Η σύντομη συνάντηση και συνομιλία του Πρωθυπουργού με τον πρόεδρο της Τουρκίας στη Νέα Υόρκη αντιμετωπίζεται με τη συνήθη δυσπιστία και συνωμοσιολογική διάθεση από τους εκπροσώπους συγκεκριμένων πολιτικών χώρων. Δίχως πληροφόρηση και βάσει γενικών και αόριστων εντυπώσεων, αξιολογείται ως ένα ακόμη βήμα ελληνικής οπισθοχώρησης έναντι των γνωστών επεκτατικών διαθέσεων και σχεδίων της Τουρκίας.
Παρά ταύτα, καμία ένδειξη δεν υπάρχει, ώστε να στοιχειοθετείται μία τέτοια επιχειρηματολογία. Το μόνο σίγουρο είναι ότι η συχνότητα των συναντήσεων και η πυκνότητα της διπλωματικής επικοινωνίας των δύο πλευρών έχει μέχρι στιγμής ένα ορατό αποτέλεσμα. Όσο και αν οι βεβαιότητες περιττεύουν, η ανακωχή στον ακήρυχτο πόλεμο του Αιγαίου και η διακοπή του παραλογισμού των καθημερινών παραβάσεων και παραβιάσεων του εναέριου χώρου, είναι πολλαπλώς ωφέλιμη. Κι ας θεωρείται μία ασήμαντη λεπτομέρεια από τους πολεμοχαρείς.
Έχει ιδιαίτερη σημασία σε αυτή τη συγκυρία η πρωτοφανής αναφορά του διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδας στα ελληνοτουρκικά, σε συνέχεια και της πρόσφατης έκθεσης του πρώην επικεφαλής της ΕΚΤ για το μέλλον της Ένωσης. Το κόστος που επωμίζεται ο έλληνας φορολογούμενος εν καιρώ ειρήνης για τις αμυντικές δαπάνες, είναι εξωφρενικά δυσανάλογο σε σχέση με το αντίστοιχο των υπολοίπων Ευρωπαίων. Και υπό αυτό το πρίσμα, η συζήτηση για την κοινή ευρωπαϊκή άμυνα, είναι πολύ σοβαρότερη από ό,τι ορισμένοι θεωρούν.
Στην πραγματικότητα και σε συνδυασμό με το μεταναστευτικό πρόβλημα, πρόκειται για τα σημαντικότερα ζητήματα που θα όφειλε να αντιμετωπίσει η δυσκίνητη Ένωση, ειδικά στην σημερινή συγκυρία, με τις συνθήκες να την πιέζουν προς αυτήν την κατεύθυνση. Και αυτός θα όφειλε να είναι ο γνώμονας για τις πολιτικές τοποθετήσεις όλων εκείνων που θέλουν να συγκαταλέγονται στο λεγόμενο μέτωπο της λογικής.