Πόλεμος στη Μέση Ανατολή και αγορές ενέργειας: Η εμπειρία του παρελθόντος και οι εκτιμήσεις για το μέλλον

Με τα σημερινά ενεργειακά δεδομένα αλλά και υπό το πρίσμα της ιστορικής εμπειρίας, είναι απολύτως εύλογο η κλιμάκωση της στρατιωτικής και πολιτικής αντιπαράθεσης του Ισραήλ και του Ιράν να προξενεί μεγάλη ανησυχία στην παγκόσμια κοινότητα και στις ενεργειακές αγορές

Μετά την λήξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, στρατιωτικές και πολιτικές κρίσεις στην Μέση Ανατολή επηρέασαν άμεσα και καταλυτικά τις αγορές ενέργειας και την παγκόσμια οικονομία. Δύο από τα πιο γνωστά παραδείγματα αυτής της διασύνδεσης είναι το κλείσιμο της Διώρυγας του Σουέζ και τα εμπάργκο πετρελαίου.

Η Διώρυγα του Σουέζ έκλεισε μετά την εθνικοποίηση της από τον Νάσερ το 1956 και την (αποτυχημένη) στρατιωτική επέμβαση Άγγλων, Γάλλων και Ισραηλινών (ως αντίδραση σε αυτήν την εθνικοποίηση). Η Διώρυγα ξαναέκλεισε το 1967 λόγω του πολέμου των έξι ημερών μεταξύ Ισραήλ και ενός συνασπισμού Αραβικών κρατών και παρέμεινε κλειστή ως το 1975. H ενεργειακή κρίση του 1973 πυροδοτήθηκε από το λεγόμενο «πρώτο πετρελαϊκό σοκ» («first oil shock») λόγω της απόφασης του Οργανισμού Εξαγωγών Αραβικών Πετρελαιοπαραγωγών Χωρών (Organization of Arab Petroleum Exporting Countries (OAPEC)) τον Οκτώβριο του 1973 να επιβάλλει εμπάργκο πετρελαίου εναντίον των χωρών που στήριξαν το Ισραήλ στον πόλεμο του Yom Kippur, ενός πολέμου που απετέλεσε μια προσπάθεια της Αιγύπτου και της Συρίας να ανακαταλάβουν τα απολεσθέντα κατά τον πόλεμο των έξι ημερών εδάφη.

Στην καρδιά όμως της συμπλοκής των πολιτικο-στρατιωτικών εξελίξεων στην Μέση Ανατολή και του παγκόσμιου ενεργειακού χάρτη βρίσκεται αναπόφευκτα το Ιράν. Το Ιράν είναι ένας παραδοσιακά σημαντικότατος παραγωγός πετρελαίου, παράγοντας περίπου 4 εκατομμύρια βαρέλια ημερησίως, δηλαδή το 4% της παγκόσμιας παραγωγής και καταλαμβάνοντας την 3η θέση παγκοσμίως σε αξιοποιήσιμα κοιτάσματα σύμφωνα με κάποιες εκτιμήσεις). Αξίζει να σημειωθεί ότι η παραγωγή του Ιράν θα μπορούσε να είναι και μεγαλύτερη αν η χώρα δεν βρισκόταν παραδοσιακά στην κορυφή των διεθνών κυρώσεων τις τελευταίες δεκαετίες. (με εξαίρεση την Ρωσία μετά το 2022). Το εύρος και η αυστηρότητα αυτών των κυρώσεων εξαρτώνται από το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν αλλά και τις ευρύτερες σχέσεις του Ιρανικού καθεστώτος με την Δύση (και κυρίως τις ΗΠΑ), αλλά σίγουρα επηρεάζουν αρνητικά την Ιρανική οικονομία και την δυνατότητα εκμετάλλευσης και εξαγωγής των ενεργειακών του πόρων, καθώς οι εξαγωγές πετρελαίου κατευθύνονται στο μεγαλύτερό τους τμήμα προς την Κίνα.

Η μεγάλη ενεργειακή κρίση του 1979, το λεγόμενο και «δεύτερο πετρελαϊκό σοκ» («second oil shock»), προκλήθηκε από την Ισλαμική Ιρανική Επανάσταση – ένα κατακλυσμικό γεγονός που άλλαξε ριζικά την Μέση Ανατολή. Οι ρίζες της Ισλαμικής Επανάστασης θα πρέπει να αναζητηθούν και στην χρόνια δυσαρέσκεια απέναντι στο καθεστώς του Σάχη Παχλαβί. Το καθεστώς του Σάχη, παρότι είχε εκσυγχρονιστικές προθέσεις, σταδιακά γινόταν ολοένα και περισσότερο αυταρχικό και αντιδημοκρατικό, αρχής γενομένης από την ανατροπή του δημοκρατικά εκλεγμένου Πρωθυπουργού Μοσαντέκ το 1953 (και με την συμβολή Αγγλίας και ΗΠΑ). Η ανατροπή του Μοσαντέκ συνδεόταν άμεσα με την απόφαση του να εθνικοποιήσει την Anglo-Iranian Oil Company (που μετονομάσθηκε σε British Petroleum – BP το 1954).

Οι συνέπειες όμως διεθνών συγκρούσεων και κρίσεων στην Μέση Ανατολή στην παγκόσμια οικονομία δεν είναι πάντα μεγάλης διάρκειας. Αμέσως μετά την Ισλαμική Επανάσταση, και εξαιτίας αυτής, ξέσπασε ο πόλεμος μεταξύ του Ιράν του Αγιατολάχ Χομεϊνί και του Ιράκ του Σαντάμ Χουσεΐν (1980-1988) με τρομακτικό κόστος σε ανθρώπινες ζωές. Ειδικότερα από το 1984 ως το 1988 (στο πλαίσιο αυτού που ονομάστηκε «πόλεμος των tankers») και οι δύο πλευρές επιτέθηκαν σε εκατοντάδες εμπορικά και κυρίως πετρελαιοφόρα πλοία στον περσικό Κόλπο. Το αρχικό σοκ από τον πόλεμο των tankers οδήγησε σε μείωση αφενός της κίνησης των εμπορικών πλοίων κατά 25% και σημαντική αύξηση των τιμών του πετρελαίου. Προϊόντος του χρόνου, και χάρη στην ναυτική παρέμβαση των ΗΠΑ το 1987 αλλά και λόγω των γενικότερων διεθνών οικονομικών συνθήκων, o αντίκτυπος στην παγκόσμια οικονομία ήταν τελικά αρκετά περιορισμένος.

Με τα σημερινά ενεργειακά δεδομένα αλλά και υπό το πρίσμα της ιστορικής εμπειρίας, είναι απολύτως εύλογο η κλιμάκωση της στρατιωτικής και πολιτικής αντιπαράθεσης του Ισραήλ και του Ιράν να προξενεί μεγάλη ανησυχία στην παγκόσμια κοινότητα και στις ενεργειακές αγορές. Ενώ από το 1979 οι σχέσεις Ισραήλ και Ιράν ήταν πάντοτε σχέσεις έντασης και σύγκρουσης, η σημαντική ποιοτική διαφορά σήμερα σε σχέση με το παρελθόν είναι ότι Ισραήλ και Ιράν φαίνεται να είναι σε τροχιά κλιμακούμενης, άμεσης σύγκρουσης και όχι μόνο σύγκρουσης δια «αντιπροσώπων» του Ιράν όπως η Χεζμπολάχ στο Λίβανο, η Χαμάς στην Γάζα, και οι αντάρτες Χούθι στην Υεμένη.

Σε αυτό το πλαίσιο είναι εξαιρετικά δύσκολο να επιχειρηθεί οποιαδήποτε ακριβής εκτίμηση για τις επιπτώσεις της σύγκρουσης Ιράν-Ισραήλ στο πεδίο της ενέργειας και της οικονομίας. Είναι όμως βέβαιο ότι η έκταση και η ένταση αυτών των επιπτώσεων θα καθοριστούν από μια σειρά παραγόντων. Το ευρύτερο γεωπολιτικό και οικονομικό πλαίσιο σε μεγάλο βαθμό αλλά και η διαφαινόμενη αλλαγή του πολιτικοστρατιωτικού δόγματος του Ισραήλ, δύνανται να οξύνουν τις επιπτώσεις συγκεκριμένων συγκρούσεων.

Δυστυχώς, ο συνεχιζόμενος πόλεμος στην Ουκρανία αλλά και οι ακόμα αισθητές συνέπειες στην παγκόσμια οικονομία της πανδημίας και της ενεργειακής κρίσης δεν αφήνουν περιθώρια εφησυχασμού. Σε κάθε περίπτωση όλα θα εξαρτηθούν από τις επόμενες στρατιωτικές ενέργειες του Ισραήλ και του Ιράν. Όσο κρισιμότεροι από ενεργειακής και οικονομικής άποψης είναι οι στόχοι που θα επιλεγούν, όσο πιο διευρυμένο το γεωγραφικό εύρος των στρατιωτικών ενεργειών και όσο μεγαλύτερος ο βαθμός της κλιμάκωσης, τόσο χειρότερα θα είναι τα πράγματα για την παγκόσμια οικονομία. Παράλληλα η στάση τρίτων χωρών, ειδικά χωρών της περιοχής αλλά και μεγάλων μη δυτικών δυνάμεων όπως η Ρωσία και η Κίνα, μπορεί να κλιμακώσει ή να αποκλιμακώσει την κατάσταση, ωστόσο, όπως άλλωστε έδειξε και η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία που εξέπληξε τους περισσότερους διεθνείς αναλυτές, κάθε πρόβλεψη είναι παρακινδυνευμένη.

Ο μετασχηματισμός των διεθνών αγορών ενέργειας με τη μείωση της κατανάλωσης πετρελαίου – και λόγω των βραδύτερων ρυθμών ανάπτυξης που παρατηρούνται σε ορισμένα κομβικά σημεία του πλανήτη όπως η Κίνα- αλλά και την αύξηση της παραγωγής (κυρίως από τις Η.Π.Α.), δύνανται να δράσουν ανασχετικά σε φαινόμενα ανεξέλεγκτης αύξησης των τιμών ακόμα και στο σενάριο μιας πλήρους σύγκρουσης μεταξύ Ισραήλ και Ιράν, ωστόσο δεν χωρεί εφησυχασμός.

Η Ιστορία δείχνει ότι δραματικές εξελίξεις στην Μέση Ανατολή επηρεάζουν την παγκόσμια και ευρωπαϊκή οικονομία. Από την δική μας, Ευρωπαϊκή πλευρά, το δύσκολο και αβέβαιο γεωπολιτικό περιβάλλον καθιστά επιτακτική στην ενεργειακή στρατηγική της ΕΕ την ανάγκη διεύρυνσης του ρόλου των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (ΑΠΕ), την ενίσχυση των διασυνδέσεων μέσω καλωδίων και νέων αγωγών, την προώθηση των εναλλακτικών πηγών όπως το υδρογόνο, με οικονομικά ορθολογικό και κοινωνικά δίκαιο τρόπο, αλλά και την ανάγκη ανάληψης γενναίων Ευρωπαϊκών πρωτοβουλιών και σε πολιτικό και σε οικονομικό – ενεργειακό επίπεδο.

Ο Ορέστης Ομράν είναι διεθνής δικηγόρος, ειδικός σε θέματα ενέργειας και οικονομίας

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.