Την ευρωπαϊκή πολιτική ασφαλείας και το δυσανάλογο κόστος που βαρύνει τον Έλληνα φορολογούμενο στον τομέα της Άμυνας επεσήμανε ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, Γιάννης Στουρνάρας, παίρνοντας τον λόγο στην παρουσίαση του βιβλίου του Τάκη Παππά, «Παράδοξη Χώρα: Γιατί η Ελλάδα υστερεί σε σχέση με την Ιρλανδία και την Πορτογαλία και τι μπορούμε να μάθουμε από αυτές;»
Συγκεκριμένα ο κύριος Στουρνάρας σχολίασε: «Θέλω να αναφερθώ πιο αναλυτικά στο δυσανάλογα μεγάλο βάρος των αμυντικών δαπανών που φέρει ο Έλληνας φορολογούμενος σε σχέση με τους φορολογούμενους όλων των άλλων χωρών-μελών της ζώνης του ευρώ, που σχετίζεται με την προστασία των ευρωπαϊκών συνόρων και, κυρίως, με τις ελληνοτουρκικές σχέσεις.
Το βάρος αυτών των δαπανών που αφορά κατά βάση εισαγόμενο εξοπλισμό, επιβαρύνει οικονομικά μόνο τους Έλληνες φορολογούμενους. Αυτό που απουσιάζει σήμερα είναι μια συνεκτική και αποτελεσματική ευρωπαϊκή πολιτική ασφάλειας στον τομέα της άμυνας (κάτι τέτοιο άλλωστε επισημαίνεται και στην Έκθεση Ντράγκι) προκειμένου να μεγιστοποιήσουμε τα οφέλη όταν επενδύουμε στην άμυνα και να ελαχιστοποιήσουμε τα δυσανάλογα κόστη που συνεπάγονται οι αμυντικοί εξοπλισμοί (μέσα από αμυντικές συμπαραγωγές κ.λπ.)».
Η ανάγκη για συνέχιση της προσπάθεια εύρεσης σημείων σύγκλισης στα ελληνοτουρκικά
Ο κεντρικός τραπεζίτης, συνέχισε λέγοντας πως θα πρέπει να συνεχιστεί η προσπάθεια εύρεσης σημείων σύγκλισης σε ότι έχει να κάνει με τις ελληνοτουρκικές σχέσεις οι οποίες επηρεάζουν σημαντικά τις οικονομικές και κοινωνικές επιδόσεις της Ελλάδας, την σταθερότητα και την ασφάλειά της.
«Είναι πολύ σημαντικό γεγονός ότι ο ελληνοτουρκικός διάλογος που ξεκίνησε το 2023 έχει ήδη αποφέρει σημαντικά αποτελέσματα σε ότι αφορά τις παραβιάσεις στο Αιγαίο, τον περιορισμό στις μεταναστευτικές ροές και την οικονομική συνεργασία. Πάνω απ’ όλα όμως έχει δημιουργήσει ένα πλαίσιο σταθερότητας και ασφάλειας στους πολίτες.
Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι ενόσω πριν από δυο χρόνια τα ελληνοτουρκικά αποτέλεσαν, μαζί με την ακρίβεια, την μεγαλύτερη ανησυχία των πολιτών, σήμερα, όπως δείχνουν οι δημοσκοπήσεις, οι πολίτες ενδιαφέρονται χωρίς να ανησυχούν. Αυτό έχει μια πολύ σημαντική αντανακλαστική ωφέλεια για την σταθερότητα και την προοπτική της ελληνικής οικονομίας.
Και, κατά την άποψή μου, θα ήταν ευχής έργον να υπάρξει συμφωνία για την διευθέτηση της μείζονος διαφοράς μας με την Τουρκία, δηλαδή την οριοθέτηση των θαλάσσιων ζωνών, γεγονός που αναμφίβολα θα δημιουργήσει τις συνθήκες για μακρά και βιώσιμη ειρήνη, για ευημερία στην περιοχή και ειδικά στη χώρα μας» τόνισε.
Η «θετική ατζέντα» Ελλάδας-Τουρκίας
Όσον αφορά τη λεγόμενη «θετική ατζέντα» Ελλάδας-Τουρκίας, ο κύριος Στουρνάρας υπογράμμισε ότι από τις αρχές του 2021, και στο πλαίσιο επανεκκίνησης της οικονομικής και εμπορικής συνεργασίας των δυο χωρών, μετά από μια τριετία εντάσεων στις διμερείς σχέσεις, διαμορφώθηκε ένα νέο επίπεδο διμερούς διαλόγου, με αιχμή του δόρατος μια σειρά θεματικών οικονομικού, κυρίως, ενδιαφέροντος.
«Οι συνομιλίες αυτές συμβάλλουν στη μεγιστοποίηση του αμοιβαίου οικονομικού οφέλους αλλά και στην εξομάλυνση του κλίματος των σχέσεων με την Τουρκία, καθώς συνίστανται στην από κοινού διερεύνηση τρόπων σύσφιγξης της συνεργασίας σε παραγωγικούς και επιστημονικούς τομείς» πρόσθεσε .
«Μεταξύ των θεμάτων του διαλόγου της θετικής ατζέντας, οι οποίες συναποτελούν ένα πλέγμα κοινού σχεδίου δράσης, περιλαμβάνονται το Εμπόριο και οι Επενδύσεις, οι Υποδομές και οι Μεταφορές (αερομεταφορές, οδικές/σιδηροδρομικές/ακτοπλοϊκές), οι Τηλεπικοινωνίες και η Τεχνολογία, η Ενέργεια με έμφαση στα δίκτυα ΑΠΕ, ο Τουρισμός, η Ναυτιλία, η Εκπαίδευση και η Επαγγελματική Κατάρτιση, η Κοινωνική Ασφάλιση, ο Αθλητισμός, η Οικογένεια και η Νεολαία, το Περιβάλλον και η Διασυνδεσιμότητα.
Θα προσέθετα όμως, ότι η πολιτική συναίνεση πρέπει επίσης να περιλαμβάνει τέσσερα βασικά στοιχεία: Πρώτον, την δέσμευση δημοσιονομικής ευθύνης, με τη συνέχιση της δημιουργίας πρωτογενών, κυκλικά διορθωμένων δημοσιονομικών πλεονασμάτων της τάξης του 2% του ΑΕΠ ετησίως.
Δεύτερον, την δέσμευση χρηματοπιστωτικής σταθερότητας, δηλαδή την διατήρηση της ευρωστίας του χρηματοπιστωτικού συστήματος και την προστασία των καταθέσεων.
Τρίτον, την δέσμευση της οικονομικής σύγκλισης μέσα από το «κλείσιμο» του επενδυτικού κενού και της προώθησης των κατάλληλων μεταρρυθμίσεων και της αναβάθμισης των θεσμών. Τέταρτον, την ένταξη των ελληνοτουρκικών σχέσεων και την προώθηση της θετικής ατζέντας στη θεματολογία της» κατέληξε ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος.