Το δίδυμο του δεύτερου γύρου στις εκλογές του ΠαΣοΚ προέκυψε βασανιστικά για τον δεύτερο υποψήφιο, αλλά ακόμα πιο βασανιστικά είναι τα διλήμματα που έβγαλε η κάλπη. Οι απαντήσεις που θα δώσουν μέσα στις επόμενες έξι μέρες ο Νίκος Ανδρουλάκης και ο Χάρης Δούκας θα καθορίσουν όχι μόνο το αποτέλεσμα των εκλογών στο ΠαΣοΚ αλλά και την επιλογή Προέδρου της Δημοκρατίας και το πως θα διαμορφωθούν οι πολιτικοί συσχετισμοί στο διάστημα μέχρι τις εκλογές.

Στις εκλογές της πρώτης Κυριακής προσήλθε κυρίως το ΠαΣοΚ. Η τάση επανασυσπείρωσης ενός κόμματος που εκλογικά ανεβαίνει σκαλοπάτι σκαλοπάτι δεν είναι μικρό πράγμα, αλλά δεν για πανηγυρισμούς ότι δεν κατάφερε να ξαναφέρει κοντά του ευρύτερα στρώματα που δυνητικά θα μπορούσαν να ξαναγίνουν ψηφοφόροι του.

Ανεξάρτητα από τις επιμέρους ποσοστιαίες διαφορές των υποψηφίων, φαίνεται ότι μεγάλο ρεύμα του ΠαΣοΚ βρίσκεται εκτός από την Κεντροαριστερά και σε ένα σημαντικό κομμάτι του Κέντρου. Σε αυτό συνηγορούν τα ποσοστά του Νίκου Ανδρουλάκη, του Παύλου Γερουλάνου, της Άννας Διαμαντοπούλου, της Νάντιας Γιαννακοπούλου, ενδεχομένως και ένα κομμάτι του ποσοστού του Μιχάλη Κατρίνη. Η πιο αριστερόστροφη υποψηφιότητα, του Χ. Δούκα απέσπασε μόνο 21,41% που σημαίνει ότι η στρατηγική άντλησης ψηφοφόρων από έναν καταφανώς νεκρό στην κοινωνία ΣΥΡΙΖΑ ήταν λανθασμένη και «έκαψε» άκαιρα πολιτικό κεφάλαιο. Επιπλέον, είναι προφανές ότι αν η Διαμαντοπούλου δεν έθετε υποψηφιότητα ο Γερουλάνος θα είχε μπει στον δεύτερο γύρο, μάλλον με άνεση, και θα εξέφραζε δυναμικά το κεντρώο ρεύμα πιέζοντας και τον Ανδρουλάκη να μεταβάλλει τη στρατηγική του. Άρα έχει σημασία το ΠαΣοΚ να υπερασπιστεί την ιστορία του, ειδικά την περίοδο της οικονομικής κρίσης και να μην επιζητεί πιστοποιητικά αριστεροφροσύνης.

Όπως και να εξελιχθούν οι εκλογές το ΠαΣοΚ θα χρειαστεί άμεσα να ξεκαθαρίσει τη φυσιογνωμία του. Η επιλογή της αυτόνομης πορείας το έφερε μέχρι εδώ αλλά πλέον δεν αρκεί. Εφόσον ο κόσμος έχει στρέψει ξανά το ενδιαφέρον του προς αυτό και φαίνεται να το σπρώχνει στη δεύτερη θέση, δηλαδή στη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης και πιθανής κυβέρνησης, θα πρέπει να αποσαφηνίσει τις πολιτικές του με ορίζοντα το μέλλον της χώρας και όχι το δικό του ένδοξο παρελθόν. Η άποψη του περί κυβερνητικών συμμαχιών πρέπει να είναι σαφής, όχι ως υπόδειξη προτιμώμενου πολιτικού χώρου αλλά ως θέση αρχής. Το ζήτημα πλέον στις ευρωπαϊκές κοινωνίες, και η δική μας δεν αποτελεί εξαίρεση, είναι πως ένας ηγέτης θα καταφέρει να συνενώσει τα διασπασμένα κομμάτι της κοινωνίας και όχι πως θα περιχαρακωθεί στα στενά κομματικά του όρια. Οι ψηφοφόροι θέλουν να ακούσουν πρόταση για την επόμενη μέρα όχι τοξικότητα και προσωπικές αντεγκλήσεις.

Αν το ΠαΣοΚ καταφέρει να ξεπεράσει τις αγκυλώσεις του και να κάνει αυτό που του υποδεικνύει ο κόσμος, που είναι πολιτικά και δημοκρατικά αναγκαίο, ο Κυριάκος Μητσοτάκης δεν θα κοιμάται την άνεση που διαρρέουν οι συνεργάτες του τα βράδια. Το κυρίαρχο ΠαΣοΚ στην πρώτη τετραετία του ήταν αυτό που έβαλε μέσα στη ΝΔ. Το επόμενο διάστημα ενδέχεται να δημιουργηθεί ένα ισχυρό ΠΑΣΟΚ που θα το έχει απέναντί του, ο τρόπος που κινήθηκαν προεκλογικά η Διαμαντοπούλου και ο Γερουλάνος και η δέσμευση τους ότι θα μείνουν εντός και την επόμενη ημέρα, δεν είναι αδιάφορες παράμετροι. Αυτοί οι δύο υποψήφιοι εγγυήθηκαν με τον τρόπο τους ότι το ΠαΣοΚ είναι έναν κόμμα ανοιχτό, συνεκτικό και λογικό -βεβαίως και η τόλμη και η ευαισθησία του Ανδρουλάκη να προσφύγει αμέσως σε εκλογές πρέπει να προσμετρηθεί στα θετικά. Αυτό το συνεκτικό και λογικό ΠαΣοΚ δεν θα είναι εύκολος αντίπαλος για τον Μητσοτάκη, ο οποίος με τα πρώτα δείγματα φθοράς στράφηκε προς την καθαρόαιμη δεξιά -η επιλογή Μπελέρη για το ευρωψηφοδέλτιο εξελήφθη ως σημάδι υποχώρησης στο εσωτερικό της ΝΔ, εξού και τα διάφορα «γαλάζια» αντάρτικα- ενώ το ΠαΣοΚ εντός της κυβέρνησης μπαίνει στην σταδιακά στην άκρη.

Είναι ευθύνη του επόμενου προέδρου του ΠαΣοΚ να αξιοποιήσει τους πάντες, όλες τις υπάρχουσες δυνάμεις του κόμματος και όσες μπορεί να προσελκύσει ξανά κοντά του. Το ΠαΣοΚ μετά τις εσωκομματικές εκλογές δεν μπορεί να είναι το ίδιο με αυτό που ήταν πριν από τις εκλογές και πάντως δεν μπορεί να είναι ενός ανδρός αρχή, η τόσο μεγάλη αμφισβήτηση του Ανδρουλάκη δεν θα καλυφθεί από καμία νίκη σε κομματικές κάλπες. Οι αλλαγές χρειάζεται να είναι μεγάλες και ριζικές, γιατί η εμπιστοσύνη των πολιτών είναι ένα νόμισμα εύκολα ανταλλάξιμο.

Στην περίπτωση που ενεργοποιηθεί ξανά το ΠαΣοΚ και αυξήσει τα ποσοστά του, ο Μητσοτάκης θα βρεθεί να πιέζεται ταυτόχρονα και από τη δεξιά εντός και εκτός ΝΔ και από το Κέντρο, το οποίο τον κατέστησε κυρίαρχο το 2019 και το 2023, αλλά στις ευρωεκλογές η συμμαχία αυτή ρηγματώθηκε και δεν φαίνεται προοπτική επιδιόρθωσης. Σε τέτοιες συνθήκες η επιλογή προέδρου Δημοκρατίας από τη Δεξιά θα μοιάζει με πολιτική αυτοκτονία, η πιο ουδέτερη εκδοχή είναι ένας καταξιωμένος δικαστής, όμως αυτό δεν θα προσθέσει κάτι στο κυβερνών κόμμα. Επίσης, σε τέτοιες συνθήκες η πρωθυπουργική δήλωση θα εξάντληση της τετραετίας και η επιδίωξη τρίτης θητείας, θα έχει σχετική αξία. Και εν τέλει δεν είναι ανήκουστο να χάσει ένας Πρωθυπουργός από τον αντίπαλο που υποτιμά, ο Κώστας Σημίτης έχασε από τον Κώστα Καραμανλή, ο Καραμανλής από τον Γιώργο Παπανδρέου, ο Αλέξης Τσίπρας από τον «Κούλη» που δεν τον νίκησε απλά, ο Μητσοτάκης τον οδήγησε στην πολιτική αφάνεια.