστική εργασία. Τελικά, μετά την πτώση του ναζιστικού καθεστώτος η οικογένεια κατάφερε να επανενωθεί και το 1956 μετανάστευσε στο Βανκούβερ.
Ο Ματέ εργάστηκε για χρόνια ως γενικός γιατρός, ασχολήθηκε με τη θεραπεία εξαρτημένων ατόμων, όμως τη λάμψη και την οικουμενική ακτινοβολία του την οφείλει στη θεωρία του την οποία ανέπτυξε – μέσω έρευνας, μελέτης και επιστημονικών δεδομένων- περί σωματοποίησης του ψυχικού τραύματος. Το ακόμα πιο ενδιαφέρον είναι ότι ο «Μεσσίας του τραύματος», όπως συχνά τον αποκαλούν, δεν υπόσχεται μαγικές φόρμουλες και πανάκεια. Ίσα ίσα που υποστηρίζει πως όλοι μας είμαστε σχεδόν καταδικασμένοι να φέρουμε μια ζωή τα τραύματά μας όπως ο Σίσυφος το βράχο. Το ζήτημα για εκείνον είναι πώς θα μπορέσουμε να ελαφρύνουμε το βάρος του φορτίου. Συνήθως μάλιστα ο ίδιος πετυχαίνει να δίνει το καλό παράδειγμα μέσω του εαυτού του. Υπάρχουν βέβαια και φορές που δεν τα καταφέρνει και τόσο καλά. Όπως τον Μάρτιο του 2023, όταν συνάντησε σε on demand επί πληρωμή βίντεο τον πρίγκιπα Χάρι με σκοπό να συζητήσουν τα τραύματα του αντάρτη του βρετανικού στέμματος, όπως εκείνος τα περιέγραφε στην αυτοβιογραφία του «Spare». Η συζήτησή τους που εξελίχτηκε σε άτυπη συνεδρία μεταξύ του γαλαζοαίματου και του γιατρού του τραύματος προκάλεσε μάλλον αλγεινές εντυπώσεις και έδωσε τροφή στους – όχι ευκαταφρόνητους αριθμητικά- επικριτές του Ματέ
Αξίζω, αξίζω, αξίζω: η απενοχοποίηση της ψυχικής υγείας
Η απήχηση των ειδικών της ψυχικής υγείας που βγήκαν από την comfort zone των συνεδριών τους, εκλαϊκεύοντάς εν πολλοίς την επιστήμη τους μπορεί από κάποιους να κρίνεται ως αμφιλεγόμενη, όμως από την άλλη μαρτυρά το πόσο μας απασχολεί και μας ενδιαφέρει πια η ψυχική υγεία. Τα σημάδια είναι παντού και ορατά δια γυμνού οφθαλμού. Το καλοκαίρι του 2023 για παράδειγμα δεν υπήρχε παραλία η οποία δεν «αλώθηκε» από το βιβλίο «Εμείς και η Ψυχή μας» (εκδ. Παπαδόπουλος), το διάλογο δηλαδή του ψυχιάτρου Σάββα Σαββόπουλου με το δημοσιογράφο Κώστα Γιαννακίδη. Χαρακτηριστική είναι και η περίπτωση της Αγνής Μαριακάκη, της ψυχολόγου και YouTuber με ποίμνιο 162 χιλιάδων followers στο YouTube, η επιδραστικότητα της οποίας γιγαντώθηκε την περίοδο της πανδημίας και της κοινωνικής αποστασιοποίησης, με άλλα λόγια όταν ο κόσμος βρέθηκε σε υποχρεωτική παύση και είχε το χρόνο να κοιτάξει μετά από καιρό (ή και για πρώτη φορά) μέσα του.
«Το ζήτημα είναι πού επιλέγει να επενδύσει κανείς το χρόνο, το χρήμα και τελικά τη θεραπεία του».
Ναι, στη μετα-πανδημική περίοδο συζητάμε περισσότερο, πιο ανοιχτά και σίγουρα πιο απενοχοποιημένα για την ψυχική υγεία – το αντιλαμβάνεται κανείς από τον τρόπο που ακόμα και επιδραστικές προσωπικότητες, διασημότητες, celebrities και άλλες φωτογενείς φυλές και βέβαια κορυφαίοι αθλητές μοιράζονται πια άφιλτρες τις βιωματικές ιστορίες τους. Το ζήτημα είναι πού επιλέγει να επενδύσει κανείς το χρόνο, το χρήμα και τελικά τη θεραπεία του.
Ειδικά σε έναν κόσμο όπου η αυτοβελτίωση, την οποία πολλοί συγχέουν – εσκεμμένα ή μη- με την ψυχοθεραπεία και την ψυχανάλυση έχει γίνει όχι απλώς τάση αλλά παγκόσμια βιομηχανία – αξίας σύμφωνα με τον οικονομικό τύπο 41 δισεκατομμυρίων δολαρίων– και τα κοινωνικά δίκτυα έχουν γεμίσει από κάθε λογής «ειδικούς» που προβάλλουν και εμπορεύονται ψυχικά «μαντζούνια» δια πάσαν νόσον σε αμπαλάζ θετικών αυτό-αποθεωτικών δηλώσεων.