Πάντα δυσπιστούσα με τον, πώς να τον πω, άτυπο θεσμό των παγκόσμιων ημερών. Μου θυμίζουν το βολικό εκείνο χαλί που θα κρύψουμε πρόχειρα από κάτω την πολλή σκόνη, όταν απροειδοποίητα έρχεται επίσκεψη η μητέρα μας ή κάποιος υποψήφιος εραστής ή ερωμένη. Θυμόμαστε μια φορά τον χρόνο το πρόβλημα ή γιορτάζουμε τις αντίστοιχες ευπαθείς, κυρίως, ομάδες του πληθυσμού, και μετά συνεχίζουμε κανονικά τη ζωή μας, ξεχνώντας και τα δύο μέχρι του χρόνου. Όχι κι άσχημα, θα μου πείτε, μέσα στον πολύβουο βίο του 21ου αιώνα.
Σε πλήρη δυσαρμονία με όσα συμβαίνουν αυτό το διάστημα στη Μέση Ανατολή, σήμερα, λοιπόν, είναι η Διεθνής Ημέρα Μη Βίας, η έμπνευση για την οποία προκλήθηκε από την επέτειο γέννησης του Μαχάτμα Γκάντι. Όπως συμβαίνει σε πολλές τέτοιες περιπτώσεις, η άνοδος από το συγκεκριμένο στο αφηρημένο, η μετάβαση εν προκειμένω από τον άνθρωπο που ταύτισε το όνομά του με την παθητική αντίσταση στην αφηρημένη ιδέα της Μη Βίας, δεν είναι ανέφελη.
Έξω από το πλαίσιο, η Μη Βία είναι – σε αντίθεση με τη βία που πάντα έχει ένα συγκεκριμένο πεδίο αναφοράς – στην καλύτερη συνθήκη ένα ευχολόγιο. Κάτι τέτοιο, πέρα από τον Πούτιν και τον Νετανιάχου, το γνωρίζει και η γάτα μου όταν «παίζει» με διάφορα έντομα που «προσκαλούνται» από τα λουλούδια του μπαλκονιού και πέφτουν στα χέρια της (όταν είσαι φιλόζωος/η οι ανθρωπομορφισμοί στα συγκατοικίδιά σου είναι συνηθισμένοι).
Χθες, ωστόσο, ήταν άλλη μία παγκόσμια ημέρα, αυτή της χορτοφαγίας. Όπως διαβάζω, αυτή πρωτογιορτάστηκε το 1977 στις ΗΠΑ, από τους εκεί χορτοφάγους, και καθιερώθηκε και παγκοσμίως έναν χρόνο αργότερα. Με βασική της αιχμή αρχικά το καλό που κάνει η χορτοφαγία στον άνθρωπο, εύκολα διολισθαίνει κι αυτή σε μια κατάσταση αφηρημένης ευδαιμονίας. Από ηθική στάση γίνεται ένα προϊόν διαιτολογίας – αλλά ακόμα και έτσι θα μου πείτε, καλύτερο είναι το «ο μη θάνατός σου η ζωή μου» από το ανάποδο.
Αν δούμε ωστόσο μαζί αυτές τις δύο παγκόσμιες ημέρες προκύπτει ένα πιο ενισχυμένο μήνυμα. Η χορτοφαγία ως μη βία. Περισσότερο από το να συνιστά μια υγιεινιστική και διατροφική επιλογή η χορτοφαγία αποτελεί έναν ηθικό ορίζοντα για τον άνθρωπο που έχει ενσυναίσθηση απέναντι στα ζώα, αναγνωρίζει τον πόνο τους και δεν επιθυμεί να τον προκαλεί. Η ενθύμηση του βίαιου πόνου των ζώων, κρυμμένη στις κομψές συσκευασίες που διακινούνται τα κρέατα στη Δύση, είναι ίσως ένα όχι αμελητέο επίτευγμα, που θέτει και τον πήχη της ευαισθητοποίησης παρόμοιων παγκόσμιων ημερών – με την ελπίδα ότι δεν θα σβήσει αυτή η ενθύμηση δυο μέρες μετά.
Τη σχέση ανθρώπινου και ζωικού πόνου την έχει κινηματογραφήσει υποδειγματικά ο Ράινερ Βέρνερ Φασμπίντερ στη «Χρονιά με τα 13 φεγγάρια» (σε μια ταινία που δύσκολα θα αναφέρθηκε στο τέλος ότι «κανένα ζώο δεν υπέστη βλάβη στα γυρίσματα»). Παρακολουθώντας αναδρομικά πώς ο καταπιεσμένος στο σώμα του Εντγουιν αποφασίζει να γίνει Ελβίρα, τον παρακολουθούμε στο σφαγείο που εργάζεται σε νεαρή ηλικία. Και ο πόνος των σφαγιασμένων βοοειδών, το αίμα τους που πλημμυρίζει το πάτωμα, γίνεται η απεικόνιση της βαρβαρότητας μιας κοινωνίας που εντέλει σφαγιάζει και τα ίδια της τα διαφορετικά από τη νόρμα μέλη. Αρκεί αυτή η σκηνή θαρρώ για να σε οδηγήσει στη χορτοφαγία και τον δικαιωματισμό. Ασχέτως του πόσο έχουν λοιδορηθεί και τα δύο…