Η συνέντευξη με την Κατερίνα Τσιώλη ξεκίνησε με μια κάποια αντιστροφή ρόλων. Ήταν εκείνη που πρώτη έθεσε ερωτήματα σε μένα (Από πού έμαθες για τον Σταύρο; / Πότε; / Τον γνώριζες προσωπικά; / Πότε είδες ταινίες του; / Ποιες; κλπ.) και αφού ένιωσε ότι το έδαφος είναι ασφαλές, τότε μόνο ξεκίνησε η διάδρασή μας και μου άνοιξε την πόρτα να εισέλθω στο μαγικό σύμπαν του μπαμπά της, του Σταύρου Τσιώλη. Του σκηνοθέτη και σεναριογράφου του νέου ελληνικού κινηματογράφου που ξεκίνησε από τη Φίνος Φιλμ για να μας χαρίσει στη συνέχεια όλα αυτά τα κινηματογραφικά αριστουργήματα («Σχετικά με το Βασίλη», «Ακατανίκητοι εραστές», «Έρωτας στη Χουρμαδιά», «Παρακαλώ γυναίκες, μην κλαίτε», «Ο χαμένος θησαυρός του Χουρσίτ Πασά», «Ας περιμένουν οι γυναίκες», «Φτάσαμεε!» κ.α.) αλλά, κυρίως, για να μας βοηθήσει να δούμε μέσα από τον δικό του φακό την Ελλάδα και να την αγαπήσουμε για αυτό ακριβώς που είναι. Μήπως και αγαπήσουμε τελικά κι εμάς τους ίδιους για αυτό ακριβώς που είμαστε.
Μιλώντας «Σε πρώτο Ενικό», η μοναχοκόρη του Σταύρου Τσιώλη, που ταυτόχρονα ήταν συγκάτοικός του στο σπίτι και πολύτιμη συνεργάτιδά του στην περιπέτεια του σινεμά, περιγράφει τη ζωή με τον «Σταύρο» – όπως κυρίως αποκαλεί τον μπαμπά της – από το πρώτο πλάνο, στο σπίτι τους σε ένα αδιέξοδο στο Χαλάνδρι, μέχρι το φινάλε, στα τελευταία του λόγια και την τελευταία τους βόλτα στο άγνωστο. Αφορμή για τη συζήτησή μας στάθηκε η επέτειος γενεθλίων του, στις 6 Οκτωβρίου, οπότε η κουβέντα κινήθηκε αρκετές φορές πάνω – κάτω σε όλο το φάσμα της προσωπικής του ιστορίας που ξεκινά από τη μυθική γη της Αρκαδίας που τον γέννησε και στην οποία πάντα επέστρεφε και έφτασε ως την αγάπη της για το τραγούδι και «όσα μένουν στο συρτάρι» από σενάρια και στίχους που έφτιαξαν μαζί και νιώθει πως πρέπει σιγά – σιγά να τα μοιραστεί κάπως με τον κόσμο.
«Ένα όνειρό σου;», της λέω λίγο πριν αφήσουμε το τραπέζι μας στο βιβλιοπωλείο – café -bar «Closer» στα Εξάρχεια όπου καθόμασταν, με θέα την αλουμινένια περίφραξη του εργοταξίου του μετρό. «Δικό μου προσωπικό όνειρο;», με ρωτά, καθώς το μεγαλύτερο μέρος της κουβέντας μας το μονοπώλησε ο σπουδαίος μπαμπάς της. «Να τελειώσω ένα σενάριο για τον κινηματογράφο που γράφω τώρα, γιατί έχει περάσει από σαράντα κύματα για διάφορους λόγους και να κάνω και ένα σιντάκι με τραγούδια που έχουμε ο Σταύρος κι εγώ», μου λέει. Πάντα σε χρόνο ενεστώτα καθώς εκτός από όλα τα άλλα στοιχεία που έχει διατηρήσει ζωντανά από τον μπαμπά της, φαίνεται πως κληρονόμησε και την αγάπη του για το μυστήριο των μεταφυσικών θρύλων που συχνά βλέπαμε να παίρνουν σάρκα και οστά στις ταινίες του.
Κι ύστερα χαιρετηθήκαμε δίνοντας ραντεβού να ακούσουμε τον Αργύρη Μπακιρτζή στο Θέατρο Βράχων, όπου τελικά δεν πήγαμε ποτέ (τουλάχιστον μαζί). «Ας περιμένουν οι Χειμερινοί Κολυμβητές», σκέφτηκα και άρχισα να αναζητώ στο διαδίκτυο το βιβλίο του Σταύρου Τσιώλη «Κεφάλια Πέντε, Ανάσες Τέσσερες /1941-1945 Σκόρπιες μαρτυρίες παιδιού από την Κατοχή» από τη FALIRO HOUSE, για το οποίο μου είπε η ίδια ότι η συγγραφή του τελείωσε δέκα μέρες προτού φύγει ο πατέρας της από τη ζωή και ήταν αφιερωμένο στον Λάκη, τον μικρότερο αδερφό του που είχε φύγει το 1957 μετανάστης στον Καναδά.
Να ένας ωραίος τρόπος, είπα, να περάσω το πρωινό της Κυριακής, που είναι η επέτειος των γενεθλίων του και όλοι θα ασχολούνται με τις εσωκομματικές εκλογές στο ΠΑΣΟΚ. Και αν χρειάζεται να σας πω κάτι ακόμα πριν αρχίσετε να απολαμβάνετε τη δική της αφήγηση είναι πως ενώ σήμερα συστήνεται ως βοηθός σκηνοθέτη και τραγουδοποιός, μικρή ήθελε να γίνει ηθοποιός και τραγουδίστρια. Μαντέψτε ποιος μπορεί να έβαλε το χέρι του για να γίνουν τα πράγματα κάπως αλλιώς…
*Έξι Οκτωβρίου ήταν τα γενέθλια του Σταύρου. Πότε πέφτουν φέτος; Κυριακή; Ε, αν ζούσε, ή θα βρισκόμασταν με φίλους ή θα τρώγαμε σπίτι. Θα μαγείρευε εκείνος γιατί μαγείρευε πάρα πολύ ωραία. Θα έφτιαχνε καμιά μακαρονάδα – του άρεσε η πουτανέσκα – ή κρεατάκι κοκκινιστό με πίγουλη, όπως λένε οι τριπολιτσιώτες το κριθαράκι. Και θα βλέπαμε Formula 1 που ήταν η αγαπημένη του, γιατί υπήρξε και οδηγός αγώνων μικρός και του άρεσαν τα αυτοκίνητα.
*Με τον Σταύρο μέναμε μαζί. Συνεχίζω να μένω σε ένα σπίτι που το νοίκιασαν οι γονείς μου τη δεκαετία του ’70, χώρισαν το ‘81 και ο Σταύρος έμεινε μετά εκεί. Είναι σαν πατρικό μου.
«Έχω πει ότι ο άντρας της ζωής μου ήταν ο μπαμπάς μου. Και είναι άδικο αυτό για τους συντρόφους μου».
*Ο Σταύρος κάθε πρωί είχε ένα «βίτσιο» φοβερό. Διάβαζε το «Περιμένοντας τον Γκοντό». Κάθε μέρα. Πώς ένας άνθρωπος μπορεί να διαβάζει κάθε μέρα το «Περιμένοντας τον Γκοντό» και να μην τρελαθεί;
*Ο Σταύρος ήταν ο ορισμός του πατέρα. Προσπαθούσε να σου δώσει όλα τα εφόδια για να σε δει να ανθίζεις, και σε πρακτικό επίπεδο αλλά και με το να σε εμπνεύσει να ζήσεις ελεύθερα και δημιουργικά. Υπήρξε ένας μπαμπάς υπέροχος. Με ρωτούσαν πολλές φορές, «γιατί είσαι 40- 45 χρονών και μένεις με τον μπαμπά σου;». Και τους έλεγα, «Μα δεν υπάρχει ωραιότερο πράγμα, σηκώνεσαι το πρωί να φτιάξεις καφέ με τον Σταύρο και είναι γιορτή».
*Αυτόν τον ιδιαίτερο τρόπο που είχε να αναφέρεται στους ανθρώπους με βάση την καταγωγή τους (Θεσσαλοί, Μακεδόνες, Πελοποννήσιοι κ.α.) στις ταινίες του, τον πίστευε κιόλας. Σου έλεγε δηλαδή: «Α, έχεις αγόρι; Μπράβο, ωραία. Από πού είναι;». Άμα του έλεγες κάποια συγκεκριμένα μέρη της Ελλάδας, έλεγε, «Δεν θα ξαναβγείς».
*Έχω πει ότι ο άντρας της ζωής μου ήταν ο μπαμπάς μου. Και είναι άδικο αυτό για τους συντρόφους μου.
*Τη μαμά μου την αγαπώ πολύ γιατί η Άννα με γέννησε όταν ήταν 25 χρονών. Και εγώ γεννήθηκα έξι μηνών με βρεφική ημιπληγία. Υπήρχε πρόβλημα με το αριστερό ημισφαίριο του εγκεφάλου και όλη την αριστερή πλευρά. Το πρώτο βήμα ήταν ότι εγώ έπρεπε σε ηλικία 2,5 ετών να πάω στο Λονδίνο, να κάνω την πρώτη επέμβαση στο πόδι. Με συγκινεί πολύ η εικόνα μιας μητέρας – μικρού κοριτσιού που με πήγε σε μια ξένη χώρα, χωρίς να ξέρει τη γλώσσα, χωρίς τον μπαμπά – γιατί έχω την εντύπωση ότι δεν το άντεχε ο μπαμπάς αυτό και είχε και μεγάλη εμπιστοσύνη στη μαμά. Και πήγαμε, τελειώσαμε τη διαδικασία σε δύο μήνες και τελικά τα κατάφερα. Αυτό της το χρωστάω για πάντα.
*Τι διαφορά έχει η μάνα μου με τον πατέρα μου; Ότι είναι φοβερά λογικός άνθρωπος. Είναι τετράγωνη η λογική της. Εγώ είμαι υπέρ του ονείρου, η τετράγωνη λογική με σκοτώνει. Αυτό μας φέρνει σε μια σύγκρουση. Αλλά φυσικά την αγαπώ και την τιμώ.
*Η πρώτη μου παιδική μνήμη, πιθανότατα να είναι κεφτεδάκια με πατάτες τηγανητές, στο μπαλκόνι στο Χαλάνδρι, μαγειρεμένα από τον Σταύρο. Σε ένα πιατάκι που το έχω ακόμα στο σπίτι.
«Δύο θέματα που πάντα γοήτευαν τον Σταύρο ήταν η ανδρική φιλία και η γυναίκα».
*Εγώ κι ο Σταύρος ήμασταν πάντα «δίδυμο». Κάποιοι άνθρωποι προσπάθησαν να το σπάσουν αυτό. Δεν τα κατάφεραν. Και πιθανότατα δεν μας κατάλαβαν και ποτέ. Γι’ αυτό δεν έμειναν και στη ζωή μας.
*Το να είμαι κόρη του Σταύρου στο γύρισμα ήταν δύσκολο. Γιατί πολύς κόσμος θεωρούσε ότι είμαι εκεί γιατί είμαι η κόρη του Σταύρου. Αν είχα ένα αβαντάζ απέναντι στους άλλους συνεργάτες, είναι ότι είχα δει όλη τη διαδικασία: από τη στιγμή που γεννιέται μια ιδέα, τον πόνο του να γραφτεί το σενάριο, την ευτυχία του να γράψεις μια ωραία σκηνή, την απελπισία του να μην σου βγαίνει.
*Στις ταινίες του Σταύρου αρχικά κλήθηκα να είμαι σκριπτ. Και το άλλο με το οποίο ήμουν επιφορτισμένη ήταν τα λόγια των ηθοποιών. Ξεκίνησα με μια εύκολη ταινία τους «Ακατανίκητους Εραστές». Ήμουν τότε 13 ετών και ήμουν τυχερή γιατί γυρίστηκε καλοκαίρι οπότε δεν είχα σχολείο και πήγα. Ήταν η πρώτη δουλειά που αισθάνθηκα τον εαυτό μου «επαγγελματία». Στις προηγούμενες, είχα παίξει κάποιους ρόλους, πήγαινα, έβλεπα γύρισμα, μάθαινα. Γενικά όμως ήμουν σκριπτ και βοηθός.
*Έχω ζήσει το εξής τραγικό με τον πατέρα μου. Είχε ένα κομπιούτερ. Ήταν από τους πρώτους που είχαν κομπιούτερ, αλλά το χρησιμοποιούσε σαν γραφομηχανή. Έγραφε με τα δύο δαχτυλάκια πάρα πολύ γρήγορα. Και ήξερε τα πολύ βασικά στη χρήση του. Δύο φορές λοιπόν ένα σενάριο που έγραφε, του σβήστηκε. Έχασε το αρχείο. Και αναγκάστηκε να γράψει δύο φορές το ίδιο σενάριο.
*Από μικρή, εγώ ήθελα να γίνω τραγουδίστρια, παρ’ όλο που ήμουν στο σινεμά. Την πάτησα και δεν έγινα ηθοποιός, ενώ πιστεύω θα ήμουν καλή, γιατί ο Σταύρος έλεγε: «Εμείς δεν είμαστε κορόιδα να είμαστε μπροστά από την κάμερα. Εμείς καθόμαστε πίσω και ελέγχουμε το παιχνίδι». Και με έψησε. Την πάτησα πολλές φορές έτσι. Με έπειθε ότι πάντα είχε δίκιο. Καμιά φορά αυτό με εκνευρίζει, τώρα που το σκέφτομαι, γιατί έχω κάνει λάθη ακούγοντάς τον.
*Τα αφιερώματα που γίνονται σήμερα για εκείνον, όπως το πρόσφατο στην Ταινιοθήκη, ενώ μου αρέσουν γιατί είναι σαν γιορτή πια και υπάρχει πλέον αυτή η αποδοχή του Σταύρου από ένα ευρύτερο κοινό, πάντα έχω την αίσθηση ότι θα έπρεπε να είναι και ο Σταύρος μαζί μας. Πάντα νιώθω μία έλλειψη. Και όταν τελειώνουν, περνάω πάντα μία μικρή φάση πένθους.
«Για το «Ας περιμένουν οι γυναίκες», έχω να το υπερηφανεύομαι ότι το μεγαλύτερο μέρος της επιλογής των τραγουδιών είναι δικό μου».
*Ο Σταύρος είχε φοβερή αγάπη για την Ελλάδα και για την Αρκαδία που είναι ο τόπος που γεννήθηκε. Πίστευε, ας πούμε, ότι το κέντρο της γης είναι η Τρίπολη ή πιθανότατα η ίδια του η αυλή, όπως είπε πρόσφατα και η Δώρα Μασκλαβάνου.
*Δύο θέματα που πάντα γοήτευαν τον Σταύρο ήταν η ανδρική φιλία και η γυναίκα, που είτε απουσίαζε – σε πολλές ταινίες συζητιέται αλλά δεν υπάρχει πουθενά – είτε ήταν παρούσα.
*Η πολιτική επικαιρότητα τον ενδιέφερε πολύ. Ένας άνθρωπος που έχει γεννηθεί το 1937, έχει περάσει Κατοχή, Εμφύλιο γίνεται να μην είναι πολιτικοποιημένος;
*Για τον Χρήστο (Βακαλόπουλο) o πατέρας μου ένιωθε ένα φοβερό δέος κι έναν τεράστιο σεβασμό και για το μυαλό και για την ψυχή του. Είχε έναν ρόλο στην ταινία «Μια τόσο Μακρινή Απουσία» που τον είχε γράψει για τον Χρήστο. Του είχε πάει το σενάριο να το διαβάσει και ο Χρήστος το απέρριψε. Ε, μετά η ταινία έγινε. Έπαιξε ο Μηνάς Χατζησάββας και μάλιστα βραβεύτηκε γι’ αυτόν τον ρόλο. Και στη Θεσσαλονίκη, εκεί στο φουαγιέ που καθόταν ο Σταύρος, ήρθε κάποιος από πίσω και τον αγκάλιασε. Και ήταν ο Χρήστος. Και του λέει «Έκανα μεγάλο λάθος. Είναι σπουδαία η ταινία και είμαι μαζί σου». Και αυτό το «μαζί σου» έμεινε για πάντα, μέχρι το τέλος της ζωής του Χρήστου. Έτσι ξεκίνησαν και δεν χώρισαν ποτέ.
*Ο πατέρας μου έλεγε ότι ο λόγος που δημιουργήθηκε ο καρκίνος του Χρήστου ήταν γιατί πήγε στο Παρίσι και εκεί του ανοίχτηκε μια τρομερή καριέρα καθηγητή πανεπιστημίου αλλά ο Χρήστος δεν μπορούσε να αποχωριστεί την Ελλάδα. Και ο Σταύρος πίστευε ότι αυτή η διπλή πληροφορία «πρέπει να κάνω αυτό αλλά θέλω να κάνω εκείνο» είναι αυτή που τον πίεσε τόσο και τον αρρώστησε. Ο Σταύρος πάντα το έλεγε αυτό σαν συμβουλή: «Δεν θα πέφτεις ποτέ στη διπλή πληροφορία. Έχεις ένα δίλημμα. Θα πάρεις οποιαδήποτε απόφαση. Ή το ένα ή το άλλο. Αλλά θα πάρεις την απόφαση. Αλλιώς μπορεί να τρελαθείς».
*Ο Σταύρος είχε τεράστια αγάπη για την Ελλάδα και σε αυτό επηρέασε πάρα πολύ τον Χρήστο, ο οποίος ήταν αστός και με ευρωπαϊκή σκέψη. Ο Σταύρος όλα αυτά τα αγάπησε και τα γνώρισε μέσω του Χρήστου και ο Χρήστος το ανάποδο. Μέχρι που έφτασε να πει το πολύ όμορφο ο Χρήστος – επηρεασμένος και από τον Σταύρο – ότι, «αν η ζωή μας είναι άθλια και αυτό που υπάρχει στη χώρα μας είναι κάτι άθλιο, ε, αυτό πρέπει να αγαπήσουμε, την αθλιότητα και μέσα εκεί να ανακαλύψουμε την ομορφιά των πραγμάτων».
*Επειδή μέναμε μαζί, ο ένας επηρέαζε τον άλλον. Το πρωί ανοίγαμε τηλεόραση κι ήταν τότε η περίοδος με τα πολλά βιντεοκλίπ. Οπότε, άκουγα κάτι εγώ κι αυτός ρωτούσε, «Α, τι είναι αυτό που ακούς;». Κι ερχόταν και έλεγε: «για φέρε το εδώ να το βάλουμε», και μου διάβαζε μια σκηνή και το ενσωματώναμε. Για το «Ας περιμένουν οι γυναίκες», έχω να το υπερηφανεύομαι ότι το μεγαλύτερο μέρος της επιλογής των τραγουδιών είναι δικό μου.
*Έχουμε πολύ πράγμα στο συρτάρι με τον Σταύρο. Έχουμε σπουδαία τραγούδια με σπουδαίο στίχο και αυτά σκοπεύω να μην τα αφήσω στο συρτάρι.
*Την πρώτη μέρα που μπήκα στο σπίτι, πριν φύγει ο Σταύρος – γιατί πέρασε τον τελευταίο μήνα σε έναν οίκο φροντίδας δίπλα στο σπίτι επειδή χρειαζόταν έξτρα φροντίδα – έπαθα ένα σοκ γιατί συνειδητοποίησα ότι δεν χτυπούσαν τα πλήκτρα του υπολογιστή. Και μία μέρα καθώς δούλευα, συνειδητοποίησα ότι κάθομαι στον υπολογιστή στην ίδια θέση, κοιτάω με τον ίδιο τρόπο τη σελίδα, έχω στο ίδιο σημείο τα γυαλιά και έχω την ίδια αγωνία – χαρά – συγκίνηση που βίωνε και εκείνος. Αν του μοιάζω σε κάτι είναι στο συναίσθημα και στην «τρέλα».
«Αν του μοιάζω σε κάτι είναι στο συναίσθημα και στην «τρέλα»».
*Σκηνοθετικές οδηγίες για το «τέλος» του φυσικά και είχε αφήσει. Δυστυχώς, δεν έχει γίνει τίποτα από όλα αυτά, αλλά ήταν πάρα πολύ ωραία. Oι οδηγίες ήταν απλές: θα πάμε στο Μαίναλο δύο πούλμαν με 50-60 φίλους, θα έρθει φιλαρμονική και ίσως και κάποιο συγκρότημα μουσικό, πιθανότατα οι Μπέκοι, θα παίξουμε την Ντολόρες που τόσο του άρεσε, θα ρίξουμε τη στάχτη και μετά θα πάμε στο Λεβίδι στο μαγαζί «Τσιώλης», στο χωριό Κάψιας, να φάμε συγκεκριμένο μενού. Δεν έγινε τίποτα από όλα αυτά γιατί ήρθε η πανδημία κι όταν δεν γίνονται τα πράγματα άμεσα, παγώνουν, γιατί η συγκίνηση παραμένει σε μένα, οι άλλοι συνεχίζουν τις ζωές τους. Εγώ προσπαθώ να τη συνεχίσω, είμαι στο «θα τα καταφέρω, δεν θα τα καταφέρω».
*Έζησα δύο συγκλονιστικούς αποχαιρετισμούς. Ο ένας που κάναμε μεταξύ μας, η τελευταία μας κουβέντα την οποία την έχω ηχογραφήσει κιόλας, και όποτε θέλω να μου δώσει λίγη δύναμη, την ακούω. Και ο άλλος, αυτό το φοβερό ταξίδι που κάναμε, γιατί ο Σταύρος μάλλον είναι από τους τελευταίους που κάηκε στη Βουλγαρία.
*Ο Σταύρος δεν ήταν της «διάχυσης», πράγμα που εμένα με πείραζε πολύ. Μόνο από εμένα το ανεχόταν. Και πάλι με γκρίνια. Συνήθως έλεγε «θα πάρω το τηλεκοντρόλ να σου το σκάσω στο κεφάλι, μη με φιλάς». Αλλά ήταν άνθρωπος της πράξης. Την αγάπη του την έδειχνε διαρκώς με πράξεις.
«Ο Σταύρος μού είχε πει ότι στον έρωτα πρέπει να δίνω το 5 και να κρατάω το 95, αλλά εγώ κάνω το τελείως ανάποδο».
*Στους ανθρώπους συγχωρούσε τα πάντα ο Σταύρος. Σαν τον μπαμπά μου κι εγώ συγχωρώ. Δεν μπορώ να μην συγχωρώ. Ξέρετε τι δεν συγχωρώ με τίποτα, ειδικά στον άντρα; Θέλω να αντέχει να πει την αλήθεια. Αυτό με πειράζει.
*Ο Σταύρος μού είχε πει ότι στον έρωτα πρέπει να δίνω το 5 και να κρατάω το 95, αλλά εγώ κάνω το τελείως ανάποδο.
*Αυτή η ατάκα, «θα ζήσουμε ζωή που δεν τη φανταζόμαστε», αναφερόταν σε πολύ απλά πράγματα. Υπάρχει ένα βιντεάκι που λέγεται «Μαθήματα Οικονομίας – Σταύρος Τσιώλης» που εκεί εξηγεί πώς ένας άνθρωπος μπορεί να ζήσει μια βδομάδα με πατάτες βραστές, μακαρόνια και φακές και να βγει το Σάββατο να περάσει ένα πολύ ωραίο απόγευμα με τους φίλους του πληρώνοντας αυτός. Είχε μια αρχοντιά στις κινήσεις του ο Σταύρος, τόσο που όλοι τον θεωρούσαν ευκατάστατο. Καμία σχέση με την πραγματικότητα.
*Το «Χιόνι» είναι ένα σενάριο που μου το διηγείται από όταν ήμουν 5 ετών. Ελπίζω κάποια στιγμή να γίνει ταινία. Το αισθάνομαι σαν χρέος απέναντί του.
*Πολλοί λένε, «αυτό που μου έχει κάνει εντύπωση με τον Σταύρο είναι ότι τον γνώρισα και ο μύθος του όχι μόνο δεν καταρρίφθηκε αλλά γιγαντώθηκε δέκα φορές παραπάνω».
«Με συγκινεί βαθύτατα ότι είναι ένας άνθρωπος που η ζωή του δεν πήγε στον βρόντο».
*Στον κινηματογράφο του ο Σταύρος έχει μια Ελλάδα που τόσο μας ταλαιπωρεί, τόσο μας πονάει, τόσο δεν την αντέχουμε, έχουμε εκατό λόγους να τη μισούμε, έχουμε ένα βάρος μέσα στην ψυχή μας, μια θλίψη φοβερή. Αυτή η Ελλάδα που βγαίνει από τον Σταύρο, σου δημιουργεί τέτοια συγκίνηση που σου κόβονται τα γόνατα. Το σινεμά του σε συγκινεί στα κατάβαθα της ψυχής σου και δεν ξέρεις γιατί. Ίσως γιατί έχει τόση αγάπη ο ίδιος.
*Με συγκινεί βαθύτατα ότι είναι ένας άνθρωπος που η ζωή του δεν πήγε στον βρόντο. Επηρέασε ανθρώπους, ομόρφυνε τη ζωή τους, συγκίνησε άλλους.
*Κρατάω πάντα στο μυαλό μου την τελευταία του κουβέντα: «Να ζήσεις μια όμορφη και δημιουργική ζωή».
*Κεντρική φωτογραφία: Δημήτρης Καπάνταης