Του Αρη Ραβανού

Οι βάσεις για την επιστροφή της Νέας Δημοκρατίας στην κυβέρνηση με πρόεδρο πλέον τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη τέθηκαν με τις νίκες στις αυτοδιοικητικές εκλογές του 1986, ειδικά στους τρεις μεγάλους δήμους, Αθηνών, Θεσσαλονίκης και Πειραιώς με τους Μιλτιάδη Έβερτ, Σωτήρη Κούβελα και Ανδρέα Ανδριανόπουλο.

Ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης εκμεταλλεύτηκε τη ραγδαία φθορά του ΠαΣοΚ υπό τον Ανδρέα Παπανδρέου που είχε γυρίσει από το Χέρφιλντ μετά την περιπέτεια της υγείας του. Την ίδια περίοδο κυριαρχούσε η σκανδαλολογία στην πολιτική ζωή του τόπου.

Η ΝΔ κέρδισε στις βουλευτικές εκλογές της 18ης Ιουνίου του 1989 με ποσοστό 44.3% (το ΠαΣοΚ συγκέντρωσε 39.15% και 125 έδρες), εκλέγοντας 145 βουλευτές. Όμως λόγω του ιδιόμορφου εκλογικού νόμου δεν διέθετε αυτοδυναμία στη Βουλή.

Ο Ανδρ. Παπανδρέου εισήχθη επειγόντως στο Γενικό Κρατικό, πέντε ημέρες μετά τις εκλογές, εν μέσω των διερευνητικών εντολών, γεγονός που επιβαρύνει την πολιτική ατμόσφαιρα. Η κυβέρνηση συνεργασίας ΝΔ – Συνασπισμού με Πρωθυπουργό τον Τζανή Τζαννετάκη ήταν γεγονός, προϊόν της συνάντησης που είχε στη Γλυφάδα, ο Κ. Μητσοτάκης με τους Χαρίλαο Φλωράκη και Λεωνίδα Κύρκο.

Στα τέλη του Σεπτεμβρίου 1989 κι ενώ η πολιτική ζωή εξακολουθούσε να κινείται στους ρυθμούς της σκανδαλολογίας, παραπέμφθηκε ο Α. Παπανδρέου, ο Μένιος Κουτσόγιωργας, ο Δημήτρης Τσοβόλας, ο Παναγιώτης Ρουμελιώτης και ο Γιώργος Πέτσος στο Ειδικό Δικαστήριο για το σκάνδαλο Κοσκωτά.

Την παραμονή της συζήτησης και ψηφοφορίας στη Βουλή, η τρομοκρατική οργάνωση «17 Νοέμβρη» δολοφόνησε τον Παύλο Μπακογιάννη, γαμπρό του Κ. Μητσοτάκη και εκπρόσωπο τύπου της Ν.Δ. εκείνη την περίοδο.

Στις εκλογές του Νοεμβρίου 1989, η ΝΔ με 46,2% κέρδισε 148 έδρες, αλλά η αυτοδυναμία απείχε τρεις έδρες, ενώ το ΠαΣοΚ αύξησε τη δύναμή του και συγκέντρωσε 40.7% με 128 έδρες. Μετά από πολλές παρασκηνιακές συζητήσεις και τη διαδικασία των διερευνητικών εντολών, συγκροτήθηκε οικουμενική κυβέρνηση που τη στήριζαν ΝΔ – ΠαΣοΚ και Συνασπισμός με Πρωθυπουργό τον Ξενοφώντα Ζολώτα.

Τελικά ο στόχος να γίνει κυβέρνηση η Νέα Δημοκρατία επετεύχθη μετά τις εκλογές της 8ης Απριλίου του 1990, καθώς κατέλαβε την πρώτη θέση με 46.9% και 150 βουλευτές. Χρειάστηκε όμως η συνδρομή του Θόδωρου Κατσίκη της ΔΗΑΝΑ που συνεργάστηκε με τον Κ. Μητσοτάκη έτσι ώστε η γαλάζια ΚΟ να αποκτήσει το 151ο μέλος της.

Η πτώση Μητσοτάκη

Η πτώση της κυβέρνησης Μητσοτάκη τον Σεπτέμβριο του 1993 οφείλεται κατά πολλούς και στην προσπάθειά του να ιδιωτικοποιήσει τον ΟΤΕ. Η επιχείρηση ιδιωτικοποίησης του 35% του οργανισμού και η εκχώρηση του μάνατζμεντ σε ξένο στρατηγικό επενδυτή από την κυβέρνηση Μητσοτάκη δεν ολοκληρώθηκαν ποτέ.

Οι αντιδράσεις της αντιπολίτευσης, των συνδικαλιστών, ακόμη και των «γαλάζιων», αλλά κυρίως η σφοδρή εσωκομματική κριτική υπουργών και βουλευτών αποτέλεσαν τροχοπέδη. Η πτώση της κυβέρνησης έφερε τις πρόωρες εκλογές κι ακολούθησαν «νομοτελειακά» η ήττα της ΝΔ και η επιστροφή του ΠαΣοΚ και του Ανδρέα Παπανδρέου στην εξουσία.

Η ήττα οδήγησε τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη να εισαγάγει στο πολιτικό λεξιλόγιο τον όρο «διαπλοκή». Μίλησε για «διαπλεκόμενα οικονομικά και εκδοτικά συμφέροντα».

Από τις πρώτες ημέρες της διακυβέρνησης του Κ. Μητσοτάκη βασικός στόχος ήταν η ιδιωτικοποίηση του ΟΤΕ, η οποία αποτέλεσε πεδίο έντονων συγκρούσεων. Το νεοφιλελεύθερο σχέδιο του τότε Πρωθυπουργού βρήκε πολλούς πολέμιους, ακόμη και εντός της ΝΔ.

Ταυτόχρονα, η οικονομική πολιτική της κυβέρνησης προκάλεσε κοινωνική έκρηξη. Το κλίμα ήταν ιδιαίτερα βαρύ για την κυβέρνηση, η οποία από τον Νοέμβριο του 1991 έχασε την εμπιστοσύνη της κοινής γνώμης, όπως κατέγραψαν και οι δημοσκοπήσεις της εποχής.

Ο Σαμαράς, η Πολιτική Άνοιξη και ο ΟΤΕ

Μια μεγάλη κρίση προξένησε η καρατόμηση του Αντ. Σαμαρά από τη θέση του υπουργού Εξωτερικών τον Απρίλιο του 1992 λόγω των θέσεών του και της στάσης του στο ζήτημα της ονομασίας των Σκοπίων.

Είχε προηγηθεί άλλη μια μεγάλη εσωκομματική αναταραχή που άφησε το αποτύπωμά της, με την παραίτηση από την κυβέρνηση τριών κορυφαίων στελεχών: του Αθ. Κανελλόπουλου, του Μιλτ. Έβερτ και του Στ. Δήμα που συγκρότησαν άμεσα και μια άτυπη «τρόικα» της διευρυνόμενης εσωτερικής αντιπολίτευσης.

Οι επόμενοι μήνες ήταν επεισοδιακοί με ένταση και στο εσωτερικό της κυβέρνησης. Την 1η Δεκεμβρίου 1992 στη συνεδρίαση της ΚΟ της ΝΔ οι βουλευτές με τις παρεμβάσεις τους επιβεβαίωσαν τις ρωγμές που υπήρχαν στην ενότητα του κόμματος. Την ίδια ημέρα οι «γαλάζιοι» συνδικαλιστές πέρασαν στην αντεπίθεση, αντιδρώντας στην κυβερνητική πολιτική.

Ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, αρκετά πιεσμένος από τα εσωκομματικά μέτωπα, αναζήτησε διέξοδο. Η λύση που πρόκρινε ήταν να προχωρήσει την επόμενη ημέρα σε σαρωτικό ανασχηματισμό. Η πολυπόθητη ηρεμία που αναζητούσε ο Κ. Μητσοτάκης δεν διήρκεσε παρά λίγα εικοσιτετράωρα.

Τα πρώτα μηνύματα

Ένα ισχυρό «ράπισμα» δέχθηκε η κυβέρνηση στις 7 Δεκεμβρίου 1992. Ο Αθανάσιος Κανελλόπουλος, πρώην αντιπρόεδρος της κυβερνήσεως, πέρασε στην αντεπίθεση επιμένοντας στη διαφωνία του για την κυβερνητική πολιτική στον ΟΤΕ. Λίγους μήνες μετά είδε το φως της δημοσιότητας η υπόθεση των υποκλοπών, δηλαδή οι καταγγελίες για την παρακολούθηση των τηλεφώνων πολιτικών αντιπάλων του Κ. Μητσοτάκη. Οι επόμενοι μήνες ήταν θυελλώδεις.

Το καλοκαίρι του 1993 ήταν το πιο κρίσιμο και ταυτόχρονα δύσκολο για την κυβέρνηση Μητσοτάκη. Οι αντιθέσεις εντός της ΝΔ ήταν μεγάλες. Στις 25 Ιουνίου 1993 ο τότε αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης και πρόεδρος του ΠαΣοΚ, Α. Παπανδρέου, κατήγγειλε την κυβέρνηση Μητσοτάκη για «άγριο ξεπούλημα» της εθνικής περιουσίας μέσα από το οποίο κρύβονταν «άνομα συμφέροντα».

Παρά τις έντονες αντιδράσεις, ο κ. Μητσοτάκης επέμεινε να ζητά ευκαιριακό συμβιβασμό με τον Μ. Εβερτ και τους «αντάρτες» βουλευτές – μερικοί εκ των οποίων συνομιλούσαν με τον πρώην υπουργό Εξωτερικών Αντ. Σαμαρά – με στόχο να περάσει το νομοσχέδιο για τον ΟΤΕ. Ο κ. Σαμαράς υπερασπιζόταν να μείνει ο ΟΤΕ στον εθνικό και όχι στον κρατικό έλεγχο και όπως ανέφερε αργότερα «η πώληση του ΟΤΕ όπως σχεδιάστηκε, ήταν εθνικά επιζήμια».

Τη στιγμή που ο τότε πρωθυπουργός εμφανιζόταν δημόσια έτοιμος για διάλογο με τον Μ. Έβερτ, σκληροί «μητσοτακικοί» έστελναν μηνύματα. Άφηναν να διαρρεύσει ότι αν δεν συμφωνούσε ο Μ. Έβερτ και οι άλλοι διαφωνούντες στο θέμα του ΟΤΕ, ο Κ. Μητσοτάκης δεν θα δίσταζε να προκαλέσει την πτώση της κυβέρνησης.

Η πίεση στη ΝΔ ήταν ιδιαίτερα έντονη, ειδικά μετά την ίδρυση στις 30 Ιουνίου 1993 από τον Αντ. Σαμαρά της Πολιτικής Άνοιξης.

Η διαφωνία του Έβερτ

Τον Αύγουστο του 1993, λίγες εβδομάδες πριν από την πτώση της κυβέρνησης Μητσοτάκη, ξαναχτύπησε ο Μ. Εβερτ. Το κορυφαίο στέλεχος της ΝΔ δήλωσε ότι δεν θα ψήφιζε την αποκρατικοποίηση του ΟΤΕ, αν δεν πληρούνταν οι όροι που εκείνος θεωρούσε απαραίτητους για την προστασία συμφερόντων του οργανισμού.

Ο Μ. Εβερτ έδωσε ένα ηχηρό «ράπισμα» στην κυβέρνηση στις 10 Αυγούστου, όταν στην αρμόδια Κοινοβουλευτική Επιτροπή συντάχθηκε με τους βουλευτές της αντιπολίτευσης και καταψήφισε το νομοσχέδιο για τον ΟΤΕ.

Η κίνηση Έβερτ εξόργισε τον Κ. Μητσοτάκη, ο οποίος την ίδια ημέρα πληροφορήθηκε τη σκληρή επιστολή των βουλευτών της ΝΔ, των Νίκου Κλείτου και Δημήτρη Σταμάτη (οι οποίοι μετέπειτα πολιτεύτηκαν με την Πολιτική Άνοιξη) προς τον τότε πρόεδρο της Βουλής Αθανάσιο Τσαλδάρη. Οι δύο βουλευτές, που αντικαταστάθηκαν από τη σύνθεση του Β’ Θερινού Τμήματος της Βουλής, κατήγγειλαν «πρωτοφανή συμπεριφορά» και «αντισυνταγματικές μεθοδεύσεις».

Ο κ. Εβερτ ήταν αποφασισμένος να μην κάνει πίσω και να καταψηφίσει το νομοσχέδιο στο Θερινό Τμήμα, αν δεν γίνονταν αποδεκτοί οι όροι του, όπως, π.χ., το ΔΣ του ΟΤΕ (που ελέγχονταν τότε από το Κράτος) να είναι υπεύθυνο για την τιμολογιακή πολιτική κ.ά.

Υπό το βάρος των αντιδράσεων κι άλλων στελεχών της ΝΔ, όπως ο Σταύρος Δήμας, ο Σ. Μάνος, επέλεξε τον δρόμο του «προγραμματισμένου συμβιβασμού» όπως χαρακτηρίστηκε τότε για να πείσει τους «αντάρτες» της ΝΔ να ψηφίσουν το νομοσχέδιο για τον ΟΤΕ.

Με το νέο σχέδιο ο «στρατηγικός επενδυτής» θα αποκτούσε κατ’ αρχάς το 25% των μετοχών και στη συνέχεια θα εισέπραττε το 10% του μετοχικού κεφαλαίου με προσφυγή στην κεφαλαιαγορά, το οποίο και θα χρησιμοποιούσε για την ενίσχυση των οικονομικών του οργανισμού.

Η λύση του Στ. Μάνου προήλθε μετά και την κρίσιμη συνεδρίαση του Υπουργικού Συμβουλίου στις 6 Αυγούστου κι ενώ είχε κάνει δεκτούς τους όρους που έθεσαν οι Γιώργος Σουφλιάς (σχετικά με τις προμήθειες) και Βαρβιτσιώτης (για τη διασφάλιση του απορρήτου των στρατιωτικών τηλεφωνικών συνδιαλέξεων).

Η ήττα από το ΠαΣοΚ

Η επιστροφή στην Αθήνα του κ. Μητσοτάκη από τις θερινές διακοπές, λόγω του Δεκαπενταύγουστου, αναζωπύρωσε τα σενάρια περί «πολιτικής αναταραχής». Οι σύμβουλοι του τότε πρωθυπουργού μιλούσαν ανοικτά για σχέδιο άμεσης ανατροπής της κυβέρνησης προκειμένου να εξυπηρετηθούν δήθεν επιδιώξεις και στόχοι των μεγάλων συμφερόντων.

Εκείνη την περίοδο οι επιθέσεις στελεχών της ΝΔ εναντίον του κ. Σαμαρά ήταν καθημερινό φαινόμενο. Μάλιστα ο τότε κυβερνητικός εκπρόσωπος Βασίλης Μαγγίνας, παρ’ ότι δεν κατονόμασε τα περίφημα «συμφέροντα», μίλησε ανοικτά για σχέδιο ανατροπής.

Δυο προσκείμενοι στον Α. Σαμαρά βουλευτές της Ν.Δ. ανεξαρτητοποιήθηκαν. Η κυβέρνηση έμεινε με 150 βουλευτές και ο Κ. Μητσοτάκης ζήτησε πρόωρες εκλογές για τις 10 Οκτωβρίου.

Με την προεκλογική του συνέντευξη στο «Βήμα της Κυριακής» την 26η Σεπτεμβρίου 1993 με τον τίτλο «Εγώ, τα λάθη μου και τα σωστά μου» ο κ. Μητσοτάκης υπερασπίστηκε την πολιτική του στο θέμα του ΟΤΕ. Ήταν, όμως, ήδη αργά. Οι ημέρες της ΝΔ στην εξουσία τελείωναν και έμειναν οι καταγγελίες του για τα περίφημα «συμφέροντα» που οδήγησαν στην πτώση της κυβέρνησής του.

Στις πρόωρες εκλογές της 10ης Οκτωβρίου η Νέα Δημοκρατία έλαβε ποσοστό 39.3%, εκλέγοντας 111 βουλευτές και πέρασε στη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης, ενώ ο Ανδρ. Παπανδρέου επανήλθε στην εξουσία.

Η ήττα δεν άφησε περιθώρια δεύτερης σκέψης στον Κ. Μητσοτάκη, ο οποίος ανέλαβε την ευθύνη της ήττας και δρομολόγησε τις διαδικασίες για την εκλογή νέου αρχηγού στην ηγεσία.

Η άνοδος Έβερτ στην ηγεσία

Στις 3 Νοεμβρίου 1993, ο Μ. Έβερτ εξελέγη νέος πρόεδρος της ΝΔ, λαμβάνοντας 141 ψήφους σε σύνολο 182 εκλεκτόρων. Ο αντίπαλός του Ιωάννης Βαρβιτσιώτης έλαβε μόνο 37 ψήφους, ενώ 4 εκλέκτορες δεν ψήφισαν κανέναν υποψήφιο.

Mετά την εκλογή του επισκέφθηκε τον Κωνσταντίνο Καραμανλή στην Προεδρία της Δημοκρατίας και θέλοντας να τονίσει το καραμανλικό προφίλ του, υπερασπίστηκε σταθερά τον κοινωνικό και ριζοσπαστικό φιλελευθερισμό, που αποτελούσε την ιδεολογική παρακαταθήκη του ιδρυτή της Νέας Δημοκρατίας.

Σταθερός υπέρμαχος του Καραμανλή και της πολιτικής του παρακαταθήκης, ο Έβερτ αποτελούσε μαζί με τους Αθ. Κανελλόπουλο και τον Στ. Δήμα την ισχυρή τριανδρία της Ν.Δ. που ήταν σε τελείως διαφορετική ιδεολογική κατεύθυνση από τον Κ. Μητσοτάκη. Ήταν επίσης πολύ στενός φίλος του Αθανάσιου Τσαλδάρη.

Επί προεδρίας του κυριάρχησε το σύνθημα «Ειρηνική Επανάσταση» και κατηγορήθηκε για «σκληρός δεξιός». Παρά την προσπάθειά του δεν κατάφερε να κερδίσει το 1996 τον Κώστα Σημίτη, που είχε διαδεχθεί τον Παπανδρέου στην ηγεσία του ΠαΣοΚ.

Είχαν προηγηθεί οι ήττες του από το ΠαΣοΚ τόσο στις ευρωεκλογές του 1994 (32.66%) όσο και στις δημοτικές και νομαρχιακές εκλογές του ίδιου χρόνου, όπου η Ν.Δ. απέτυχε να κερδίσει τις εντυπώσεις.

Στο βάθος Καραμανλής

Στο 3ο συνέδριο του κόμματος που έγινε πριν από τις εκλογές στη Χαλκιδική, συζητήθηκε το νέο πλαίσιο κυβερνητικού προγράμματος της ΝΔ, ενώ επιβεβαιώθηκαν οι ιδεολογικές αρχές της ΝΔ. στρατηγική επιδίωξη του ριζοσπαστικού φιλελευθερισμού αναδείχθηκε η «Ειρηνική Επανάσταση με αξιοπιστία».

Η ήττα του 1996 θεωρήθηκε αναμενόμενη, καθώς, σύμφωνα με στενούς του συνεργάτες από εκείνη την περίοδο, από τη μια πλευρά υπήρχε η συγγενής «Πολιτική Άνοιξη» του Αντ. Σαμαρά που διεκδικούσε ζωτικό χώρο από τη Νέα Δημοκρατία και στο εσωκομματικό σκηνικό μαινόταν η διαμάχη Έβερτ – Μητσοτάκη.

Ο Μ. Έβερτ παραιτήθηκε από την ηγεσία και δήλωσε πως δεν θα διεκδικήσει την προεδρία του κόμματος, απόφαση που αργότερα ανακάλεσε θέτοντας εκ νέου υποψηφιότητα.

Στις 4 Οκτωβρίου 1996 επικράτησε στην Κοινοβουλευτική Ομάδα αρχικά του Γ. Σουφλιά με ψήφους 103 έναντι 84, αλλά λόγω της εσωκομματικής κρίσης που έχει ξεσπάσει, υποχρεώθηκε να συγκαλέσει έκτακτο συνέδριο για τον Μάρτιο του 1997.

Στο παρασκήνιο άρχισε και κινείται έντονα ο κ. Βαρβιτσιώτης που επεξεργαζόταν την υποψηφιότητα του Κώστα Καραμανλή – νεαρού τότε βουλευτή – ως «τρίτη λύση» στο δίπολο Έβερτ – Μητσοτάκη. Με την ιδέα του συμφώνησε ένας άλλος από τους «βαρόνους» της Ν.Δ, ο Ιωάννης Κεφαλογιάννης και μαζί οι δυο τους ανέλαβαν να την προωθήσουν στο κόμμα.

Η εποχή Καραμανλή προετοιμαζόταν αργά, αλλά σταθερά…