Μια παρέα που είχε πάθος για τον κινηματογράφο, βαθιά γνώση πάνω στο αντικείμενο αλλά και ένστικτο και ορμή για να το εξελίξει ως δώρο πολιτισμού στο αθηναϊκό – και όχι μόνο – κοινό, ξεκίνησε πριν από 30 χρόνια ένα φεστιβάλ με την ονομασία Νύχτες Πρεμιέρας.

Χρόνο με το χρόνο το φεστιβάλ μεγάλωσε, ενσωμάτωσε κι άλλες παρέες, διαφοροποιήθηκε, ανοίχτηκε στην πόλη, και κυρίως αγαπήθηκε πολύ από τους θεατές του, κάνοντας το σινεμά μια ολιστική εμπειρία που έρχεται με δύναμη από το παρελθόν, αφορά το παρόν και το μέλλον.

Πώς είναι να μεγαλώνεις μέσα σε ένα κινηματογραφικό φεστιβάλ επί 30 χρόνια, να το κρατάς ζωντανό και σε εποχές συχνών κρίσεων αυτό να παραμένει «ροκ εντ ρολ»; Ο καλλιτεχνικός διευθυντής του Διεθνούς Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Αθήνας Νύχτες Πρεμιέρας, Λουκάς Κατσίκας, εξηγεί στη συνέντευξή μας τι σημαίνουν τα 30 κεράκια στη φετινή τούρτα των Νυχτών Πρεμιέρας.

Τριάντα χρόνια πορείας κλείνουν για τις Νύχτες Πρεμιέρας φέτος, ένα ορόσημο ενηλικίωσης σημαντικό για τον αγαπημένο κινηματογραφικό θεσμό της Αθήνας. Τι σημαίνει αυτό για την ανάπτυξη και την πορεία του φεστιβάλ μέχρι σήμερα, αλλά και για σένα προσωπικά που είσαι καλλιτεχνικός διευθυντής του από το 2016;

Τα 30 χρόνια του φεστιβάλ μου δημιουργούν καταρχάς ένα υπαρξιακό άγχος, γιατί έχω μεγαλώσει μέσα σ’ αυτό. Ξεκίνησα να γράφω 20-22 ετών στο περιοδικό ΣΙΝΕΜΑ και ένα χρόνο μετά ενσωματώθηκα στην ομάδα του φεστιβάλ, η οποία ούτως ή άλλως προερχόταν από το ΣΙΝΕΜΑ και την ομάδα που είχε φτιάξει ο Γιώργος Τζιώτζιος, τότε διευθυντής του περιοδικού και των Νυχτών Πρεμιέρας. Οπότε, αν σκεφτούμε ότι ξεκίνησα στα 20 μου και τώρα είμαι στα 50 μου και εξακολουθώ να βρίσκομαι σε αυτό το χώρο και σε αυτό το φεστιβάλ, μπορώ να πω ότι μιλάμε στην ουσία για όλη μου τη ζωή. Δηλαδή η ζωή μου και το Φεστιβάλ Νύχτες Πρεμιέρας ταυτίστηκαν από πολύ νωρίς. Όπως μεγαλώνει το φεστιβάλ έτσι μεγαλώνω κι εγώ.

Πέρα όμως από τα προσωπικά μου υπαρξιακά ζητήματα, η ευρύτερη εικόνα είναι ότι αυτό το φεστιβάλ ξεκίνησε το 1995 από μία παρέα λίγων ατόμων και εξακολουθεί να υφίσταται ως μία υπόθεση παρέας και λίγων ατόμων. Νομίζω ότι είναι σε συνέπεια με οτιδήποτε είχε στο μυαλό του ο Γιώργος Τζιώτζιος όταν το ξεκινούσε. Τότε ξεκίνησε δειλά με την διάθεση να συστήσει στο κοινό της Αθήνας ταινίες που εκείνη την εποχή δεν θα έβρισκαν διανομή στη χώρα μας, άρα ήταν πολύ πιο δύσκολο να βρουν τη δίοδο τους προς τους κινηματογράφους και να προσεγγίσουν ένα κοινό. Το φεστιβάλ έκανε τις συστάσεις, ήταν η γέφυρα που στην ουσία κάλυπτε τα κενά της παγκόσμιας κινηματογραφίας, κυρίως της αμερικάνικης ανεξάρτητης, στα πρώτα χρόνια που δεν μπορούσαν να καλύψουν οι εγχώριοι διανομείς.

Από τότε μέχρι το γεγονός ότι έχει καταλήξει αυτή η μικρή παρέα να γίνει ένας από τους πιο μεγάλους πολιτιστικούς θεσμούς και το δεύτερο μεγαλύτερο φεστιβάλ στην πόλη, το οποίο ελάχιστα πράγματα έχει να επιθυμήσει από άλλα ευρωπαϊκά φεστιβάλ, είναι ένα τεράστιο άλμα. Άλμα το οποίο δεν ξέρω αν και ο ίδιος ο Γιώργος Τζιώτζιος, όταν ξεκινούσε το φεστιβάλ, μπορούσε να φανταστεί ότι αυτή θα ήταν η πορεία του.

Λουκάς Κατσίκας, Μέγαρο Μουσικής Αθηνών @Νίκος Κόκκας

Ποιος θα έλεγες ότι είναι σήμερα ο χαρακτήρας του φεστιβάλ στα γενέθλια της 30ετίας του;

Το φεστιβάλ είναι αρκετά πιο διαφορετικό από ότι ήταν στο ξεκίνημά του – έχει μεγεθυνθεί. Αν βάλεις δίπλα δίπλα το ωρολόγιο πρόγραμμα του 1995 με το ωρολόγιο πρόγραμμα του 2024, θα δεις ότι σήμερα πρόκειται για ένα φεστιβάλ τριπλάσιο σε αριθμό, πολλαπλάσιο σε προσέλευση θεατών και επιτέλους με ένα προφίλ διεθνές. Το λέω αυτό γιατί η λέξη διεθνές είναι μια καραμέλα που βλέπω να χρησιμοποιείται κατά κόρον πια και αυθαίρετα. Είναι πλέον ένα φεστιβάλ το οποίο σέβεται τη λέξη διεθνές και αν μη τι άλλο κάθε χρόνο καλωσορίζει πολλούς καλεσμένους από το εξωτερικό, αλλά έχει και πολλούς ξένους θεατές. Ανθρώπους από άλλες χώρες οι οποίοι ζουν στην Αθήνα και το έχουν και αυτοί αγαπήσει με τον ίδιο τρόπο που το έχει αγαπήσει και το υπόλοιπο αθηναϊκό κοινό.

«Οι Νύχτες Πρεμιέρας είναι ένα φεστιβάλ αρκετά μεγαλύτερο, αλλά διατηρεί στην καρδιά του την ίδια ζέση και την ίδια αγάπη με την οποία ξεκίνησε».

Είναι, λοιπόν, ένα μεγαλύτερο φεστιβάλ, το οποίο όμως δεν έχει ποτέ προδώσει τις αρχές του, οι οποίες, όπως είπα και πριν, βασίζονται σε μια μικρή ομάδα ανθρώπων και στην πολύ μεγάλη αγάπη που εξακολουθούμε να έχουμε για το σινεμά, γιατί αυτή είναι άλλωστε και η κινητήρια δύναμη που μας κρατάει εκεί που βρισκόμαστε και που σε πολύ μεγάλο βαθμό βασίζεται και στην αγάπη του κόσμου.

Η αγάπη του κόσμου ουδέποτε ήταν ζητούμενο. Ήταν δεδομένο για εμάς, αλλά ποτέ δεν την παίρναμε εμείς ως δεδομένη. Εξακολουθούμε να είμαστε ευγνώμονες και πάντοτε μας συγκινεί η τρομερή προσμονή του κόσμου κάθε φθινόπωρο για το φεστιβάλ, η αθρόα προσέλευση του στις αίθουσες. Είναι λοιπόν ένα φεστιβάλ αρκετά μεγαλύτερο, αλλά διατηρεί στην καρδιά του την ίδια ζέση και την ίδια αγάπη με την οποία ξεκίνησε.

Οι Νύχτες Πρεμιέρας ανοίγουν φέτος αυλαία με τη βραβευμένη με τον Χρυσό Φοίνικα ταινία «Anora» του Σον Μπέικερ, της οποίας ο χαρακτήρας απηχεί, οπως σημειώνετε ως φεστιβάλ, τη φιλοσοφία του ίδιου του φεστιβάλ. Ποιος είναι ο συνδετικός κρίκος ανάμεσα στο φεστιβάλ και αυτή την ταινία;

Η «Anora» είναι η μία από τις δυο -τρεις αγαπημένες μου ταινίες για το 2024. Δεν έχει ακόμη τελειώσει η χρονιά, αλλά επειδή έχω καλύψει ένα πολύ μεγάλο αριθμό των ταινιών παρακολουθώντας προβολές νέων ταινιών στα φεστιβάλ, θα πω ότι από την πρώτη στιγμή που την είδα, την αγάπησα πολύ.

«Η «Anora» είναι μία ταινία ροκ εντ ρολ, ατίθαση, αρκετά τραχιά, αθυρόστομη, ζωηρή. Κλείνει μέσα της μεγάλο μέρος από τη φιλοσοφία και την αισθητική του φεστιβάλ, το οποίο πάντοτε στην καρδιά του και στη συμπεριφορά του ήταν ροκ εντ ρολ».

Αγαπούσα ούτως ή άλλως τον σκηνοθέτη Σον Μπέικερ, έναν δημιουργό αμιγώς ανεξάρτητο του αμερικανικού σινεμά, ο οποίος ξεκίνησε κάνοντας αυτό που οι νεότεροι αποκαλούν DIY (Do It Yourself) ταινίες, οι οποίες έχουν ελάχιστη χρηματοδότηση, χωρίς τεχνικά μέσα. Σκέψου ότι ο Σον Μπέικερ γύρισε με κινητό τις πρώτες του ταινίες κι εμείς τον παρακολουθούσαμε εξ αρχής. Τον είχαμε φιλοξενήσει στην Αθήνα πριν κάποια χρόνια, τον γνωρίσαμε και φιλικά στα ξεκινήματά του και είχαμε οργανώσει μια πλήρη ρετροσπεκτίβα στο τότε έργο του με προβολές όλων των ταινιών του. Οπότε, κατά κάποιον τρόπο, ο θρίαμβός του στο Φεστιβάλ Καννών και ο συνεπακόλουθος θρίαμβος που θα ακολουθήσει στα Οσκαρ – όσο κι αν φαίνεται περίεργο να τρυπώσει σε ένα τέτοιο μεγάλο θεσμό βραβείων ως οσκαρικό φαβορί μια μικρή και ανεξάρτητη ταινία – για εμάς ήταν φυσικό επακόλουθο.

Σε πολύ μεγάλο βαθμό, η «Anora» είναι μία ταινία ροκ εντ ρολ, ατίθαση, αρκετά τραχιά, αθυρόστομη, ζωηρή. Κλείνει μέσα της μεγάλο μέρος από τη φιλοσοφία και την αισθητική του φεστιβάλ, το οποίο πάντοτε στην καρδιά του και στη συμπεριφορά του ήταν ροκ εντ ρολ, κυριολεκτικά και μεταφορικά.

Οπότε η ταινία έναρξης των 30 χρόνων είναι κατά κάποιον τρόπο και μία σύνοψη αυτών των 30 ετών και της φιλοσοφίας που είχαμε όλα αυτά τα χρόνια και που εξακολουθούμε να έχουμε. Γιατί μπορεί να μεγαλώνουμε, αλλά στην καρδιά μας παραμένουμε το ίδιο νέοι. Νομίζω ότι το «Anora» είναι η πιο ωραία ταινία της χρονιάς.

Πώς αποτυπώνεται στο φετινό πρόγραμμα των Νυχτών Πρεμιέρας η 30χρονη πορεία του φεστιβάλ ως πολιτιστικού θεσμού της Αθήνας; Υπάρχει ένας εορταστικός πυρήνας στην κατάρτιση του;

Το φεστιβάλ τα τελευταία δύο χρόνια άγγιξε το επιθυμητό επίπεδο που είχα στο μυαλό μου. Νομίζω ότι αυτό που παρουσιάζουμε φέτος είναι το ιδανικότερο πρόγραμμα που έχουμε καταρτίσει – σίγουρα στα χρόνια που βρίσκομαι στη θέση του καλλιτεχνικού διευθυντή. Είναι ένα πάρα πολύ πλούσιο πρόγραμμα το οποίο ταυτίζεται με τα προγράμματα των μεγάλων φεστιβάλ στο εξωτερικό. Έχουμε τις ίδιες ταινίες που έχει στο πρόγραμμά του και το Φεστιβάλ της Νέας Υόρκης και αυτό μας κάνει να νιώθουμε ιδιαίτερα υπερήφανοι.

Ξέρω ότι πολλοί εκεί έξω και πολλές θα ήθελαν να είναι το φετινό ως επί το πλείστον ένα επετειακό, νοσταλγικό φεστιβάλ και να έχει αναδρομή σε παλαιότερες ταινίες. Παρά το γεγονός ότι το φεστιβάλ γιορτάζει τα 30 του χρόνια, εμείς ρίξαμε το βάρος στο καινούργιο πρόγραμμα, στις ταινίες που περιμένει ο κόσμος να δει περισσότερο φέτος, καθώς και σε δύο πολύ σημαντικά αφιερώματα.

Λουκάς Κατσίκας, Μέγαρο Μουσικής Αθηνών @Νίκος Κόκκας

Θα έλεγα ότι το μόνο συνεκτικό στοιχείο του φετινού προγράμματος με το παλαιότερο φεστιβάλ είναι μια ταινία στην οποία επιστρέφουμε από το παρελθόν του φεστιβάλ αλλά και η οποία είναι μια γνήσια ολοκαίνουργια ταινία: το πρώτο Σάββατο του φεστιβάλ θα πραγματοποιηθεί μία σπέσιαλ προβολή με καινούργια κόπια του «Trainspotting». Είναι μία από τις ταινίες ορόσημο των Νυχτών Πρεμιέρας, μια ταινία που γαλούχησε μια γενιά η οποία έτυχε να μεγαλώσει ταυτόχρονα με τις Νύχτες Πρεμιέρας και που ενδεχομένως ο κόσμος θα ήθελε να ξαναδεί σε μεγάλη οθόνη. Σεβόμενοι αυτή τη συνθήκη και με τη νοσταλγία στο νου μας, θα κάνουμε αυτή την προβολή που ήταν εμβληματική όταν είχε γίνει πριν 30 χρόνια.

Ταυτόχρονα θα γίνει και πάρτι, όπως είχε γίνει μετά την προβολή της ταινίας το 1996 στο φεστιβάλ, στον ίδιο χώρο που είχε διεξαχθεί το πρώτο εκείνο πάρτι με την ίδια περίπου μουσική φιλοσοφία. Οπότε, κατά κάποιον τρόπο, φιλοξενώντας μια ταινία σαν το «Trainspotting» κλείνουμε το μάτι στα 30 μας χρόνια και λέμε «ευχαριστώ», υποκλινόμαστε σε πολλές από τις ταινίες που μας βοήθησαν και να μεγαλώσουμε και μας έπλασαν ως θεατές ενώ δημιούργησαν γύρω τους μια φυλή, η οποία υπάρχει μέχρι σήμερα.

Το «Trainspotting» μπορεί να μην είναι η καλύτερη ταινία που έχουμε παίξει στα 30 χρόνια του φεστιβάλ, όμως είναι μια ταινία αντιπροσωπευτική των Νυχτών Πρεμιέρας και του κοινού τους, το οποίο πλέον είναι τρίτης γενιάς. Δηλαδή, έχουμε τρεις γενιές θεατών, καθώς έχουν περάσει τρεις δεκαετίες, οπότε οι άνθρωποι που είχαν έρθει και είχαν βγάλει εισιτήριο για εκείνη την πρώτη προβολή στο Σπόρτινγκ, τώρα ενδεχομένως να μπορεί να έρθουν με τα (μεγαλύτερα) παιδιά τους να παρακολουθήσουν την ταινία.

Μπορείτε να κατεβάσετε το ωρολόγιο πρόγραμμα του φεστιβάλ εδώ.

Τι πρέπει να ξέρει το κοινό για τις προβολές των αφιερωμάτων που έχετε ετοιμάσει;

Το φεστιβάλ έχει φέτος δύο αφιερώματα. Το μεγάλο αφιέρωμα του είναι ένα απωθημένο χρόνων, καθώς δεν ήταν εφικτό λόγω του ότι ήταν πολύ μεγάλο το κόστος του και ήταν παράλληλα δύσκολη η εξασφάλιση των δικαιωμάτων των ταινιών, όσο κι αν φαίνεται περίεργο, ακούγοντας το όνομα του σκηνοθέτη. Πρόκειται για το αφιέρωμα στον Ακίρα Κουροσάουα. Το ότι καταφέραμε φέτος να κάνουμε αυτό το αφιέρωμα προβάλλοντας τις 13, κατά τη γνώμη μου, σημαντικότερες ταινίες μιας τόσο σπουδαίας καριέρας και σε ολοκαίνουργιες ψηφιακά εγκατεστημένες κόπιες είναι μια μακροχρόνια επιθυμία η οποία πραγματοποιείται.

Το αφιέρωμα «This Is England», για το βρετανικό σινεμά της δεκαετίας του ’80, σχετίζεται με την εποχή που ζούμε και με τη νοσταλγία που διαπερνά τους μεγαλύτερους.

Το εμπνευστήκαμε παρακολουθώντας τι γίνεται αυτή τη στιγμή στον κόσμο: λόγω του κοινωνικού αναβρασμού που υπάρχει σε ένα διεθνές πλαίσιο, σκεφτήκαμε ότι πριν από 40 χρόνια, στη διάρκεια της δεκαετίας του ’80, κάτω από ένα παρόμοιο πλαίσιο που ήταν τα δύσκολα χρόνια της διακυβέρνησης της Μάργκαρετ Θάτσερ στην Αγγλία, γεννήθηκε μία κινηματογραφία, η οποία όχι απλώς μπόρεσε να υψώσει ανάστημα απέναντι στις ανισότητες, την αδικία και τον κοινωνικοπολιτικό αναβρασμό εκείνης της εποχής, αλλά υπήρξε και η τελευταία σπουδαία περίοδος για το βρετανικό σινεμά. Κατά κάποιο τρόπο είναι μία δήλωσή του πώς σε πολύ δύσκολες εποχές το σινεμά όχι μόνο ανθίζει, αλλά και διατηρεί την ευθύνη του στο να είναι κοινωνικά ανήσυχο, ευαίσθητο στη σωστή μεριά της ιστορίας.

Όσον αφορά το νοσταλγικό πλαίσιο του αφιερώματος, αρκετοί από εμάς που δουλέψαμε στα πρώτα χρόνια του φεστιβάλ μεγαλώσαμε με αυτές τις ταινίες. Εμαστε τυχεροί που ως θεατές είδαμε για πρώτη φορά τότε στις αίθουσες ταινίες όπως το «Ωραίο μου Πλυντήριο» του Στίβεν Φρίαρς, το «Σιντ και Νάνσι» του Άλεξ Κοξ και τη «Δύναμη της σάρκας» του Νίκολας Ρεγκ. Πολλές από αυτές τις ταινίες έχουν αδίκως ξεχαστεί. Νομίζω ότι είναι μια πολύ καλή ευκαιρία για ένα νεότερο κοινό να τις ανακαλύψει και για όσους από εμάς μπορέσουμε, να βρούμε την ευκαιρία να τις ξαναδούμε και να θυμηθούμε πόσο πολύ σημαντικό ήταν κάποτε το βρετανικό σινεμά.

Λουκάς Κατσίκας, Μέγαρο Μουσικής Αθηνών @Νίκος Κόκκας

Και ανάμεσα σε αυτά τα σημαντικά αφιερώματα, τις προβολές βραβευμένων ταινιών που πιθανόν να διεκδικήσουν αγαλματίδια στα Οσκαρ και άλλες εκπλήξεις, όπως είναι η προβολή του «Megalopolis» του Κόπολα και οι προβολές δύο ταινιών στο Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης που έχει επιλέξει η σπουδαία φωτογράφος Σίντι Σέρμαν, το φεστιβάλ κατακρίνεται στα social media για την αύξηση της τιμής των εισιτηρίων. Γιατί συνέβη αυτή η αύξηση;

Σε καμιά περίπτωση δεν υποτιμώ όσους και όσες διαμαρτυρήθηκαν για την αύξηση του εισιτηρίου, το οποίο από 7 ευρώ έγινε 8 ευρώ. Δηλαδή το εισιτήριο που βγάζει κάποιος αν θέλει να παρακολουθήσει αυτή τη στιγμή μια ταινία σε ένα κινηματογράφο στην Αθήνα. Για εμάς, όμως, δεν είναι θέμα πολυτέλειας αυτή η αύξηση, αλλά σχετίζεται με τη βιωσιμότητα του φεστιβάλ, το οποίο εξαρτάται από τα εισιτήρια και από τους θεατές του. Δεν είναι ένα κρατικό φεστιβάλ, που απολαμβάνει γενναιόδωρων επιχορηγήσεων. Στηρίζεται σε πολύ μεγάλο βαθμό στο κοινό του και στους χορηγούς του και προσπαθεί να διατηρήσει την ποιότητα και τη συνέπειά του απέναντι στο κοινό. Επίσης, κάνει τεράστια προσπάθεια για να διατηρήσει τις ελάχιστες εναπομείνασες κινηματογραφικές αίθουσες που υπάρχουν αυτή τη στιγμή στην Αθήνα και είναι οξύμωρο η πρωτεύουσα της χώρας να μην έχει τις μεγάλες της αίθουσες.

Το φεστιβάλ έχει βρεθεί πολλές φορές ορφανό από αίθουσες. Να θυμίσω το Αττικόν; Να θυμίσω τον Απόλλωνα; Να θυμίσω το ΙΝΤΕΑΛ στο οποίο μείναμε μέχρι την τελευταία βραδιά λειτουργίας του, ελπίζοντας μέχρι έσχατης στιγμής ότι κάτι θα αλλάξει και θα κηρυχθεί διατηρητέα η πιο ιστορική αίθουσα της Αθήνας; Αυτό δεν συνέβη, όπως όλοι δυστυχώς γνωρίζουμε. Σε μία τέτοια, λοιπόν, προσπάθεια το Φεστιβάλ πρέπει να διεξαχθεί και να γιορτάσει αξιοπρεπώς τα 30 χρόνια του και να φανεί αντάξιο των προσδοκιών του κοινού. Η αύξηση του ενός ευρώ στο εισιτήριο, σε αυτό το πλαίσιο, θεωρώ ότι δεν είναι τόσο μεγάλο θέμα.

Στην εποχή μετά τον Covid έχουν αλλάξει πολύ τα δεδομένα στον τρόπο λειτουργίας ενός φεστιβάλ. Από την εξασφάλιση των δικαιωμάτων μιας ταινίας και μέχρι την ώρα που φτάνει η ταινία στην αίθουσα, το κόστος είναι υπέρογκο για το οποιοδήποτε φεστιβάλ. Όλες οι αυξήσεις που έχουν γίνει στην εποχή μετά την πανδημία έχουν υπάρξει συντριπτικές για όλους μας, πόσο μάλλον για ένα φεστιβάλ το οποίο λειτουργεί με λίγους ανθρώπους και έχει ένα μεγάλο πρόγραμμα.

Από τη στιγμή, λοιπόν, που αποφασίσαμε να μην συρρικνώσουμε το πρόγραμμα και να μην συμβιβαστούμε στις δυσκολίες που αντιμετωπίζουμε, νομίζω ότι το λιγότερο που μπορούσαμε να κάνουμε ήταν η αύξηση του ενός ευρώ στο εισιτήριο. Δεν έχουμε θυσιάσει τίποτα σε επίπεδο ποιότητας, τίποτα σε επίπεδο σεβασμού απέναντι στο κοινό.

Λουκάς Κατσίκας, Μέγαρο Μουσικής Αθηνών @Νίκος Κόκκας

Αναφέρθηκες πριν στις αίθουσες που έχασε το φεστιβάλ. Στην πορεία αυτών των 30 χρόνων, χάθηκαν οι εμβληματικές αίθουσες του Αττικόν, του Απόλλωνα και του Ιντεάλ. Υπάρχει φως στο τούνελ;

Δεν μπορώ να πω ότι είμαι απαισιόδοξος, αλλά δεν μπορώ να πω ότι είμαι και αισιόδοξος. Δεν ξέρω αυτή τη στιγμή τι γίνεται με τις αίθουσες. Ενώ ρωτάμε, υπάρχει μία ασάφεια και ένας μετεωρισμός σε ότι αφορά την κατάσταση των αιθουσών του Αττικόν και του Απόλλωνα ενώ έχουν υποστεί φθορές μέσα στα χρόνια. Μάλιστα τον τελευταίο καιρό έχουν εμφανιστεί και φαινόμενα βανδαλισμού των αιθουσών. Λίγο πολύ έχει γίνει πλιάτσικο από αγνώστους, οι οποίοι έκριναν σωστό να μπουν και να πάρουν αντικείμενα, να κακοποιήσουν μια αίθουσα. Πέραν αυτού δεν ξέρω τίποτε άλλο.

Σε ότι αφορά το Ιντεάλ, η ιστορία του έχει λήξει, γιατί η τύχη του ήταν προδιαγεγραμμένη, κάτι το οποίο προσωπικά με έχει τραυματίσει πέρα από την αγάπη που είχα και στο Αττικόν και στον Απόλλωνα.

Η αντίληψη περί των κινηματογράφων είναι εντελώς υποτιμητική. Αυτή τη στιγμή στην πόλη μας, οι κινηματογράφοι κλείνουν ο ένας μετά τον άλλον. Με ενδιαφέρει ότι δεν έχουμε πια κινηματογράφους, όχι μόνο αίθουσες για να στεγάσουμε το φεστιβάλ. Δεν έχουμε τους κινηματογράφους στους οποίους μεγαλώσαμε και αυτό είναι μία κατάσταση η οποία θα έχει συνέχεια. Αυτό που ξεκίνησε και συμβαίνει με τον αποδεκατισμό των κινηματογραφικών αιθουσών στο κέντρο, θα απλωθεί και στις υπόλοιπες συνοικίες της πόλης.

Δεν μιλώ εκ μέρους ενός φεστιβάλ αλλά ως απλός θεατής. Συνεπώς, δεν είναι μόνο θέμα του Αττικόν και του Απόλλωνα. Είναι θέμα προστασίας των αιθουσών και μάλιστα σε μία εποχή δύσκολη για την διατήρηση του κοινού στις αίθουσες, όπου η εμπειρία της κινηματογραφικής θέασης έχει πάψει πια να είναι δεδομένη.

Χρειάζεται άμεσα η προστασία της πολιτείας προκειμένου να έχουμε κινηματογραφικές αίθουσες. Καλό είναι η πόλη μας να προσαρμόζεται στους τουριστικούς ρυθμούς, αλλά μια πόλη είναι ο πολιτισμός της, ο οποίος συνίσταται και από τις αίθουσες της και αυτό πρέπει να γίνει αντιληπτό.

Επειδή η πραγματικότητα δεν βοηθάει ιδιαίτερα και η καθημερινότητά μας δεν είναι ρόδινη, ας κλείσουμε αυτή τη συνέντευξη με μια αγαπημένη σου στιγμή μέσα στα χρόνια του φεστιβάλ και μια ευχή για το μέλλον.

Για μένα η σημαντικότερη προβολή στα χρονικά του φεστιβάλ είναι η πρώτη προβολή στην οποία ήμουν τυχερός να βρεθώ, στην πρώτη μέρα διεξαγωγής του 1ου Φεστιβάλ Νύχτες Πρεμιέρας στο Αττικόν όπου είδα ως θεατής την πρώτη ταινία του Ζακ Οντιάρ, ενός σκηνοθέτη ο οποίος τώρα συζητιέται για τα Όσκαρ χάρη στην καινούργια ταινία του «Emilia Pérez». Δεν φανταζόμουν βέβαια τότε πού θα με οδηγήσει αυτή η πρώτη γνωριμία μου με το φεστιβάλ. Ούτε φανταζόμουν πόσο μεγάλη αγάπη και πόσο μεγάλη αφοσίωση θα έδειχνε το κοινό απέναντι σε μία εκδήλωση που κανείς δεν ήξερε μέχρι που θα φτάσει και η οποία έφτασε 30 χρόνια μετά να γιορτάζει με ένα κοινό πολλαπλάσιο και εξίσου, αν όχι περισσότερο φανατικό, από το κοινό που αγκάλιασε το φεστιβάλ την πρώτη χρονιά του.

Οπότε, νομίζω αυτή είναι και η πιο αισιόδοξη σκέψη για ένα φεστιβάλ που καταφέρνει να επιβιώσει και να διατηρήσει το προφίλ του και την φιλοσοφία και την αξιοπρέπεια του 30 χρόνια, επειδή υπήρχε πίσω του το τεράστιο στήριγμα της αγάπης του κοινού. Οι Νύχτες Πρεμιέρας θα υπάρχουν όσο υπάρχει η αγάπη του κοινού. Αυτή τη μαγική χημεία μεταξύ κοινού και φεστιβάλ είναι αυτό που ονομάζω εν τέλει πολιτισμό.

INFO Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Αθήνας Νύχτες Πρεμιέρας, 2 – 14 Οκτωβρίου, στις αίθουσες ΔΑΝΑΟΣ Ι & ΙΙ, CINOBO ΟΠΕΡΑ Ι & ΙΙ,  ΑΣΤΟΡ, ΑΣΤΥ, ΑΒΑΝΑ, ΓΑΛΛΙΚΟ ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟ ΕΛΛΑΔΟΣ, ΜΕΓΑΡΟ ΜΟΥΣΙΚΗΣ ΑΘΗΝΩΝ, ΣΤΕΓΗ ΙΔΡΥΜΑΤΟΣ ΩΝΑΣΗ, ΜΟΥΣΕΙΟ ΚΥΚΛΑΔΙΚΗΣ ΤΕΧΝΗΣ και ΠΑΛΛΑΣ. 

Προπώληση εισιτηρίων: www.aiff.gr και more.com

*Ευχαριστούμε θερμά το Μέγαρο Μουσικής Αθηνών για την φιλοξενία της φωτογράφισης του καλλιτεχνικού διευθυντή των Νυχτών Πρεμιέρας.