Έντγκαρ Άλαν Πόε: Ο λογοτέχνης του μυστηρίου και της έλξης του θανάτου

Η ζωή και το έργο του σπουδαίου λογοτέχνη Έντγκαρ Άλαν Πόε μέσα από προσωπικές τραγωδίες και τον φθόνο των σύγχρονών του

Στις 7 Οκτωβρίου 1849, φεύγει από τη ζωή, σε ηλικία 40 ετών, ο λογοτέχνης και κορυφαίος εκπρόσωπος του αμερικανικού ρομαντισμού, Έντγκαρ Άλαν Πόου, που στην Ελλάδα οι περισσότεροι αναφέρουμε το όνομά του ως Πόε.

Όπως γράφει ο Αναστάσης Βιστωνίτης στο «ΒΗΜΑ» της 24ης Δεκεμβρίου 2010

«Κανένας αμερικανός συγγραφέας δεν συκοφαντήθηκε τόσο μετά τον θάνατό του αλλά και δεν γνώρισε τόση απήχηση παγκοσμίως όση ο Ε.Α. Πόου.

»Η κατάρα του επιμελητή των έργων του Ρούφους Γουίλμοτ Γκρίσγουολντ τον ακολουθεί ακόμη και σήμερα μαζί με τους άθλιους και ψευδείς (όπως αποδείχθηκε) χαρακτηρισμούς του: ότι ο Πόου ήταν ένα χαμένο κορμί, ένας αλκοολικός, διεφθαρμένος και τοξικομανής».

Οι σύγχρονοί του

(…)

»Τον αδίκησαν οι σύγχρονοί του και δεν τον αποκατέστησαν οι μεταγενέστεροι. Από τους εξέχοντες αγγλόφωνους συγγραφείς μόνο ο Σουίμπορν και ο Οσκαρ Γουάιλντ έτρεφαν θαυμασμό για τον Πόου (η μεταφράστρια Μαρία Φακίνου έχει προκρίνει την παλιά γραφή: Πόε αντί Πόου). Οι υπόλοιποι ή υπήρξαν εντελώς απορριπτικοί, όπως λ.χ. ο Μαρκ Τουέιν, ή, αργότερα, επιεικώς επιφυλακτικοί και εν μέρει αρνητικοί, όπως ο Χάξλεϊ, ο Ελιοτ και ο Πάουντ.

»Από την άλλη πλευρά, των μεγάλων θαυμαστών, βρίσκονται εν τούτοις μερικοί από τους μείζονες πεζογράφους και ποιητές της Γαλλίας: ο Βερλέν, ο Ρεμπό, ο Μαλαρμέ, ο Βαλερί, ο Προυστ και πάνω απ΄ όλους ο μαύρος πρίγκιπας της παγκόσμιας ποίησης Σαρλ Μποντλέρ, ο οποίος θεωρούσε τον Πόου τον πιο αντι-αμερικανό συγγραφέα της Αμερικής.

Τα παιδικά του χρόνια

»Ο Πόου ορφάνεψε στα δύο του χρόνια. Οι γονείς του ήταν περιπλανώμενοι ηθοποιοί (κάτι αντίστοιχο με τους δικούς μας μπουλουκτσήδες). Ο πατέρας του εγκατέλειψε τη μητέρα του και εκείνη πέθανε από φυματίωση. Τον υιοθέτησε το ζεύγος Αλαν.

»Ο Πόου μισούσε το νέο του περιβάλλον και ιδίως τον πατριό του. Προσπάθησε να σταδιοδρομήσει στον στρατό αλλά και εκεί δεν τα κατάφερε να προσαρμοστεί. Εζησε μέσα στη φτώχεια και στην αβεβαιότητα εργαζόμενος εξαντλητικά.

Λευκός γάμος

»Παντρεύτηκε την εξαδέλφη του Βιρτζίνια, ένα κοριτσάκι 13 ετών, που πέθανε κι εκείνη από φυματίωση όπως και η μητέρα του. Σύμφωνα με τον Ακρόιντ, επρόκειτο για λευκό γάμο και η μικρή πέθανε το 1847 παρθένα.

Αλκοόλ

»Το χτύπημα για τον συγγραφέα ήταν συντριπτικό. Τα υπόλοιπα δύο χρόνια της ζωής του τα πέρασε από εδώ και από εκεί μονίμως σχεδόν μεθυσμένος. Ο Πόου δεν ήταν ωστόσο συστηματικός πότης. Αλλά, όπως λέει ο Ακρόιντ, όταν άρχιζε να πίνει δεν σταματούσε.

»Η ζωή του υπήρξε το ίδιο γκροτέσκα και σκοτεινή όσο και τα διηγήματά του. Ακόμη και ο θάνατός του δεν γνωρίζουμε ακριβώς από τι προήλθε. Η πιθανότερη αιτία είναι η κατάχρηση οινοπνευματωδών, αν και υπάρχουν εικασίες ότι ο ποιητής πέθανε από λύσσα ή από χολέρα.

Ο Έντγκαρ Άλαν Πόε λίγο πριν τον θάνατό του

Παρακαταθήκη

»Ο Πόου είναι ο συγγραφέας που διαβάζεται όσο κανένας σχεδόν από τους συγχρόνους του. Δικαίως θεωρείται πατέρας του αστυνομικού μυθιστορήματος, αφού αυτός εισήγαγε στην πεζογραφία τον ντετέκτιβ στο διήγημά του Τα εγκλήματα της οδού Μοργκ.

»Η λογοτεχνία επιστημονικής φαντασίας επίσης στα διηγήματά του έχει τις ρίζες της. Στον Πόου επιπλέον θα πρέπει να αναζητήσουμε τις απαρχές της συστηματικής ανάλυσης της ποίησης, όπως διατυπώνονται στο δοκίμιό του Η φιλοσοφία της σύνθεσης.

»Είναι λοιπόν σε πλείστα όσα σύγχρονός μας, όπως προκύπτει από τη βιογραφία του Ακρόιντ, που τονίζει ότι «ήταν ένας από τους πρώτους αληθινά επαγγελματίες συγγραφείς στη λογοτεχνική ιστορία της Αμερικής».

«ΤΟ ΒΗΜΑ», 15.12.1959, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» | «ΤΑ ΝΕΑ»

Ο Βενέζης για τον Πόε

Τον Δεκέμβριο του 1959, ο σπουδαίος λογοτέχνης Ηλίας Βενέζης, συνεργάτης επί μακρόν του «ΒΗΜΑΤΟΣ» γράφει για τον αμερικανό ομότεχνό του:

«Στο άρθρο της περασμένης Τρίτης γράφαμε τις εντυπώσεις μας από μια επίσκεψη στην καλύβα του Πόε, στο Φόρνταμ, τη μακρινή συνοικία της Νέας Υόρκης.

»Θυμηθήκαμε αυτήν την επίσκεψη εξ αφορμής των εκατόν πενήντα χρόνων από τη γέννηση του μεγάλου Αμερικανού ποιητή. Η καλύβα του Πόε είναι τώρα Εθνικό Μνημείο.

»Μια κυρούλα με άσπρα μαλλιά, που είναι επιμελήτρια της καλύβας, άρχισε να μας αφηγήται την πολυτάραχη ζωή του ποιητή συμβουλευόμενη κάτι κιτρινισμένα φύλλα που κρατούσε.

» Ήταν μια εξιστόρηση της Ελισάβετ Έλικοτ Πόε, ενός μέλους της οικογένειας των Πόε, για τον ένδοξο πρόγονο. Έλεγε η κυρούλα, κι’ ολοένα τελειωνόνταν η σύνθεση: η αλήθεια μπερδευόταν μες στην περιοχή της φαντασίας.

(…)

“Ο μικρός Έντγκαρ ήταν ένα παιδί ονειροπόλο και ρεμβαστικό. Στα 1833 ένα βδομαδιάτικο φύλλο, ‘Ο επισκέπτης του Σαββάτου’, έγραψε πως θα δώση βραβείο εκατό δολλάρια στο καλύτερο διήγημα και ποίημα. Ο Πόε πήρε το βραβείο διηγήματος, άρχισε τη λογοτεχνική του σταδιοδρομία. Άρχισε σκληρή δουλειά, ξύπνησε ο φθόνος των συναδέλφων του, οι αντιζηλίες, οι επιθέσεις, οι αθλιότητές τους. Η αδικία που του γινόταν τού πλημμύριζε την καρδιά, βασάνιζε την ευαίσθητη φύση του.

Μελαγχολία και έλξη θανάτου

»“Ολοένα τον κυρίευε η μελαγχολία, ολοένα το μυστήριο και η έλξη του θανάτου γινόταν ακαταμάχητη και δυναστευτική. Ολοένα βυθιζόταν στην αίσθηση πως δεν είμαστε παρά ένα παιχνίδι του πεπρωμένου. Ωστόσο μέσα του χτυπούσε πάντα η καρδιά ενός παιδιού. Και ο κόσμος αυτό δεν το ξεχνά εύκολα. Είναι το πιο ασυγχώρητο σφάλμα.

»“Τότε, στα 1846, ήρθε με τη νέα γυναίκα του, τη Βιργινία, εδώ, στην καλύβα αυτή εδώ του Φόρνταμ. Λίγο νωρίτερα είχε αρχίσει να γράφη το “Κοράκι”, το αθάνατο παράπονο του “Nevermore”. Το υπέγραψε με ψευδώνυμο. Ωστόσο τον έμαθαν. Έγινε ένδοξος.

» “– Ποιος είναι αυτός ο Πόε, ο νέος προφήτης στον κόσμο της ποίησης; ρωτούσαν.

» “Η δόξα, η φήμη έρχονταν καλπάζοντας. Όμως η Βιργινία του πέθαινε στην καλύβα του Φόρνταμ. Κι ο Έντγκαρ Πόε είχε σφαληχτά τ’ αυτιά του σ’ όλες τις φωνές του θριάμβου που έρχονταν απέξω, δεν άκουγε παρά μόνο αυτό: το σφυριχτό του θανάτου καθώς έβγαινε απ’ το λαιμό της αγαπημένης του.

» “Τι αξία είχαν τα εγκώμια των λύκων που χτες μόλις λυσσούσαν γυρεύοντας να τον κατασπαράξουν; Τι αξία είχαν τα χαμόγελα και τα εγκώμια των φίλων του όταν ήταν τόσο κοντόφθαλμοι και δεν μπορούσαν να δουν πως είχε πιο πολύ ανάγκη από βούτυρο, για να βαστάξη στη ζωή τη γυναίκα του, κι όχι από ύμνους;”

»Η γυναίκα συνέχισε σε λίγο:

»“Σαν πέθανε η Βιργινία ο Έντγκαρ άρχισε να πίνη πολύ. Ξαναγύρισε στη Βαλτιμόρη. Τότε έγραψε τους περίφημους στίχους των “Σημάντρων”.

» “Μια νύχτα, λέει η παράδοση, ο Έντγκαρ είχε πάει στη δημόσια βιβλιοθήκη. Γύριζε αργά στο σπίτι του, χιόνιζε. Άκουσε τα κουδούνια μιας καρότσας. Ήταν μια χαρωπή μελωδία. Χύθηκε η μελωδία στην καρδιά του. Έψαξε στην τσέπη του γυρεύοντας μολύβι και χαρτί. Δεν είχε. Τα μαγαζιά είχαν κλείσει. Οι στίχοι έρχονταν ο ένας πίσω απ’ τον άλλον – φράσεις εξαίσιες θα χάνονταν. Ο Πόε χίμησε στο πρώτο σπίτι που ήταν εκεί κοντά, χτύπησε το κουδούνι.

»“Ήταν το σπίτι του δικαστή Ζιλ. Άνοιξε ο ίδιος ο δικαστής. ‘Χαρτί και μελάνη σάς παρακαλώ!’ είπε έξαλλος ο νυχτερινός ξένος. Ο δικαστής, βλέποντας πως είχε να κάμη μ’ έναν κύριο, τον κάλεσε μέσα, τον οδήγησε στη βιβλιοθήκη του κι αποσύρθηκε ευγενικά αφήνοντας μόνο του τον ξένο. Όταν αργότερα μπήκε στη βιβλιοθήκη για να δη τι κάνει ο άγνωστος, αυτός δεν ήταν πια εκεί. Είχε φύγει.

»“Όμως πάνω στο τραπέζι, γραμμένες σ’ ένα χαρτί, ήταν οι πρώτες τρεις στροφές των ‘Σημάντρων’, που αργότερα ο δικαστής τις κορνίζωσε και τις κρέμασε στο γραφείο του”.

»Έμελλε στη Βαλτιμόρη να ’ναι και οι τελευταίες μέρες του μεγάλου ποιητή της Αμερικής. Τον βρήκαν μια νύχτα αναίσθητο απ’ το μεθύσι στα σκαλιά του παλιού Μουσείου της Βαλτιμόρης.

»Ο άνθρωπος που βρήκε το αναίσθητο κορμί το λυπήθηκε, πήγε κοντά να δη ποιος ήταν, όταν με φρίκη αναγνώρισε πως ήταν ο ξάδερφός του ο Έντγκαρ Πόε. Φώναξε ένα αμάξι και τον μεταφέρανε στο Νοσοκομείο του Πανεπιστημίου. Τρεις μέρες οι γιατροί προσπαθούσαν να τον σώσουν. Δεν μπόρεσε να συνέλθη.

»Αυτή ήταν η ζωή και ο θάνατος του Έντγκαρ Πόε που τον θυμήθηκε εφέτος ο κόσμος, εκατόν πενήντα χρόνια από τη γέννησή του».

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.