Μετά τη δημιουργία του κράτους του Ισραήλ το 1948 και το διωγμό των Παλαιστινίων, παλαιστίνιοι πρόσφυγες «πλημμύρισαν» την περιοχή στην απέναντι πλευρά των συνόρων με τον Λίβανο. Έτσι, το νότιο κομμάτι της χώρας σύντομα έγινε βάση για ένοπλες ομάδες, όπως η Οργάνωση για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης (PLO), μετατρέποντάς την σε πεδίο μάχης στην αραβο-ισραηλινή σύγκρουση.
Έτσι οι πρώτες δυο εισβολές του Ισραήλ είχαν στόχο να απωθήσουν τις εξόριστες παλαιστινιακές μαχητικές ομάδες μακριά από τα σύνορά του. Όμως η συνεχής βία οδήγησε στη δημιουργία νέων εχθρών, συμπεριλαμβανομένης της Χεζμπολάχ. Τώρα λοιπόν είναι η υποστηριζόμενη από το Ιράν σιιτική παραστρατιωτική ομάδα, την οποία το Ισραήλ επιδιώκει με αυτή την εισβολή να νικήσει.
Επιχείρηση «Λιτάνι»: Πρώτη ισραηλινή εισβολή το 1978
Το 1978, το Ισραήλ ξεκίνησε την πρώτη του χερσαία εισβολή στο λιβανέζικο έδαφος ως αντίποινα μιας παλαιστινιακή επίθεση σε λεωφορείο στο Ισραήλ που άφησε πίσω της 35 νεκρούς Ισραηλινούς.
Οι συγκεκριμένοι παλαιστίνιοι μαχητές είχαν ως αφετηρία το νότιο Λίβανο, δίνοντας στους ισραηλινούς διοικητές ένα λόγο για να «σπρώξουν» την PLO πέρα από τον ποταμό Λιτάνι, τον μεγαλύτερο ποταμό του Λιβάνου που φτάνει έως και 30 χιλιόμετρα από τα σύνορα των δύο χωρών.
Με αυτόν λοιπόν το στόχο τα ισραηλινά στρατεύματα εισέβαλαν στο νότιο Λίβανο τον Μάρτιο του 1978, σε συνεργασία και με μια λιβανέζικη μαρωνιτική χριστιανική πολιτοφυλακή. Ο IDF υποστηρίζει ότι κατέστρεψε τις υποδομές της PLO και σκότωσε 300 Παλαιστίνιους μαχητές στην επίθεση που διήρκησε μια εβδομάδα. Ωστόσο, ορισμένοι αναλυτές εκτιμούν ότι περισσότεροι από 1.000 άμαχοι σκοτώθηκαν και δεκάδες χιλιάδες εκτοπίστηκαν.
Επιχείρηση «Ειρήνη για τη Γαλιλαία»: Πόλεμος του Λιβάνου το 1982
Το 1982, ένας παλαιστίνιος ένοπλος επιχείρησε να δολοφονήσει τον πρέσβη του Ισραήλ στη Βρετανία και το Ισραήλ απάντησε, ξεκινώντας τη δεύτερη εισβολή του. Ο επίσημος στόχος των Ισραηλινών ήταν και πάλι να απωθήσουν τους παλαιστίνιους μαχητές μακριά από τα σύνορα και να βάλουν ένα τέλος στις επιθέσεις με ρουκέτες που δεχόταν το βόρειο Ισραήλ.
Ο πρωθυπουργός Μεναχέμ Μπέγκιν του δεξιού κόμματος Λικούντ αρνήθηκε τότε ότι το Ισραήλ σχεδίαζε να κρατήσει λιβανέζικο έδαφος, λέγοντας ότι τα ισραηλινά στρατεύματα «θα επιστρέψουν το συντομότερο δυνατό».
Οι Ισραηλινοί διέσχισαν άνετα ένα μεγάλο κομμάτι του νότιου τμήματος του Λιβάνου και μάλιστα έγιναν δεκτοί από ορισμένους Λιβανέζους που είχαν κουραστεί από τις συγκρούσεις των παραστρατιωτικών ομάδων εκεί. Όμως η υπόσχεση του Begin πως θα απέσυρε τα στρατεύματα δεν εκπληρώθηκε.
Οι ισραηλινές δυνάμεις και οι μαρωνίτες χριστιανοί σύμμαχοί τους κατέκτησαν το νότιο Λίβανο, συγκρούστηκαν με τον συριακό στρατό στα βορειοανατολικά και πολιόρκησαν τη δυτική Βηρυτό, όπου είχαν πλέον έδρα οι παλαιστίνιοι μαχητές και οι λιβανέζοι σύμμαχοί τους.
Ο Λιβανο-παλαιστίνιος δημοσιογράφος Σαμίρ Κασίρ περιέγραψε αργότερα εκείνον τον πόλεμο ως έναν τρίμηνο βομβαρδισμό «σχεδόν χωρίς διακοπή – από αέρα, ξηρά και θάλασσα», ο οποίος σκότωσε «χιλιάδες» αμάχους.
Η PLO τελικά εξορίστηκε μετά από μια συμφωνία με τη διαμεσολάβηση των ΗΠΑ. Όμως, ο IDF είχε αποτύχει στην ουσία στο δεύτερο σκέλος του στόχου του, να τερματίσει δηλαδή τις διασυνοριακές πυραυλικές επιθέσεις. Αυτό διότι μέσα από τη σύγκρουση αυτή, αναδύθηκε η Χεζμπολάχ, η οποία άρχισε τις επιθέσεις της εναντίον του Ισραήλ με την υποστήριξη του θεοκρατικού καθεστώτος στο Ιράν που είχε ανέβει στην εξουσία τρία χρόνια πριν.
Αν και το Ισραήλ συμφώνησε να αποσυρθεί από τον νότιο Λίβανο το 1983, οι στρατιώτες του συνέχισαν να καταλαμβάνουν τμήματα εδάφους και να εξαπολύουν επιθέσεις κατά τη διάρκεια των δεκαετιών του 1980 και του 1990, με αποτέλεσμα το διαρκή θάνατο και εκτοπισμό αμάχων.
Στόχος ήταν η μετατροπή αυτών των τμημάτων του Νότιου Λιβάνου σε μια «ζώνη ασφαλείας» με σκοπό, σύμφωνα με τον ισραηλινό στρατό, την προστασία των κατοίκων του βόρειου Ισραήλ.
Πόλεμος Ισραήλ-Χεζμπολάχ το 2006
Το 2000, υπό τον πρωθυπουργό των Εργατικών Εχούντ Μπαράκ, το Ισραήλ αποσύρθηκε μονομερώς τη «ζώνη ασφαλείας και η αποκαλούμενη «μπλε γραμμή» του ΟΗΕ χαράχθηκε μεταξύ του Ισραήλ, του Λιβάνου και των Υψιπέδων του Γκολάν.
Όμως οι διασυνοριακές αψιμαχίες συνεχίστηκαν, με αποκορύφωμα όταν το 2006 η Χεζμπολάχ απήγαγε δύο Ισραηλινούς στρατιώτες σε μια διασυνοριακή επιδρομή και σκότωσε άλλους οκτώ. Σε απάντηση, το Ισραήλ εξαπέλυσε μια τιμωρητική επίθεση από αέρος, σφυροκοπώντας στόχους της Χεζμπολάχ και άλλες υποδομές, προτού στείλει στρατεύματα πίσω στο νότιο Λίβανο.
Μετά από 34 ημέρες πολέμου, και μεγάλες απώλειες και από τις δύο πλευρές, το Ισραήλ υποχώρησε: η Χεζμπολάχ είχε καταφέρει να αντισταθεί στην επίθεση από τον τεχνικά ανώτερο και καλύτερα οπλισμένο ισραηλινό στρατό.
Η δημοτικότητα του τότε πρωθυπουργού του Ισραήλ Εχούντ Ολμέρτ έπεσε στο ιστορικό χαμηλό 3% μετά από μια κυβερνητική έκθεση που επέκρινε «πολύ σοβαρές αποτυχίες» στον πόλεμο. Ο ίδιος είχε παραδεχθεί μερικές ημέρες πριν στη Washington Post πως «ο ισραηλινός στρατός δεν ήταν καλά προετοιμασμένος για μια ολοκληρωτική χερσαία επιχείρηση».
Η σύγκρουση του ενός μήνα έληξε επίσημα με το ψήφισμα 1701 του ΟΗΕ, το οποίο καλούσε τη Χεζμπολάχ και τον στρατό του Ισραήλ να αποσυρθούν από τις περιοχές κοντά στα σύνορα, και να αντικατασταθούν από ειρηνευτικές δυνάμεις του ΟΗΕ και τον επίσημο στρατό του Λιβάνου. Βέβαια, καμία πλευρά δεν εφάρμοσε σωστά τους όρους της, αφήνοντας να διαιωνίζεται μια χαμηλής έντασης αλλά διαρκής σύγκρουση στα σύνορα.
22 χρόνια μετά, ο ισραηλινός στρατός εισέβαλε για τέταρτη φορά στο βόρειο γείτονά του. Παρά τις απρόβλεπτες συνέπειες και τη μη επίτευξη όλων των στόχων που έθετε η εκάστοτε ισραηλινή ηγεσία στις προηγούμενες τρεις εισβολές, ο πρωθυπουργός Μπενιαμίν Νετανιάχου υποσχέθηκε να συνεχίσει να «εξευτελίζει» τη Χεζμπολάχ. Μένει να φανεί πως θα εξελιχθεί αυτή η εισβολή.