Η «χειρότερη λύση για το χειρότερο πρόβλημα» θα μπορούσε να είναι τίτλος που δίκαια θα περιέγραφε τις ανακοινώσεις των τελευταίων ημερών για τα μέτρα αντιμετώπισης του προβλήματος της νεανικής βίας.
Και ίσως ούτε καν αυτός ο τίτλος να μπορεί να περιγράψει το μέγεθος του λάθους στην φιλοσοφία, τις πολιτικές, τις ιδεολογικές κατευθύνσεις, τις προτάσεις και –το χειρότερο- τις εξαγγελίες για την αντιμετώπιση ενός κοινωνικού φαινομένου που απειλεί να ανατινάξει στο αέρα και τις κοινωνίες και τον νέο ψηφιακό πολιτισμό μας.
Τι ακούσαμε έτσι στην κορύφωση του προβλήματος; Τιμωρία, καταστολή και απειλές τώρα και για τους γονείς των παραβατικών νέων. Ανθρώπους πιθανότατα δυστυχείς και αγχωμένους, που παλεύουν καθημερινά για να αντιμετωπίσουν τον συνδυασμό της εφηβείας και της έκθεσης των παιδιών τους σε μια κοινωνία στην οποία έχουν υποχωρήσει οι κανόνες, έχει βαθύνει το κοινωνικό χάσμα, έχει επικρατήσει ο φόβος των οικονομικών κρίσεων και της υγειονομικής απομόνωσης και μετατρέπεται τώρα σε ένα ψηφιακό λαβύρινθο, χωρίς τον μίτο της Αριάδνης να έχει καν υφανθεί…
Τα ερωτήματα που θέτουμε για την επίλυση των παραπάνω είναι μάλλον παραπλανητικά. Τα πραγματικά ερωτήματα που πρέπει να θέσουμε στον εαυτό μας και κατ’ επέκταση στην κοινωνία, είναι διαφορετικά. Και μας αφορούν όλους.
Ποιος πήρε τους εφήβους μας και τους έβαλε μέσα σε σχολεία χωρίς υποδομές, σε αδύναμα εκπαιδευτικά οικοδομήματα που έχουν φτάσει να μην μπορούν να καλλιεργήσουν αξιακά συστήματα;
Ποιος τους έμαθε ότι η μόνη κοινωνική επιδίωξη είναι το γρήγορο χρήμα;
Ποιος τους έδωσε οικογένειες που συχνά δεν μπορούν να διαχειριστούν την πίεση και την ένταση της καθημερινότητας;
Ποιος τους ώθησε να κάνουν μάθημα μέσω κινητών τηλεφώνων επί 2 χρόνια και μετά τους πέταξε σε ένα σκληρό εξεταστικό σύστημα χωρίς προετοιμασία;
Ποιος τους ανάγκασε να ενταχθούν σε παρέες νταήδων για να ανταπεξέλθουν σε μια διαστρεβλωμένη κοινωνικοποίηση που δεν ανέχεται τον αδύναμο;
Την τελευταία δεκαετία, οι νέοι των κοινωνιών μας έχουν υποστεί μια άνευ προηγουμένου αναστάτωση, έχουν αποκτήσει φόβους, τραύματα, αγχώδεις διαταραχές, με την κατάθλιψη και τους αυτοτραυματισμούς να αυξάνονται παγκοσμίως θεαματικά.
Πολλοί ανάμεσα τους έχουν γίνει μια άγρια, ασυμβίβαστη γενιά χωρίς εύκολη επαγγελματική πορεία ή οικονομική διέξοδο.
Σ αυτό το φόντο, οι τιμωρητικές πολιτικές δεν μπορούν να σταματήσουν την παραβατικότητα.
Αντίθετα αυξάνουν το αδιέξοδο.
Και τώρα μεταδίδουν το πανικό και στις οικογένειες των πολιτών, επιδεινώνοντας τα προβλήματα, υπονομεύοντας την κοινωνική συνοχή και πιθανά αυξάνοντας τους κινδύνους για την δημόσια ασφάλεια.
Ποια είναι η λύση; Ίσως όχι η πολυφορεμένη λέξη «πρόληψη» γιατί πια λίγα πράγματα μπορούμε να προλάβουμε. Ωστόσο, πολιτικές που μπορούν να βοηθήσουν είναι οι ψυχολόγοι στα σχολεία (όχι ένας για 6 ή 7 σχολεία), οι σύμβουλοι στις οικογένειες (δωρεάν από τους δήμους, όχι έναντι υπέρογκων αμοιβών), η ψυχική υγεία αντί των ποινών και των αποβολών, η υποστήριξη αντί των συλλήψεων (τελικά έχουμε χώρο στις φυλακές της χώρας για να εξαγγέλλουμε τόσες συλλήψεις);
Δεν είναι ο φόβος το συναίσθημα που πρέπει να καλλιεργήσουμε στην κοινωνία μας. Είναι η ασφάλεια και αποδοχή.
Και τελικά ας μην κοροϊδευόμαστε: Χωρίς ένα μεγάλο πρόγραμμα επενδύσεων στην εκπαίδευση, σε ανθρώπους, εγκαταστάσεις και μέσα, και χωρίς μια στοιχειώδη μεταρρύθμιση στο εργασιακό καθεστώς των γονιών που να τους επιτρέπει να βλέπουν και να περνούν χρόνο μαζί με τα παιδιά τους, όλα τα παραπάνω είναι ατελέσφορα.
Η βία στα παιδιά και στους νέους είναι σαν τον πυρετό σε μια κοινωνία. Ένδειξη ότι δεν κάτι δεν πάει καλά. Και τον πυρετό δεν τον πολεμάς πάντοτε με ασπιρίνες.