Του Αρη Ραβανού
Ένας μεγάλος κύκλος που άνοιξε μετά την εκλογική ήττα της Νέας Δημοκρατίας από τον ΣΥΡΙΖΑ το 2015 έκλεισε το βράδυ της 10ης Ιανουαρίου 2016 με την εκλογή στην ηγεσία του κόμματος του Κυριάκου Μητσοτάκη έναντι του Βαγγέλη Μεϊμαράκη. Και αυτό διότι η συντηρητική παράταξη βρισκόταν σε φάση μετάβασης επί 12 μήνες, διάστημα κατά το οποίο έγιναν πάρα πολλά: τρεις εκλογικές ήττες (στις βουλευτικές εκλογές Ιανουαρίου και Σεπτεμβρίου και στο δημοψήφισμα), εσωτερικές εντάσεις, κ.ά.
Σε μια ιδιαίτερα κρίσιμη περίοδο για τη χώρα η αξιωματική αντιπολίτευση βίωσε μια πρωτοφανή εσωστρέφεια, εν μέσω της σκιάς σεναρίων για το πολιτικό φλερτ τμήματος των καραμανλικών και του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και της σταθερής επικοινωνίας του Μεγάρου Μαξίμου με τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας.
Σε αυτή την περίοδο εξελίχθηκε μια εξαντλητική και άκρως κοπιαστική προεκλογική κούρσα, περίπου τεσσάρων μηνών, όπου δεν έλειψαν οι μετωπικές συγκρούσεις. Το θετικό της όλης διαδικασίας ήταν το «πολιτικό φιλί», καθώς λόγω της αυξημένης συμμετοχής στον πρώτο γύρο η παράταξη απέδειξε ότι παραμένει ζωντανός πολιτικός οργανισμός με βαθιές κοινωνικές ρίζες.
Τα κλειδιά της νίκης του Κυρ. Μητσοτάκη
Κλειδί της αναμέτρησης του δεύτερου γύρου ήταν η συμμετοχή των ψηφοφόρων που αποτελούν το εκλογικό σώμα, με πιο κρίσιμες περιοχές την Κεντρική Μακεδονία (σ.σ. εκεί οι ψηφοφόροι του Απόστολου Τζιτζικώστα που μίλησε για ψήφο κατά συνείδηση έκλιναν προς τον Κυρ. Μητσοτάκη) και το Λεκανοπέδιο Αττικής.
Η νίκη Μητσοτάκη ήταν μια υπέρβαση, αφού κάλυψε τη διαφορά των 11,3% μονάδων, έχοντας στο πλευρό του και τον Άδωνι Γεωργιάδη.
Η κινητοποίηση που έγινε για να εκλεγεί θύμισε άλλες εποχές και ενεργοποιήθηκαν θύλακες και των καραμανλικών που στήριξαν με τις «πολιτικές ευλογίες» του Κώστα Καραμανλή τον Βαγγ. Μεϊμαράκη και των μητσοτακικών και των σαμαρικών, αν και ο Αντώνης Σαμαράς δήλωνε ουδετερότητα, που βοήθησαν τον Κυρ. Μητσοτάκη.
Ο Κυρ. Μητσοτάκης ήταν η έκπληξη των εκλογών του πρώτου γύρου, αφού σχεδόν οι περισσότεροι είχαν προεξοφλήσει το τελικό δίδυμο: Μεϊμαράκης – Τζιτζικώστας. Ο λυσσαλέος «πόλεμος» των καραμανλικών κατά του 38χρονου περιφερειάρχη ευνόησε την υποψηφιότητά του, η οποία όμως αναδείχθηκε σημαντικά λόγω του φιάσκο της αναβολής των εκλογών τον Νοέμβριο.
Η παράταση της προεκλογικής περιόδου τον βοήθησε σημαντικά, αφού αναδείχθηκε η υποψηφιότητά του, η οποία ήταν εξ αρχής η πιο πολιτική και έβαλε στον δημόσιο διάλογο σειρά προτάσεων, ακόμη και αντιδημοφιλών, για πολλά ζητήματα.
Κινήθηκε αντισυμβατικά και ένωσε «μητσοτακικούς» με «σαμαρικούς»
Σε ορισμένες στιγμές κινήθηκε αντισυμβατικά, ξάφνιασε πολλούς όταν κάποια στιγμή επέλεξε να μιλήσει για πιο προσωπικά και οικογενειακά θέματα, γεγονός που εκλήφθηκε θετικά και ήταν σημάδι ανωτερότητας. Απογαλακτίστηκε πλήρως από την οικογένεια Μητσοτάκη, αν και είναι τιμή του το επίθετό του, όπως έλεγε, επενδύσοντας σε συγκεκριμένο σύνθημα.
Ο στόχος του ήταν ν’ αναδείξει ότι με άλλον υποψήφιο και ειδικά με τον Βαγγ. Μεϊμαράκη μπορεί να υπάρξει συνεννόηση με τον ΣΥΡΙΖΑ. Το γεγονός ότι η αδελφή του Ντόρα Μπακογιάννη δεν τον στήριξε και τήρησε αποστάσεις τού έδωσε πόντους, αφού ακύρωσε εν πολλοίς το βασικό επιχείρημα περί ενιαίας οικογένειας Μητσοτάκη που βρισκόταν σε σύγκρουση με τους καραμανλικούς.
Το πιο αξιοσημείωτο όμως της παρουσίας του ήταν ότι κατάφερε σε εκείνες τις εσωκομματικές εκλογές, 23 χρόνια μετά την πτώση της κυβέρνησης του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, να φέρει κοντά τους μητσοτακικούς με τους σαμαρικούς, η πλειοψηφία των οποίων τον στηρίζει για να έχει πολιτικό ζωτικό χώρο την επομένη των εκλογών.
Το πλεονέκτημά του, κατά τον ίδιο, ήταν ότι αυτός μπορεί να κάνει πράξη την ανανέωση και να νικήσει τον Αλέξη Τσίπρα, κάτι που τελικά κατάφερε και μάλιστα, όχι μόνο μια φορά το 2019 αλλά συντριπτικά με την στρατηγική του νίκη το 2023.
Στον πυρήνα της στρατηγικής του, αν και στηριζόταν και από πολλούς σκληρούς δεξιούς, ήταν η συσπείρωση γύρω από τη ΝΔ και κεντρώων δυνάμεων με τελικό στόχο την επανατοποθέτησή της στον χώρο της Κεντροδεξιάς και να μετεξελιχθεί σε σύγχρονο φιλοευρωπαϊκό κόμμα. Βέβαια επί προεδρίας του έχει αξιοποιήσει πρόσωπα με πολύ σκληρό δεξιό προφίλ, αν και έχει στα δεξιά της ΝΔ ένα 15-20%, ενώ είχε στήριξη και δεξιόστροφών ή κεντρογενών με δεξιό προφίλ προερχομένων από το ΠαΣοΚ.
«Πολιτεύομαι με την ίδια άνεση στην Κηφισιά και στο Περιστέρι»
Στην περίοδο μεταξύ πρώτου και δεύτερου γύρου πολλές φορές κλήθηκε να «διασκεδάσει» τη σκληρή πολεμική που δέχθηκε από το στρατόπεδο του Βαγγ. Μεϊμαράκη σχετικά με τις οικονομικές απόψεις του και τις κοινωνικές και πολιτικές αναφορές του.
Βρέθηκε εν μέσω του διπόλου «καραμανλικοί έναντι μητσοτακικών και λοιπών» για το οποίο απαντούσε ότι είναι διαμάχη περασμένου αιώνα. Στην πολεμική ότι είναι νεοφιλελεύθερος και θατσερικός, επέμενε ότι ο διαχωρισμός μεταξύ ελίτ και λαϊκών υποκρύπτει στοιχεία λαϊκισμού. «Εκλέγομαι και πολιτεύομαι με την ίδια άνεση στην Κηφισιά, στην Αγία Βαρβάρα και στο Περιστέρι» έλεγε, ενώ είδε και ΜΜΕ που στηρίζουν τον ΣΥΡΙΖΑ να χρησιμοποιούν ίδια επιχειρηματολογία με αυτή στελεχών της ΝΔ που τον αντιμάχονται.
Εξέλαβε θετικά τη δήλωση του κ. Τζιτζικώστα με τον οποίο, όπως τόνιζε τότε ότι τους ενώνει το κοινό αίτημα για ανανέωση της ΝΔ και ευελπιστούσε ότι θα προσέλθει η συντριπτική πλειοψηφία των 46.000 ψηφοφόρων του Αδ. Γεωργιάδη στις κάλπες.
Η ανατροπή των 11 μονάδων
Ο Βαγγ. Μεϊμαράκης ξεκίνησε με ένα προβάδισμα 11 ποσοστιαίων μονάδων, καθώς στον πρώτο γύρο απέσπασε 39,8% έναντι 28,5% του Κυρ. Μητσοτάκη. Ο Απόστολος Τζιτζικώστας απέσπασε 20,4% (82.000 ψηφοφόρους) και ο Αδ. Γεωργιάδης συγκέντρωσε 11,3% (46.000 ψηφοφόροι) και συντάχθηκε από την πρώτη στιγμή με τον σημερινό πρόεδρο και Πρωθυπουργό.
Τελικά στο δεύτερο γύρο ψήφισαν 334.750 μέλη του κόμματος, από τις 404.000 που είχαν ψηφίσει στον πρώτο γύρο και υπήρξε ανατροπή των προγνωστικών, καθώς εξελέγη ο Κυρ. Μητσοτάκης με 52,43% (173.297 ψήφους) ενώ ο Βαγγ. Μεϊμαράκης έλαβε 157.224 ψήφους ή 47,57%.
«Θα ανανεώσουμε τη ΝΔ με σεβασμό στην ιστορία, αλλά και με γνώμονα τις σύγχρονες ανάγκες. Χρέος όλων μας είναι η ΝΔ να γίνει η μεγάλη κεντροδεξιά παράταξη και να κλείσει ο κύκλος του λαϊκισμού. Κανείς δεν περισσεύει, αλλά χρειάζεται και διεύρυνση» τόνιζε χαρακτηριστικά ο Κυρ. Μητσοτάκης και η εποχή του ξεκινούσε.
Η μεγάλη νίκη του αποτέλεσε τον καταλύτη για πολιτικές εξελίξεις, όχι μόνο στο χώρο της κεντροδεξιάς, αλλά και ευρύτερα στο πολιτικό σύστημα και έφερε και πάλι τη Νέα Δημοκρατία στο παιχνίδι της εξουσίας.