Την άμεση σύγκληση της Διαρκούς Επιτροπής Οικονομικών Υποθέσεων της Βουλής ζητάει ο ΣΥΡΙΖΑ ΠΣ, προκειμένου ο αρμόδιος Υπουργός Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών να ενημερώσει τα μέλη της Επιτροπής για την πρόθεση νομοθετικής παρέμβασης επί της μείωσης αφενός του ύψους των τραπεζικών προμηθειών αφετέρου της διαφοράς μεταξύ επιτοκίου καταθέσεων και επιτοκίου δανεισμού.
Με την επιστολή, η οποία απευθύνεται στον Πρόεδρο της Διαρκούς Επιτροπής Οικονομικών Υποθέσεων της Βουλής των Ελλήνων και υπογράφεται από όλα τα μέλη της Διαρκούς Επιτροπής Οικονομικών Υποθέσεων, σημειώνεται ότι η δυνατότητα ρύθμισης του ύψους των τραπεζικών προμηθειών υφίσταται δεδομένου ότι και με τη διάταξη του άρθρου 64 του ν.5108 (Α’ 65/2.5.2024) επιχειρήθηκε αντιστοίχως η μείωση της επιβάρυνσης των επαγγελματιών από τις αυξημένες προμήθειες στις καθημερινές συναλλαγές μικρού οικονομικού αντικειμένου αξίας μέχρι 10 ευρώ.
Η δε άσκηση της εμπορικής πολιτικής των τραπεζών, χωρίς την έγκαιρη κρατική παρέμβαση και ρύθμιση, έχει καταδείξει ιστορικά ότι λειτουργεί εις βάρος των νοικοκυριών και των πολύ μικρών, μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων. Προς τούτο συνηγορεί και το από 20.12.2023 πόρισμα του ελέγχου της Επιτροπής Ανταγωνισμού σχετικά με τις υπέρογκες χρεώσεις των τραπεζών στις παρεχόμενες υπηρεσίες προς τους πολίτες (Β’ 2432/24.04.2024).
Η Επιτροπή Ανταγωνισμού διαπίστωσε παραβίαση των άρθρων 1 του ν.3959/2011 και 101 ΣΛΕΕ επιβάλλοντας πρόστιμα στις Τράπεζες: 1. Πειραιώς, 2. Εθνική, 3. Alpha Bank, 4. Eurobank €), 5. Attica Bank αλλά και στην Ελληνική Ένωση Τραπεζών (ΕΕΤ) ενώ παράλληλα, τις υποχρέωσε να μειώσουν από 1.1.2024 το ύψος της προμήθειας από ανάληψη μετρητών από ΑΤΜ με τη χρήση καρτών που έχουν εκδοθεί από άλλο ίδρυμα.
Βέβαια, η ΕΕΤ με απαντητικά της έγγραφα σε από το 2020 ερωτήματα που κατατέθηκαν από την αξιωματική αντιπολίτευση διαβεβαίωνε ως προς το ζήτημα των τραπεζικών συναλλαγών ότι ουδέποτε εμπλέκεται στη τιμολογιακή πολιτική των Τραπεζών – Μελών της, συνεχίζοντας ότι η προώθηση του υγιούς και ελεύθερου ανταγωνισμού στο χρηματοπιστωτικό τομέα συνιστά καταστατικό της σκοπό, ενώ επιχειρηματολογούσε για τις χαμηλές συγκριτικά χρεώσεις των ελληνικών τραπεζών.
Εκ του αποτελέσματος η ΕΕΤ διαψεύστηκε και οι υψηλές χρεώσεις των τραπεζών ως απόρροια της συμμετοχής τους σε απαγορευμένες πρακτικές και συμπράξεις αποφασίστηκε να περιοριστούν μετά από την πάροδο τεσσάρων ετών, όχι δηλαδή εγκαίρως, με τους πολίτες να επωμίζονται τις υπέρμετρες επιβαρύνσεις όλο αυτό το μεσοδιάστημα.
Αναφορικά με τη μεγάλη διαφορά μεταξύ επιτοκίου καταθέσεων και δανείων σύμφωνα με το από 03 Σεπτεμβρίου 2024 Δελτίο Τύπου της Τράπεζας της Ελλάδος τον Ιούνιο του 2024, το μέσο σταθμισμένο επιτόκιο των νέων καταθέσεων παρέμεινε σχεδόν αμετάβλητο στο 0,57%, ενώ το αντίστοιχο επιτόκιο των νέων δανείων αυξήθηκε στο 5,78% με το περιθώριο επιτοκίου μεταξύ των νέων καταθέσεων και δανείων να αυξάνεται στις 5,21 εκατοστιαίες μονάδες.
Σε χαμηλό επίπεδο παρέμεινε και το μέσο σταθμισμένο επιτόκιο του συνόλου των υφιστάμενων καταθέσεων (συμπεριλαμβανομένου των καταθέσεων μίας ημέρας) που ανήλθε σε 0,53%. Είναι σαφές ότι εκτός από τις συνέπειες της ενεργειακής και πληθωριστικής κρίσης, τη μείωση της αγοραστικής δύναμης και του πραγματικού διαθέσιμου εισοδήματος τα νοικοκυριά και οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις βλέπουν και τους καταθετικούς τους λογαριασμούς να εξανεμίζονται.
Την επιστολή υπογράφουν οι: Μαμουλάκης Χάρης, Γεροβασίλη Όλγα, Γιαννούλης Χρήστος, Καραμέρος Γιώργος, Κόκκαλης Βασίλης, Μάλαμα Κυριακή, Νοτοπούλου Αικατερίνη, Παππάς Νικόλαος, Σαρακιώτης Ιωάννης