Το φλέγον ζήτημα της ακρίβειας στην καθημερινότητα των νοικοκυριών φέρνει ο Σωκράτης Φάμελλος στη Βουλή με επίκαιρη ερώτηση που κατέθεσε προς τον υπουργό Ανάπτυξης, Τάκη Θεοδωρικάκο.

Όπως επισημαίνει σχετικώς ο υποψήφιος πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ που έχει εστιάσει την καμπάνια του στην αντιπολίτευση, «η συνεχής άνοδος τιμών σε βασικά αγαθά, όπως τα τρόφιμα, η ενέργεια, τα καύσιμα, οι υπηρεσίες υγείας, η στέγη, οδηγεί στην περαιτέρω συρρίκνωση των διαθέσιμων εισοδημάτων των πολιτών και πλήττει ιδιαίτερα τους πιο ευάλωτους και τη μεσαία τάξη.

Σε όρους αγοραστικής δύναμης, η χώρα μας βρίσκεται στην προτελευταία θέση της ΕΕ, σε απόσταση αναπνοής από την τελευταία Βουλγαρία και τελευταία σε όρους αγοραστικής δύναμης ωρομισθίου, ενώ ο κίνδυνος νέου πληθωριστικού κύματος και λόγω της πρόσφατης ενεργειακής κρίσης -όπου δεν υπήρξε επιδότηση του ενεργειακού κόστους των επιχειρήσεων- αλλά και της ανάφλεξης στη Μέση Ανατολή, είναι ορατός.

Όλα αυτά, την ώρα που η κυβέρνηση παραμένει σιωπηλός θεατής της κατάστασης και συνεχίζει να ανέχεται την αισχροκέρδεια και τα υπερκέρδη λίγων εις βάρος των πολλών».

Μετά τα παραπάνω ο Σωκράτης Φάμελλος καλεί τον αρμόδιο υπουργό να δώσει συγκεκριμένες απαντήσεις για τον έλεγχο των τιμών και των περιθωρίων κέρδους των εφοδιαστικών αλυσίδων. Επίσης ζητά παρεμβάσεις για τη μείωση του ΦΠΑ στα βασικά αγαθά, κάτι που αποτελεί πάγια θέση του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ.

Το πλήρες κείμενο της επίκαιρης ερώτησης

Αθήνα, 7 Οκτωβρίου 2024

ΕΠΙΚΑΙΡΗ ΕΡΩΤΗΣΗ

Προς τον Υπουργό Ανάπτυξης

Θέμα: «Οι ανατιμήσεις βασικών αγαθών στην Ελλάδα επιμένουν εις βάρος των καταναλωτών γιατί δεν δίνει λύσεις η κυβέρνηση»
Και τον Σεπτέμβριο ο πληθωρισμός στη χώρα μας εξακολουθεί και κινείται ανοδικά. Παρά την ελαφρά μείωση που σημειώθηκε σε σχέση με τον Αύγουστο (3% έναντι 3,2%), η χώρα μας καταγράφει τον 4ο υψηλότερο πληθωρισμό στην Ευρωζώνη, ενώ σε πολλές χώρες έχει μειωθεί κάτω του 2%. Η μεγαλύτερη αύξηση σημειώνεται στα τρόφιμα, όπου ο δείκτης επιταχύνθηκε σε ρυθμό 2,8% από 2% τον Αύγουστο ενώ και στα βιομηχανικά αγαθά υπήρξε επιτάχυνση σε ρυθμό 1,7% από 1,4% τον προηγούμενο μήνα.

Η αύξηση τιμών επιβεβαιώνεται και από την έρευνα του ΙΕΛΚΑ για τον μήνα Σεπτέμβριο, που έδειξε ανατιμήσεις σε μια σειρά βασικών αγαθών (1,55% φρέσκα κρέατα, 2,25% τρόφιμα παντοπωλείου, 3,38% φρέσκα φρούτα και λαχανικά, 8,61% φρέσκα ψάρια & θαλασσινά). Όσο και να προσπαθεί η κυβέρνηση να αποδώσει τις αυξήσεις σε εξωγενείς παράγοντες, παραμένει γεγονός ότι τα νοικοκυριά βρίσκονται διαρκώς αντιμέτωπα με συνεχείς, σωρευτικές ανατιμήσεις τροφίμων, που επιβαρύνουν ιδιαίτερα τα πιο ευπαθή κοινωνικά στρώματα αλλά πλέον και τη μεσαία τάξη, εάν ληφθούν υπόψη και οι αυξήσεις σε άλλα βασικά αγαθά, όπως ενέργεια και καύσιμα, υγεία, στέγη.

H χώρα μας, σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία της Eurostat κάνει πρωταθλητισμό στη φτώχεια σε επίπεδο Ευρ. Ένωσης, με την Ελλάδα να καταγράφει το 3ο υψηλότερο ποσοστό στην ΕΕ (13,5%), σοβαρής κοινωνικής και υλικής στέρησης του πληθυσμού το 2023, παρά την ανάπτυξη για την οποία υπερηφανεύεται η κυβέρνηση. Τα ίδια συμπεράσματα προκύπτουν και από τη σύγκριση της αγοραστικής δύναμης: η χώρα το 2023 ήταν προτελευταία στην Ευρ. Ένωση, πλέον σε απόσταση αναπνοής από την τελευταία Βουλγαρία, ενώ σε όρους αγοραστικής δύναμης ανά ώρα εργασίας (αγοραστική δύναμη ωρομισθίου), βρίσκεται πλέον στην τελευταία θέση σύμφωνα με το ΚΕΠΕ.

Παράλληλα, οι γεωπολιτικές εξελίξεις αναμένεται να πυροδοτήσουν ένα νέο κύκλο ακρίβειας, ιδιαίτερα στο ενεργειακό κόστος, χωρίς να προβλέπεται κανένα έκτακτο μέτρο από την κυβέρνηση για την περαιτέρω στήριξη εισοδημάτων ή τον έλεγχο της ακρίβειας και τη μείωση τιμών.

Κατόπιν των παραπάνω,

Eρωτάται ο κ. Υπουργός:

  1. Διενεργεί το Υπουργείο ελέγχους τιμών και περιθωρίων κέρδους κατά μήκος της εφοδιαστικής αλυσίδας και αντιμετωπίζει την αισχροκέρδεια και τα υπερκέρδη; Σε ποιες αλυσίδες επικεντρώνεται και ποια τα αποτελέσματα των ελέγχων αυτών;
  2. Σκοπεύει η κυβέρνηση να επανεξετάσει τη μείωση του ΦΠΑ στα βασικά είδη διατροφής όπως έχουν πράξει άλλες χώρες της ΕΕ, ένα μέτρο που προτείνουν καταναλωτές και φορείς των επαγγελματοβιοτεχνών, επαγγελματιών και εμπόρων;