«Το λατρεύω, έχω το προνόμιο να το κάνω και δεν ξέρω πού θα ήμουν χωρίς αυτό» είχε κάποτε πει η Maggie Smith και μάλλον το εννοούσε. Η Smith πέθανε την Παρασκευή 27 Σεπτεμβρίου λίγους μήνες πριν κλείσει τα 90 (γεννήθηκε 28/12/1934) αλλά εξακολουθούσε να εργάζεται.

Είχε ανανεώσει το κοινό της προ πολλού παίζοντας στο επιτυχημένο franchise «Χάρι Πότερ» αλλά και στην σειρά «Downton Abbey». Μόλις πέρσι είχε παιχτεί η τελευταία της ταινία, «The Miracle Club», ενώ επρόκειτο να παίξει σε μια ακόμα, την «A German Life» ένα βιογραφικό δράμα για την γραμματέα του ναζιστή Γιόζεφ Γκέμπελς.

Η Maggie Smith ως Σάρλοτ Μπάρτλετ στο «Δωμάτιο με θέα»

Με το βάθος και το εύρος του ταλέντου της, η Maggie Smith μπορούσε να είναι πάντα μαγνητική, ότι και αν έκανε. Και μπορούσε, επίσης να τραβά με δεξιοτεχνία την προσοχή του κοινού, ακόμα και όταν ο ρόλο της δεν ήταν μεγάλος. Ηταν μετρ στο να «κλέβει» τις σκηνές από όλους τους γύρω της.

Περιέργως, η Maggie Smith, δεν ανήκε στη σχολή υποκριτικής του Λόρενς Ολίβιε όπως πολλοί εξίσου σπουδαίοι ηθοποιοί της γενιάς της (ένας που έρχεται στο νου είναι ο Αντονι Χόπκινς). Μάλιστα, στην αρχή της καριέρας της την αντιμετώπιζαν ως «ανάλαφρη». Αυτό ενδεχομένως την βοήθησε γιατί πολύ νέα έπρεπε να πείσει τους άλλους ότι ήταν μια σοβαρή ηθοποιός, ικανή να κρατήσει με τον δικό της τρόπο κλασικούς ρόλους.

Έχοντας σπουδάσει υποκριτική στο Oxford Playhouse School, η Smith, πολύ πριν γίνει το όνομα που όλοι γνωρίζουν, εμφανιζόταν σε θεατρικές παραγωγές στην Οξφόρδη, ειδικότερα σε επιθεωρήσεις. Ανάμεσά τους, το έργο «On the Fringe» (από τα πολύ γνωστά πρώτα έργα της που έγιναν επιτυχίες) το οποίο κάποια στιγμή έφτασε στο West End του Λονδίνου. Η Smith τράβηξε την προσοχή του Αμερικανού θεατρικού παραγωγού Λέναρντ Σίλμαν ο οποίος της ζήτησε να συμμετάσχει στο βαριετέ σόου του Broadway, το «New Faces of 1956». Από εκεί ΄αρχίζει ουσιαστικά η διεθνής καριέρα της.

Ακολούθησε ένας άλλος κωμικός ρόλος στην επιθεώρηση «Share My Lettuce» (1957) και έτσι, η Μ. Σμιθ βρήκε τον δρόμο του κινηματογράφου παίζοντας στο αμερικανικο βρετανικό νουάρ «Nowhere to Go». Εκείνη περίπου την εποχή ντάχθηκε στο Old Vic, όπου άρχισε να εδραιώνει τα σοβαρά της υποκριτικά διαπιστευτήρια στις παραγωγές των «The Double Dealer», «As You Like It», «Ριχάρδος ο 2ος», «The Merry Wives of Windsor» και «What Every Woman Knows».

Το 1960 συμπρωταγωνίστησε για πρώτη φορά με τον Ολιβιε στο θεατρικό έργο «Ρινόκερος» του Ευγένιου Ιονέσκο και πέντε χρόνια αργότερα θα γινόταν η Δεισδαιμόνα στον «Οθέλλο» που ο ίδιος ο Ολίβιε σκηνοθέτησε κρατώντας για τον εαυτό του τον ρόλο του τίτλου. Ο «Οθέλλος» γυρίστηκε και ταινία και μάλιστα, για αυτήν, όπου και πάλι έπαιξε την Δεισδαιμόνα, η Σμιθ κέρδισε την πρωτη υποψηφιότητά της για το Οσκαρ στην κατηγορία Β’ ρόλου.

Ηδη, το Χόλιγουντ είχε αρχίσει να αντιμετωπίζει με σοβαρότητα την περίπτωσή της. Η Smith κρατούσε δεύτερους ρόλους σε ταινίες όπως «The V.I.P.s» (που ήταν «όχημα» των Ελίζαμπεθ Τέιλορ– Ρίτσαρντ Μπάρτον) και «The Pumpkin Eaters» με πρωταγωνίστρια την Ανν Μπάνκροφτ. Ομως η Σμιθ δεν άφησε το θέατρο. Αντιθέτως για το Εθνικό Θέατρο στην Αγγλία έπαιξε σε μνημειώδεις παραγωγές όπως οι «The Recruiting Officer», «The Master Builder», «Hay Fever», «Πολύ κακό γιο τίποτα»,«Δεσπινίς Τζουλι» και σε μια «Hedda Gabler» που σκηνοθέτησε ο Σουηδός Ινγκμαρ Μπέργκμαν.

Η Maggie Smith ως Τζιν Μπρόντι στο ρόλο που της χάρισε το Όσκαρ Α’ γυναικείου ρόλου

Φυσικά το σινεμά την ακολουθούσε. Κέρδισε το Οσκαρ για την ταινία «Η δεύτερη νιότη της Τζιν Μπρόντι» (1969), μια κινηματογραφική διασκευή του έργου του Τζέι Πρέσον Αλεν το οποίο η ίδια δεν είχε παίξει στο θέατρο (ανάμεσα σε αυτές που είχαν παίξει τον ρόλο της ιδεολόγου καθγητήριας ήταν η Βανέσα Ρεντγκρέιβ, η οποία μάλιστα ήθελε να παίξει στην ταινία). Ένα δεύτερο Οσκαρ περίμενε την Smith μια δεκαετία αργότερα για την ταινία «California Suite» όπου υποδύεται την ηθοποιό, σύζυγο του Μάικλ Κέιν.

Συνολικά η Smith μετρούσε έξι υποψηφιότητες για Οσκαρ και υπήρξε αξέχαστη στα «Ταξίδια με την θεία μου» από το μυθιστόρημα του Γκρέιαμ Γκριν (υποψηφιότητα για Οσκαρ Α ρόλου), όπως και στο «Εγκλημα στο Γκόσφορντ Παρκ» (υποψηφιότητα για το Οσκαρ Β ρόλου). Φυσικά πάμπολλες οι διακρίσεις της και για άλλα βραβεία. Είχε επίσης κερδίσει τρεις φορές την Χρυσή Σφαίρα.

Στα μέσα της δεκαετίας του 1980 η Smith εμφανίστηκε σε ταινίες που ταίριαζαν απολύτως με τις ικανότητές της: «Το γουρούνι της Αυτού Μεγαλειότητας», σε σενάριο Aλαν Μπένετ, και «Δωμάτιο με θέα» του Τζέιμς Αϊβορι που της έφερε μια πέμπτη υποψηφιότητα για Όσκαρ. Για το «Γουρούνι της Αυτού Μεγαλειότητας» και για το Μοναχικό πάθος της Τζούντι Χερν» η Σμιθ κέρδισε το BAFTA καλύτερης ηθοποιού.