Στις 9 Οκτωβίου 1967 ο Ερνέστο «Τσε» Γκεβάρα, μία από τις πιο εμβληματικές φυσιογνωμίες του 20ου αιώνα και επαναστατικό σύμβολο της Λατινικής Αμερικής, εκτελέστηκε εν ψυχρώ από τον νεαρό υπαξιωματικό του βολιβιανού στρατού, Μάριο Τεράν.
Ο Τσε Γκεβάρα γεννήθηκε στο Ροζάριο της Αργεντινής στις 14 Ιουνίου 1928 και όντας ιδιαίτερα πολιτικοποιημένος, όταν γνώρισε τον Φιντέλ Κάστρο και τον αδερφό του Ραούλ, συμμετείχε στην Κουβανική Επανάσταση (1953 – 1959) ενάντια στον κουβανό δικτάτορα Φουλχένθιο Μπατίστα.
Ύστερα από την επικράτηση της επανάστασης και την άνοδο του Φιντέλ Κάστρο στην εξουσία, ο Τσε Γκεβάρα ανέλαβε κρατικά αξιώματα από τα οποία όμως παραιτήθηκε θέλοντας να συνεχίσει τον ένοπλο αγώνα σε άλλες χώρες όπου δρούσαν επαναστατικά κινήματα.
Έτσι συμμετείχε στην ένοπλη επανάσταση ενάντια στη δικτατορία του Ρενέ Μπαριέντος στη Βολιβία, όπου και τελικά έχασε τη ζωή του.
Το αντίο στα παιδιά του
Στις 5 Ιουνίου του 1986, το περιοδικό «ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ» δημοσιεύει μια σπάνια συνέντευξη του πατέρα του Τσε, Ερνέστο Γκεβάρα στον Γιάννη Ε. Διακογιάννη.
«Θα σου διαβάσω κάτι, από την τελευταία επιστολή στα παιδιά του», λέει ο πατέρας του Τσε στον έλληνα δημοσιογράφο, «Ό,τι γράφει εδώ ο Τσε, είναι ο ίδιος ο εαυτός του»
Αν χρειασθεί μια μέρα να διαβάσετε τούτο το γράμμα, θα σημαίνει πως ο πατέρας σας δεν είναι πια ανάμεσά σας.
Ο πατέρας σας ήταν ένας άνθρωπος, που ενεργούσε όπως σκεφτόταν και που έμεινε απόλυτα πιστός στις πεποιθήσεις του.
Προπάντων, θέλω από σας να είστε ικανοί να νιώσετε βαθιά την κάθε αδικία σ’ οποιοδήποτε μέρος του κόσμου.
Αυτό είναι το πιο όμορφο προτέρημα ενός επαναστάτη…»
Ο πατέρας του Τσε διάβασε και μια ακόμα επιστολή, που ο Τσε είχε στείλει στον ίδιο και τη μητέρα του.
«Αγαπημένοι μου γονείς,
Για άλλη μια φορά, νιώθω κάτω από τις φτέρνες μου τα πλευρά του Ροσινάντε και ξαναπαίρνω το δρόμου με την ασπίδα στο χέρι.
Θα ‘ναι 10 χρόνια, περίπου που σας είχα στείλε ένα άλλο γράμμα αποχαιρετισμού.
Αν θυμάμαι καλά, παραπονιόμουν που δεν ήμουν καλύτερος στρατιώτης, καλύτερος γιατρός…
Γιατρός δεν μ’ ενδιαφέρει πια. Σαν στρατιώτης δεν είμαι κακός. Τίποτε δεν άλλαξε βασικά. Εκτός μόνο που ‘μια πιο συνειδητός και ο μαρξισμός μου “βάθυνε” και μεταγγίζεται. Πιστεύω στον ένοπλο αγώνα, σαν την μοναδική λύση για τους λαούς, που αγωνίζονται για την απελευθέρωσή τους.
Είμαι συνεπής με τις πεποιθήσεις μου. Πολλοί θα με πουν τυχοδιώκτη και είμαι, αλλά ενός άλλου τύπου.
Είμαι από εκείνους, που διακινδυνεύουν την ζωή τους για να υπερασπισθούν τις αλήθειες τους.
Μπορεί αυτή τη φορά να ‘ναι η τελευταία. Δεν το αναζητώ. Μα είναι μέσα στον λογικό υπολογισμό των πιθανοτήτων. Αν γίνει αυτό, σας φιλώ για τελευταία φορά.
Σας αγάπησα πολύ. Μόνο που δεν ήξερα να εκδηλώσω την τρυφερότητά μου. Είμαι εξαιρετικά άκαμπτος στις πράξεις μου. Πιστεύω, ότι δεν με είχατε καταλάβει πάντοτε.
Δεν ήταν εύκολο να με καταλάβετε. Μα, σήμερα, το μόνο που σας ζητώ είναι να με πιστέψετε.
Τώρα, μια ευγενική θέληση και μια απόλαυση καλλιτέχνη, θα κρατήσουν αδύναμα πόδια και κουρασμένους πνεύμονες. Θα το κάνω.
Να με θυμάστε από καιρό σε καιρό. Ένα φιλί σε κάθε μου αδέλφι. Σε όλους.
Σας φιλώ
Ο άσωτος και δύστροπος γιος σας
Τσε»