Θα το έχετε καταλάβει, όσοι και όσες από εσάς «επισκέπτεστε» κάπως συχνά τους προβληματισμούς της στήλης, ότι μου ασκούν έντονη έλξη οι επέτειοι των μικροεφευρέσεων. Αυτών των ευρεσιτεχνιών που αφορούν μικρά καθημερινά πράγματα τα οποία ωστόσο μέσα στη μικρή κλίμακά τους αντικατοπτρίζουν ευρύτερες κοινωνικές αλλαγές.
Μία από αυτές είναι και η ηλεκτρική κουβέρτα που λανσαρίστηκε για πρώτη φορά, όπως διαβάζω, σαν σήμερα το 1946 στη Νέα Υόρκη. Συνομήλικη με τη γενιά των μπούμερ και την κοινωνική ευημερία στη μεταπολεμική Δύση, δεν νομίζω ότι τότε αποτέλεσε πραγματική ανάγκη, αλλά απλώς ένα από τα πολλά εκκεντρικά αξεσουάρ με τα οποία ο καπιταλισμός εμπλούτισε τις καταναλωτικές μας επιλογές. Πλάι στα ηλεκτρικά ξυπνητήρια και τα φαντεζί λαμπατέρ θα πρόσφερε μια επιπλέον αίσθηση «ζεστής» οικειότητας στον ή στην κάτοχό της.
Στην Ελλάδα η ηλεκτρική κουβέρτα πήρε τα πάνω της μετά την κρίση. Ήταν η περίοδος που έκλεινε, ανάμεσα σε άλλα, και η διαφημιστική στρόφιγγα για τα κανάλια, οπότε όλο και συχνότερα μπορούσε να πετύχει κανείς τις μακράς διάρκειας διαφημίσεις για τα «έξυπνα»-κάτι: από λάστιχα και σήτες έως σουτιέν, μια σειρά προϊόντων μικρής οικονομικής αξίας πρόσφεραν μια φαντασίωση ανθεκτικότητας σε μια κοινωνία που μόλις συνειδητοποιούσε πόσο εύθραυστη είναι.
Η ηλεκτρική κουβέρτα στις διάφορες εκδοχές της ήταν ένα από αυτά τα προϊόντα, που ανταποκρινόταν ταυτόχρονα και σε ένα άλλο πρακτικό αίτημα: αυτό της θέρμανσης των νοικοκυριών που ήδη άρχιζαν να υπερχρεώνονται και να μην τα βγάζουν πέρα. Πολλοί θα έχετε σώματα καλοριφέρ στα σπίτια σας τα οποία χρησιμεύουν πλέον ως διακοσμητικά ράφια, φιλοξενώντας βιβλία, βάζα, ακόμα και γλάστρες. Και σίγουρα θα είστε κοντά στον κεντρικό καυστήρα μιας πολυκατοικίας που εις μάτην περιμένει κάποιον να τον θέσει σε λειτουργία.
Επιπρόσθετα, η ηλεκτρική κουβέρτα συμβολίζει και τη στροφή στην ατομικότητα. Αν κατά την πρώτη της εμφάνιση αυτή ήταν η ατομικότητα του σίγουρου για τον εαυτό του μεταπολεμικού καταναλωτή, που ακολουθεί τις επιθυμίες του αδιαφορώντας για τον άλλο, στην Ελλάδα της κρίσης είναι η ατομικότητα του «ο σώζων ευαυτόν σωθήτω». Όταν η κοινότητα (ακόμα και ως συνέλευση μιας πολυκατοικίας) δεν μπορεί να προστατεύσει βασικές ανάγκες, ο ένοικος κάθε διαμερίσματος αφήνεται να τα βγάλει πέρα μόνος του.
Με την τιμή του πετρελαίου θέρμανσης να αναμένεται φέτος γύρω στο 1,10 ευρώ το λίτρο, χαμηλότερη σε σχέση με πέρυσι, αλλά όχι και φθηνή για έναν πληθυσμό που υπόκειται στην συνεχή πίεση της ακρίβειας, το πώς θα ζεσταθεί τον χειμώνα παραμένει μια σκληρή πραγματικότητα, που ακόμα και οι 30 βαθμοί Κελσίου των τελών του Σεπτέμβρη δεν μπορεί να την απαλύνει. Κι αν κάποτε το ηλεκτρικό ρεύμα ήταν μια εναλλακτική επιλογή, οι τιμές της κιλοβατώρας, που για τον τρέχοντα μήνα είναι γύρω στα 15 λεπτά του ευρώ, δεν αφήνουν πολλά περιθώρια ελπίδας. Αντί για θερμάστρες και σώματα, ηλεκτρική κουβέρτα λοιπόν και απομόνωση στο κρεβάτι.
Εκτός κι αν προτιμήσει κανείς την παραδοσιακή λύση του παπλώματος, που κατά το λαϊκό άσμα είναι τουλάχιστον «για δυο άτομα». Βέβαια, σε μια κοινωνία ατομικής ευθύνης δεν ακούς να γίνεται συχνά λόγος για το «πάπλωμα», αλλά αυτό είναι μάλλον μια άλλη ιστορία…