Θρηνώντας μαζί με όλους τους Ελληνες τον σπουδαίο μουσικοσυνθέτη Μίμη Πλέσσα που απεβίωσε λίγες ημέρες πριν γιορτάσει τα 100ά του γενέθλια, το «ΒΗΜΑ» αναδημοσιεύει αυτούσια μια εις βάθος συζήτηση για την ζωή, την πορεία και την καριέρα του πριν από την περίοδο της μεγάλης ακμής με την κινηματογραφική μουσική στα χρόνια της δεκαετίας του 1960.
Η συνέντευξη στην οποία ο Πλέσσας είχε αποκαλύψει πολλές άγνωστες στιγμές της ζωής του είχε δημοσιευτεί την περίοδο του Πάσχα του 2013.
Ακολουθεί ολόκληρη η συνέντευξη:
Μια μυστηριώδης μπλε κηλίδα ξεχωρίζει από μακριά πάνω στο φόντο των ανοιχτών χρωμάτων του ρουχισμού του Μίμη Πλέσσα. Είναι μεσημέρι Μεγάλης Τρίτης και ο μουσικοσυνθέτης έχει μόλις ανοίξει την αυλόπορτα του καταπληκτικού σπιτιού του στην Καλλιτεχνούπολη. Eνώ περπατάμε προς το μέρος του με την συνοδεία του ημίαιμου σκύλου του Ελμι, παρατηρώ ότι το μπλε είναι ο επίδεσμος με τον οποίο έχει καλύψει το δεξί χέρι του. Το αποτέλεσμα της καθημερινής ενασχόλησης του Πλέσσα με το πιάνο; Και όμως όχι. Ο τραυματισμός, όπως είπε, έχει προκύψει από τις ασταμάτητες… χειραψίες. Πριν από λίγο καιρό τού ζητήθηκε να μιλήσει για την τεκτονική μουσική και τα συγχαρητήρια ήταν τόσα που «το χέρι μου πιάστηκε από το σφίξιμο». Λίγες μέρες πριν από την συνάντησή μας, είχε μιλήσει για την ελληνική τζαζ στην αίθουσα Λίλιαν Βουδούρη του Μεγάρου Μουσικής. Η αίθουσα ήταν κατάμεστη οπότε το σκηνικό με τις χειραψίες επαναλήφθηκε. Κάποια στιγμή το χέρι του δεν άντεξε άλλο.
Σκέφτομαι ότι τα «βάσανα» του Μίμη Πλέσσα, δυστυχώς, δεν έχουν τελειώσει. Αφορμή για την συνάντησή μας είναι η συναυλία που πρόκειται να δώσει την Δευτέρα 13 Μαίου στην Πάτρα προς τιμήν της χημικού Αντα Γιόναθ η οποία γίνεται επίτιμο μέλος στο Πανεπιστήμιο της πόλης (στο οποίο ο ίδιος ο Πλέσσας είναι επίσης επίτιμο μέλος). Η Γιόναθ κέρδισε το Νομπέλ χημείας πριν από μερικά χρόνια και ο Πλέσσας, όπως ενδεχομένως να μην είναι ευρέως γνωστό, έχει τεράστια σχέση με την χημεία.
Αλλά και με το βραβείο Νομπέλ όπως σύντομα θα ανακαλύψω.
Καθίσαμε στο σαλονάκι του χώρου ανάμεσα στο σημείο όπου γράφει την μουσική του (χρησιμοποιώντας συχνά το ίδιο μικρό πιάνο πάνω στο οποίο έχει δουλέψει τις μουσικές των ταινιών του Φίνου) και την αίθουσα όπου φυλά όλα τα μηχανήματα πάνω στα οποία έχει εργαστεί από τότε που άρχισε να ασχολείται με την μουσική. Στους τοίχους και τα ράφια τα βραβεία. Εκατοντάδες. Κάπου ένα έργο του Τζιώτη, ένας θώρακας μέσα στον οποίο διαβάζεις την φράση «έδωσες κι εσύ την μάχη σου και την κέρδισες».
Απέναντι από το εσωτερικό ασανσέρ το γλυπτό μιας χοντρής γοργόνας του Τάσου Ζωγράφου. Αλλά και χειροτεχνίες του ιδίου του Πλέσσα από τα αποκαΐδια της Καλλιτεχνούπολη, όταν μαζί με την σύζυγό του Λουκίλα κατάφερε στο παρά πέντε να γλιτώσει την περιουσία του χάνοντας όμως ένα μέρος του πολύτιμου αρχείου του. Ο ίδιος τα φιλοτέχνησε πάνω σε χαρτί και σανίδες. «Αρχικά ήταν αδόκιμα» λέει για τους μικρούς πίνακές που αναδύουν αισιοδοξία. «Με δυσκόλεψε λίγο το φόντο αλλά τελικά τα κατάφερα.»
Η γνωριμία με την «ασπρόμαυρη ερωμένη»
Όταν ο Μίμης Πλέσσας ήταν έξι ετών πέθανε η γιαγιά του. «Εκείνη την εποχή, το 1929, το πένθος ήταν πένθος» λέει και προς στιγμήν, η ανάμνηση μια μάσκα μελαγχολίας καλύπτει το κατά τα άλλα διαρκώς ευχάριστο πρόσωπό του. Το θέμα είναι ότι εκείνη την εποχή σε ένα τέτοιο πένθος το πιάνο στο σπίτι δεν έπαιζε, το ραδιόφωνο σφραγιζόταν, οι καθρέφτες είχαν τουρμπάνια και επί έξι μήνες το σπίτι παρέμενε κλειστό. Όταν όμως για κάποιο διάστημα ο μικρός Δημήτρης έπρεπε να μείνει μέσα στο σπίτι λόγω ασθένειας (εντερικά) η περιέργεια νίκησε. Μια μέρα αποφάσισε να ανοίξει μόνος του το πιάνο. Ενιωθε ότι έκανε σκανταλιά. Αρχισε να παίζει με τα πλήκτρα. Δεν του πήρε πολύ για να ανακαλύψει ότι όσο πιο δεξιά πήγαινε, τόσο πιο οξύς γινόταν ο ήχος. Αριστερά γινόταν πιο βαρύς.
«Υστερα από λίγο με την ίδια σκανταλιά είχα καταλάβει πως λειτουργεί το όλο πράγμα.» Στα έξι του ο Μίμης Πλέσσας μπορούσε και έγραφε τις δικές του συνθέσεις. Το πρώτο φλερτ με την «ασπρόμαυρη ερωμένη» όπως ακόμα και σήμερα αποκαλεί το πιάνο είχε γίνει. Αλλά και το φλερτ με την μουσική με μια ευρύτερη έννοια, την οποία ωστόσο, ποτέ δεν σπούδασε.
Ο Μίμης Πλέσσας λέει και ξαναλέει _και στην φωνή του διακρίνεις καμάρι_ ότι είναι μουσικός αυτοδίδακτος και ότι ο γιος του Αντώνης ο οποίος σπούδασε μουσική, ήταν εκείνος που του έδωσε έναν από τους πρώτους μικρούς ηλεκτρονικούς υπολογιστές και μαζί ένα βιβλίο λέγοντάς του: «δρ. Μιμιού τώρα με αυτά θα μάθεις να “καβαλάς” την μουσική.» Ο μπαμπάς δεν τα πήγε άσχημα. Σήμερα ο Μίμης Πλέσσας είναι εξπέρ των ηλεκτρονικών υπολογιστών αλλά και πάλι σε μια αυτοδίδακτη βάση. Όμως την εποχή που επρόκειτο να σπουδάσει μουσική, κάτι συνέβη και τελικά σπούδασε χημεία.
Ο δρόμος της επιστήμης
Για την ακρίβεια, η απόφαση του Μίμη Πλέσσα να γίνει χημικός όταν τελείωσε την Λεόντειο πάρθηκε λίγο αφότου ανακοίνωσε στην μητέρα του ότι ήθελε να γίνει… μουσικός. «Γούρλωσε τα μάτια της και μου είπε “ευχή και κατάρα να μην γίνεις ποτέ μουσικάντης!” Επρεπε να γίνω επιστήμονας». Τι ειρωνεία. Ποιος θα φανταζόταν ότι τελικά ο Μίμης Πλέσσας και επιστήμονας θα γινόταν αλλά και ένας σπουδαίος μουσικός ο οποίος θα βοηθούσε πολλούς μουσικάντηδες να γίνουν πραγματικοί μουσικοί!
Δεν εγκατέλειψε ποτέ το πιάνο. Παράλληλα με τις σπουδές του έπαιζε στα καμπαρέ από τις 9 το βράδυ ως τις 6 το πρωί. Τα χέρια του μάτωναν. «Επρεπε να ζήσω την κατεστραμμένη μου οικογένεια.»
Στην Ζάκυνθο, πολλά χρόνια πριν από την γέννηση του Μίμη Πλέσσα, οι πρόγονοί του άνοιξαν μια επιτυχημένη επιχείρηση πιλοποιείων. Κατασκεύαζαν ψάθινα καπέλα. Ωστόσο όταν αργότερα το ψαθάκι έφυγε από την μόδα και την θέση του πήρε το τσόχινο καπέλο, οι αδελφοί Πλέσσα επένδυσαν τα χρήματά τους για την αγορά ανάλογων μηχανημάτων από την Ιταλία. Ετσι ιδρύθηκε η βιομηχανία Castor στο κέντρο της Αθήνας. Οι δουλειές πήγαιναν θαυμάσια αλλά όταν ήρθε η κατοχή οι Γερμανοί κατάσχεσαν όλα τα μηχανήματα και οι Ιταλοί μετέτρεψαν τις αποθήκες σε στάβλους.
Ήταν δύσκολη περίοδος για την οικογένεια Πλέσσα. Ακόμα χειρότερα το 1943 οι Γερμανοί έκλεισαν το πανεπιστήμιο ως «φωλιά αντίστασης». Κάποιοι από τους φοιτητές, ανάμεσα στους οποίους ο Μίμης Πλέσσας ήθελαν να λάβουν ενεργό μέρος στην αντίσταση. Το έκαναν στα υπόγεια με τους αντιδραστήρες. Εκεί έφτιαχναν μπογιές τις οποίες χρησιμοποίησαν για να γράψουν στα πανό μιας μεγάλης αντιστασιακής πορείας στο πεδίο του Αρεως. «ΕΑΜ με κόκκινο, ΕΠΟΝ με πράσινο και ΕΔΕ με μπλε» λέει ο Πλέσσας. «Ειμασταν όλοι εκεί δεμένοι σαν γροθιά!»
Τα χρόνια στην Αμερική
Το κλείσιμο του Πανεπιστημίου σήμανε την διακοπή των σπουδών του Μίμη Πλέσσα ο οποίος το 1948 (ως φοιτητής «παρελθόντων ετών») τις τελείωσε με λίαν καλώς και άριστα. «Το κυριότερο», λέει σήμερα με έμφαση «ήταν ότι ήξερα πραγματικά πολύ καλή χημεία.» Αυτές οι γνώσεις του ήταν που τελικά, δυο χρόνια αργότερα τον οδήγησαν στην Αμερική για νέες εμπειρίες – μουσικές και μη.
Το 1950 με αναβολή από τον στρατό (και ύστερα από επιμονή ενός αμερικανού που ζούσε στην Ελλάδα), ο Πλέσσας ταξίδεψε στο Ντουλούθ της Μινεσότα για να επιστατήσει ως χημικός στην φόρτωση μηχανημάτων κλωστοϋφαντουργίας για την εταιρία των δικών του. Ολα έπρεπε να γίνουν γρήγορα γιατί με τον πόλεμο της Κορέας η τιμή των μηχανημάτων θα εκτοξευόταν στα ύψη. Στο Ντουλούθ του ζητήθηκε κάποια στιγμή να δώσει μια διάλεξη για τα Βαλκάνια σε Καναδούς. Η διάλεξη θα γινόταν στα γαλλικά, γεγονός που τον βόλευε αφού ως απόφοιτος της Λεοντείου μιλούσε τα γαλλικά σχεδόν τόσο καλά όσο τα ελληνικά (και τότε πολύ καλύτερα από τα αγγλικά). Ενας από τους ανθρώπους που παρακολούθησαν την διάλεξη ήταν ο πρεσβυτεριανός ιερέας δρ. Αρθουρ Γιανγκ ο οποίος το ίδιο κιόλας βράδυ άνοιξε το σπίτι του για να τον φιλοξενήσει. Μεγάλη δουλειά γιατί με τις οικονομίες των χρημάτων του ξενοδοχείου μπορούσε να αγοράσει ένα βιβλίο, ή ένα δίσκο.
Ο ίδιος ιερέας ήταν που ουσιαστικά έδωσε στον Μίμη Πλέσσα το βήμα για να διακριθεί στην μουσική στην απέναντι όχθη του Ατλαντικού. Τον πήγε στο Σεν Πολ της Μινεάπολις για να παίξει πιάνο σε μια γιορτή. Επαιξε το «Some enchanting evening» και το επόμενο πρωινό ο Πλέσσας διάβασε στην εφημερίδα: «Dimitri Plessas wins first price in varsity show – beat me Dimitri be- bop bridges Atlantic.» Έτριβε τα μάτια του. Δεν είναι λίγο πράγμα να διαβάζεις ότι α) έχεις κερδίσει το πρώτο βραβείο και β) με την μουσική σου γεφυρώνεις την Αμερική με την Γηραιά Ήπειρο!
Αποτέλεσμα: είχε κερδίσει τέσσερα χρόνια υποτροφίας για μουσικές σπουδές στην Αμερική, ένα δωρεάν πάσο για όλα τα Θέατρα, ένα στυλό και ένα μολύβι. «Μα είμαι χημικός, όχι μουσικός» είπε ο Πλέσσας την επόμενη κιόλας μέρα στον πρύτανη του Πανεπιστημίου του Ντουλούθ. Ο αυστηρός δρ. Πάσερ έβαλε τα γέλια. «Δημήτρη αν παίζεις χημεία όπως παίζεις πιάνο θα σε πάω στο καλύτερο πανεπιστήμιο που έχουμε στην Αμερική». Το’ πε και το’ κανε. Τον πήγε στο πανεπιστήμιο του Κορνέλ στην Ιθακα της Νέας Υόρκης. Έδωσε εξετάσεις πέρασε με 98,7 % και ενάμιση χρόνο αργότερα πήρε το διδακτορικό του στην βιολογική χημεία.
Πολλά χρόνια αργότερα, το 1967 ο Μίμης Πλέσσας θα έπεφτε από τα σύννεφα ακούγοντας τον νομπελίστα Ζαν Μαρί Λεν να λέει ότι το Νόμπελ του οφείλεται στη μελέτη του Δημήτρη Πλέσσα για τους κερεβροζιτες και την φωσφορυλίωση στην οποία βασίστηκε. «Δούλευα στη μυελίνη χωρίς να το ξέρω…»
Λευκός με αίμα μαύρου
Στο Ντουλούθ ήρθε κάποτε να παίξει το σεξτέτο του διάσημου Χάρι Τζέιμς όπως ήταν το καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του κυπρίου Χαρίδημου Δημητριάδη, ένα τεράστιο όνομα στην ορχηστρική τζαζ. Όταν ο πιανίστας αρρώστησε είπαν στον Τζέιμς ότι «υπάρχει εδώ ένας τρελός Ελληνας που παίζει “τέτοια”». Ο «τρελός» ήταν ο Πλέσσας. Και πράγματι έπαιξε με το σεξτέτο του Χάρι Τζέιμς. Eκεί τον άκουσαν τέσσερις μαύροι πιανίστες που έπαιζαν στην πολιτεία του Γουισκόνσιν. Του ζήτησαν να παίξει μαζί τους σε ένα jazz session. Ο Πλέσσας θυμάται ακόμη το κομμάτι με το οποίο ξεκίνησαν. Ηταν το «Yesterday» του Τζερόμ Κερν.
Μόλις το jazz session τελείωσε ένας από τους μαύρους μουσικούς τον αγκάλιασε. Ηταν ο θρυλικός Κόλμαν Χόκινς ο οποίος του είπε «Ντι έχεις πρόβλημα με το αίμα σου.» Ο Πλέσσας τα’ χασε. Φοβήθηκε ότι τα είχε κάνει μούσκεμα. Όμως ο Τζόνι Ζόρμπας, ο ελληνοαμερικανός σαξοφωνίστας που είχε παίξει μαζί τους του είπε τι ακριβώς εννοούσε ο Χόκινς: ο Πλέσσας είχε παίξει τόσο καλά που κανονικά θα έπρεπε να είναι μαύρος!
Μετά από αυτό το session, ο Πλέσσας είχε την μεγάλη τύχη να γνωρίσει τον Ντίζι Γκιλέσπι και να διευθύνει την ορχήστρα του. Το 1954 τέταρτη τρομπέτα στην ορχήστρα που διηύθυνε ο Πλέσσας ήταν ο Κουίνσι Τζόουνς που ουκ ολίγες φορές έχει χαρακτηρίσει τον Πλέσσα «μεγαλύτερο τζαζίστα των Βαλκανίων».
Ένα αστέρι είχε πια γεννηθεί και αυτό το αστέρι θα έλαμπε ακόμη περισσότερο μετά την επιστροφή του στην Ελλάδα. «Κατά λάθος όμως», λέει ο ίδιος. Από μια σύμπτωση που δεν μπορεί να εξηγήσει, εν τέλει ασχολήθηκε και με την μουσική στον κινηματογράφο. Από το 1939 όταν ήταν ο πρώτος σολίστ στην Ελληνική Ραδιοφωνία, ο Πλέσσας ασχολείται με το ραδιόφωνο. Σε αυτό το διάστημα έτυχε να παίξει όλες τις μουσικές του κόσμου. «Τις θεωρούσα déjà vu_ σαν τις ξέρω» λέει. Λόγω αυτής της δημοτικότητάς του ως πιανίστα κάποια στιγμή του ζητήθηκε να γράψει μια μουσική σε ταινία. Ετσι, το 1959 έκανε την πρώτη ταινία του, «Να πεθερός, να μάλαμα».
Από εκεί αρχίζει η ήδη γνωστή Ιστορία του μουσικοσυνθέτη των μεγάλων επιτυχιών του «πραγματικού ελληνικού κινηματογράφου» όπως ο ίδιος ο Μίμης Πλέσσας αρέσκεται να λέει ακόμα και σήμερα.
Φωτογραφίες Γιώργος Οικονομόπουλος