Ο ήδη πολυμέτωπος αραβοϊσραηλινός πόλεμος εξελίσσεται με τρόπο σαρωτικό. Ανεξαρτήτως της διάρκειάς του και της ενδεχόμενης επέκτασής του σε περίπτωση εμπλοκής του Ιράν, είναι λάθος να θεωρεί κάποιος ότι μένει ανεπηρέαστος από μία τέτοια σύγκρουση, ειδικά δε αν πρόκειται για κατ’ ουσίαν όμορες χώρες, όπως η Ελλάδα.
Πέραν των γεωστρατηγικών αναταράξεων και αναδιατάξεων, στις οποίες πάντως οι επιλογές της χώρας είναι δεδομένες, οι αλυσιδωτές επιδράσεις μίας γενικευμένης ανάφλεξης είναι προβλέψιμες, ειδικώς στο πεδίο του μεταναστευτικού/προσφυγικού ζητήματος.
Φαίνεται ότι η κυβέρνηση έχει επίγνωση των κινδύνων και της απειλής μίας νέας εκρηκτικής αύξησης των προσφυγικών ροών, οι οποίες ούτως ή άλλως έχουν ενταθεί τους τελευταίους μήνες.
Όσο και αν στη συνάντηση του Πρωθυπουργού με τον Πρόεδρο της Τουρκίας η ειδησεογραφία εστίασε στις διμερείς διαφορές, η μεταξύ τους συζήτηση για το προσφυγικό ενδέχεται να έχει πολύ μεγαλύτερη σημασία στην παρούσα συγκυρία και να απαιτεί περισσότερη προσοχή. Εκφράζεται η αισιοδοξία ότι σε αυτό το ζήτημα θα καταστεί δυνατή η συνεννόηση, όμως δεν μπορεί τίποτε να θεωρείται δεδομένο, όσο απουσιάζει μία κρίσιμη παράμετρος.
Αυτή είναι η ευρωπαϊκή διάσταση του θέματος και η αδυναμία της Ένωσης να ενεργήσει εγκαίρως και ενιαία. Είναι ορατό και για τους πλέον αδιάφορους περί τα πολιτικά, ότι η Ευρώπη κατατρύχεται από εσωτερικές πιέσεις και πολιτικές εντάσεις για το προσφυγικό και φαντάζει εξαιρετικά δύσκολο να καταλήξει σε συμφωνίες και σε μία γενική και αποτελεσματική πολιτική.
Η στάση της προς την Τουρκία ως προς αυτά είναι καθοριστική και ενδεχομένως να υπερβαίνει τα όρια της λιγότερο ή περισσότερο πιθανής συνεννόησης μεταξύ Αθήνας και Άγκυρας. Η ηγεσία της κυβέρνησης το γνωρίζει και φαίνεται ότι προετοιμάζεται. Όμως οι δυνατότητες μεμονωμένης δράσης είναι πεπερασμένες.